Ο Γιώργος Ιωάννου είναι ένας από τους σημαντικότερους έλληνες πεζογράφους, ο οποίος, γραμματολογικά, εντάσσεται στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά. Έγραψε ιδιόμορφα, σύντομα πεζά κείμενα, αντλημένα από μία καθημερινότητα της οποίας τις αξίες αναδεικνύει ένας άμεσος λόγος που απέκτησε και μιμητές. Το έργο του – δέκα συλλογές πεζογραφημάτων – είναι μία θερμή ανθρώπινη φωνή, μία χαμηλή κουβέντα για τις πληγές του έσω και έξω κόσμου.
Τα χρόνια στη Θεσσαλονίκη
Ο Γεώργιος Σορολόπης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 1927 στη Θεσσαλονίκη από γονείς πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Ο πατέρας του Ιωάννης Σορολόπης καταγόταν από τη Ραιδεστό και ήταν μηχανοδηγός στους σιδηροδρόμους και η μητέρα του Αθανασία Καραγιάννη από την Κεσσάνη. Ήταν ο πρωτότοκος από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας Σορολόπη. Το 1955 άλλαξε το επώνυμό του σε Ιωάννου για να τιμήσει τον πατέρα του.
Τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια τα έζησε στη Θεσσαλονίκη, με εξαίρεση το διάστημα της Κατοχής, όταν για να προστατευτούν από τους βομβαρδισμούς, αυτός και τα αδέλφια του κατέφυγαν στη Χαλκιδική και στη συνέχεια στην Αθήνα. Η περίοδος της Κατοχής σημάδεψε έντονα την ψυχή του κι επανέρχεται συχνά στο συγγραφικό του έργο.
Η πρώτη ποιητική συλλογή
Το 1947 εισήχθη στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, από την οποία αποφοίτησε το 1950. Μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας το 1953, εργάστηκε για λίγο καιρό ως φιλόλογος στην ιδιωτική εκπαίδευση και το 1954 τύπωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με 11 ολιγόστιχα ποιήματα και τίτλο «Ηλιοτρόπια».
Τον Αύγουστο του 1954 διορίστηκε βοηθός στην έδρα της Αρχαίας Ιστορίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Παραιτήθηκε όμως γρήγορα, καθώς ένιωσε να τον καταπιέζει το ακαδημαϊκό περιβάλλον. «Δεν μπορούσα να υποφέρω τη μουχλιασμένη ζωή ενός βοηθού [...] Ότι ετόλμησα να φύγω ήταν σταθμός στη ζωή μου» είχε δηλώσει αργότερα.
Το 1955 προσελήφθη στο Κολλέγιο Αθηνών, όπου δίδαξε για ένα χρόνο. Την περίοδο 1956-1959 δίδαξε σε ιδιωτικά γυμνάσια της Αθήνας και της επαρχίας, ενώ παράλληλα ήταν και τακτικός συνεργάτης του περιοδικού «Διαγώνιος», στο οποίο δημοσίευσε 18 ποιήματα το 1959.
«Για ένα φιλότιμο»
Το φθινόπωρο του 1960 διορίστηκε Δημόσια Μέση Εκπαίδευση και τοποθετήθηκε ως φιλόλογος στο Καστρί, ένα ειδυλλιακό χωριό της ορεινής Αρκαδίας. Εκεί άρχισε να γράφει τα πρώτα του πεζά. Τον Νοέμβριο του 1961 αποσπάστηκε στη Βεγγάζη της Λιβύης, όπου ίδρυσε το Ελληνικό Γυμνάσιο. Από τη Λιβύη επέστρεψε στο Καστρί το 1963. Το 1964 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο με πεζογραφήματα «Για ένα φιλότιμο» και το 1966 επανήλθε στη Θεσσαλονίκη με μετάθεση στο Γυμνάσιο της Καλαμαριάς.
Το 1971 μετατέθηκε στην Αθήνα κι έμεινε στο σπίτι της Αρλέτας στα Εξάρχεια. «Εγώ θέλω να ζω στο επίκεντρο των μεγαλουπόλεων, και κατά προτίμηση της Αθήνας, γιατί εκεί μπορώ να είμαι πραγματικά μόνος και να μην κουρελιάζομαι από τη μοναξιά» έγραψε αργότερα στο περιοδικό «Φυλλάδιο» που εξέδιδε με αποκλειστικά δικά του έργα.
Μετά την επάνοδο της δημοκρατίας το 1974 έγινε βασικό μέλος της επιτροπής του Υπουργείου Παιδείας που ετοίμασε το Ανθολόγιο για τα παιδιά του δημοτικού και ο εισηγητής των περισσότερων κειμένων που ανθολογήθηκαν από το 1975 στα Νεοελληνικά αναγνώσματα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Από το 1976 έως το 1981 ήταν συνεργάτης του μαθητικού περιοδικού «Ελεύθερη Γενιά» και υπεύθυνος της στήλης «το ταχυδρομείο μας». Το 1978 κυκλοφόρησε η συλλογή πεζογραφημάτων για τη Θεσσαλονίκη «Το δικό μας αίμα», που είχαν πρωτοδημοσιευτεί στην εφημερίδα «Καθημερινή».
Το 1979 μετατέθηκε ως γυμνασιάρχης στο Καρλόβασι της Σάμου, αλλά παρέμεινε αποσπασμένος στο Υπουργείο Παιδείας. Την ίδια χρονιά κέρδισε το πρώτο κρατικό βραβείο διηγήματος για το βιβλίο του «Το δικό μας αίμα».
Ο τραυματισμός του στην πλατεία Εξαρχείων και «Τα πολλαπλά κατάγματα»
Στις 22 Σεπτεμβρίου 1980 τραυματίστηκε σοβαρά, όταν χτυπήθηκε από αυτοκίνητο στην πλατεία Εξαρχείων και νοσηλεύτηκε επί τετράμηνο στο ΚΑΤ. Το χρονικό της νοσηλείας του αποτυπώθηκε στο πεζογράφημα «Τα πολλαπλά κατάγματα», που εκδόθηκε το 1981. Τον επόμενο χρόνο ο Νίκος Μαμαγκάκης μελοποίησε 11 ποιήματά του στον δίσκο «Κέντρο Διερχομένων».
Ο Γιώργος Ιωάννου ασχολήθηκε και με τη λαογραφία και συνέλεξε πλήθος δημοτικών τραγουδιών και παραμυθιών. Μετέφρασε, επίσης, αρχαίους λυρικούς και μία τραγωδία του Ευριπίδη.
Στις 6 Φεβρουαρίου 1985 εισήχθη στο Σισμανόγλειο Νοσοκομείο για μία απλή εγχείρηση προστάτη. Η κατάσταση της υγείας του θα επιδεινωθεί, όταν προσβλήθηκε από ιό που του προκάλεσε σηψαιμία. Άφησε την τελευταία του πνοή στη μονάδα εντατικής θεραπείας του νοσοκομείου στις 16 Φεβρουαρίου 1985, σε ηλικία 57 ετών.