Ο θείος Βαγγέλης

Ο Θείος Βαγγέλης ήταν λοχαγός στον ανταρτοπόλεμο. Δεν ήταν μόνιμος αλλά εξ εφέδρων. Δεν ήταν πολύ νέος ούτε ωραίος πια. Νεαρό παιδί, όταν έκαμνε τη θητεία του και, πέρασε απ’ το σπίτι, είχε μοσκοβολήσει το σπίτι μας απ’ τη λεβεντιά του. Ήμουν πολύ μικρός για να θυμάμαι τίποτα περισσότερο από εκείνη την ξανθιά λάμψη.
Έγινε δάσκαλος και παντρεύτηκε μια λωλή δασκάλα. Δεν έκαναν παιδιά - αυτό ήταν το πρώτο. Το δεύτερο ήταν, πως λίγο μετά την παντρειά έπεσαν όλα τα μαλλιά του, όλο το τρίχωμά του μάλλον. Δεν του έμειναν ούτε φρύδια ούτε ματόκλαδα. Είπαν πως απ’ το ξουράφι του κουρέα έγιναν όλα αυτά κι άρχισαν να τρέχουν σε πρακτικούς γιατρούς και γιάτρισσες. Η λωλή δασκάλα έμεινε αποφασιστικά στο πλευρό του και τότε φάνηκε πως βαθύτερα τον αγαπούσε.
Ωστόσο, το τρίχωμα δεν εμπόδισε να πάρουν το θείο Βαγγέλη κατ’ επανάληψη στον πόλεμο. Στην Αλβανία τον είχαν συνεχώς μπροστά, του έδωσαν μάλιστα ένα λόχο με Κρητικούς. Πολέμησε χωρίς φόβο. Πιο πολύ φοβότανε τους Κρητικούς παρά τους Ιταλούς. Μου τα έχει εξομολογηθεί όλα. Μετά από κάθε επιχείρηση, έπρεπε να σώζει και τους αιχμαλώτους. Οι Κρητικοί, όταν σκοτώνονταν κανένας σύντεκνος τους, έταζαν στους θεούς τους διάφορες θυσίες για την ψυχή του: να σφάξουν με τα ίδια τους τα χέρια τόσους ή τόσους εχθρούς. «Μα, τη μάχαιρά μου!» έλεγαν και άλλαζαν όψη. Ο θείος Βαγγέλης ορμούσε στη μέση κι οι αιχμάλωτοι τρέμοντας και γαντζωμένοι από πάνω του προσπαθούσαν μάταια, τις πιο πολλές φορές, να σωθούν απ’ το μαχαίρι. Η πιο φοβερή ώρα ήταν ώσπου να γίνει η καταγραφή και η χρέωση, ύστερα γίνονταν
κάπως δυσκολότερα τα πράγματα για ανθρωποθυσίες, αν και όχι αδύνατα.
Στον ανταρτοπόλεμο ο θείος Βαγγέλης τους φάνηκε πολύ αχαμνός, πολύ μαδημένος πια, για πολεμιστής. Τον ονόμασαν λοχαγό και σε λίγο τον έβαλαν να εκφωνεί τους επικήδειους λόγους στους στρατιώτες που σκοτώνονταν. Αποδείχτηκε εξαιρετικός και σ’ αυτό το πόστο. Στην αρχή δεν είχε πολλή δουλειά κι έτσι μπορούσε να σκαρώνει λογύδρια προσαρμοσμένα, όσο το δυνατό, με την κάθε περίπτωση. Ξαφνικά όμως η δουλειά πήρε να φουντώνει. Το νεκροστάσιο της μουντής μακεδονικής πολιτείας ήταν γεμάτο σανιδένια άβαφα φέρετρα λιμπισμένων παλικαριών, που καρτερούσαν. Άρχιζαν απ’ το πρωί και τους έθαβαν με σειρά προτεραιότητας. Μονάχα, αν είχαν κατορθώσει να έρθουν οι δικοί τους, πράγμα πολύ σπάνιο, η σειρά αυτή παραβιαζόταν. Συνήθως, τους έθαβαν έρμους και μοναχούς στο ξένο χώμα. Το πολύ πολύ με καμιά τυπική αντιπροσωπεία φαντάρων. Ο θείος Βαγγέλης σχεδόν δεν έφευγε πια από το νεκροταφείο. Ούτε η στρατιωτική μουσική έφευγε, ούτε το τιμητικό απόσπασμα που έριχνε τις ριπές, ούτε, φυσικά, οι παπάδες κι οι νεκροθάφτες. Μόλις χτυπούσε η καμπάνα, ο θείος Βαγγέλης πήγαινε απ’ το γραφείο του νεκροταφείου στη μικρή εκκλησία, όπου βγάζοντας το καπέλο του μιλούσε. Μετά επέστρεφε στο γραφείο κι έπινε έναν καφέ. Κάθε ταφή κι ένας καφές. Κόντευε να γίνει νευρασθενικός.
Δεν εκφωνούσε πια λόγους εκ του προχείρου. Αλίμονο. Η πείρα τον είχε οδηγήσει να συντάξει τρεις λόγους, γιατί τόσοι χρειάζονταν: έναν για τους απλούς φαντάρους, έναν για έφεδρους υπαξιωματικούς και έναν για μόνιμους υπαξιωματικούς. Για παραπάνω βαθμούς ήταν αρμόδιοι άλλοι, πιο ανώτεροι, που βέβαια δεν είχαν τόση δουλειά. Ο θείος Βαγγέλης το μόνο που φρόντιζε ήταν να μαθαίνει το όνομα του ενταφιαζομένου και να το προσθέτει στην τελευταία προσλαλιά. Το μόνιμο ακροατήριό του, παπάδες, φαντάροι και νεκροθάφτες, είχαν πια απαυδήσει απ’ το ν’ ακούνε τα ίδια και τα ίδια. Χασμουριόνταν ολοένα και ξυνόντουσαν.
Έκαμνε μια σύντομη διακοπή το μεσημέρι και ξαναγύριζε με τους τριμμένους λόγους στην τσέπη. Η λωλή δασκάλα τον καρτερούσε ταμπουρωμένη στο σπίτι με όπλα και χειροβομβίδες. Είχε την ιδέα πως ο άντρας της ήταν σπουδαίος στόχος για τους αναρχικούς. Και ευτυχώς που δεν έγινε κανένα αστείο ή παρεξήγηση, γιατί η δασκάλα θα είχε πάει από τότε, παίρνοντας ποιος ξέρει πόσους αθώους στο λαιμό της με τις χειροβομβίδες της.
Ο θείος Βαγγέλης κόντευε ν’ αποχτήσει πια ψυχολογία νεκροθάφτη. «Αυτά έχει η ζωή», δήλωνε με χαμόγελο. Εντούτοις είχε μια πολύ πικρή γκριμάτσα, όταν τύχαινε -και τύχαινε συχνά- να μιλήσει πάνω από κανένα ωραίο ψηλό παλικάρι με αστραφτερά μαλλιά και μουστάκια. «Και είχε τόσο πλούσια μαλλιά», μονολογούσε.
Το βράδυ εκείνης της Πρωτοχρονιάς ήρθαν ξαφνικά στο σπίτι μας, μαζί μ’ ένα χωροφύλακα, παλιό μαθητή της δασκάλας. Ήρθαν, ευτυχώς, από νωρίς, προτού στρωθούμε για τα συνηθισμένα μας. Εμείς δεν ήμασταν μαθημένοι με ξένο κόσμο, ιδιαίτερα με χωροφύλακες, γι’ αυτό τα χάσαμε κάπως. Τότε πρωτοκαταλάβαμε πως δεν είχαμε ούτε τράπουλα, ούτε κιθάρες, ούτε ωραίες φωνές, ούτε καμιά άλλη τέρψη ή ομορφιά, που κάνει να κυλούν ευχάριστα αυτές οι ώρες. Περνούσαμε πάντοτε τις πρωτοχρονιές περιμένοντας να μπει ο καινούργιος χρόνος και μασουλώντας ξερούς καρπούς. Ήταν η μοναδική φορά της χρονιάς που βρισκόμασταν τόσο πολλές ώρες, και μάλιστα βραδινές, όλοι μαζί. Ιδιαίτερα ο πατέρας μου με τη γιαγιά μου, την πεθερά του, ποτέ άλλοτε δεν μπορούσαν να καθίσουν μαζί το βράδυ. Φυσικά, με το λέγε λέγε έβγαιναν στη μέση όλα τα πικρά, όλα τα οικογενειακά, ακόμα και τα οικονομικά. Ποια οικονομικά; Τέλος πάντων... Τ’ άνοιγε συνήθως η απτόητη πεθερά, που δεν έλεγε ποτέ και καθόλου να βάλει νερό στο κρασί της. Ώσπου να μπει ο καινούργιος χρόνος γίνονταν, κατά μέσο όρο, τουλάχιστο πέντε σιγανοί καβγάδες, καμιά φορά όμως και δυνατοί.
«Ντινινί σιχτίμινι», έλεγε έξαλλος ο πατέρας μου. «Γυναίκα είσαι ή σκιάχτρο; Βρέθηκε άντρας να σ’ αγαπήσει εσένα; Το Χριστό σου, την Παναγία σου...»
«Μη το Χριστό, μη την Παναγία», φώναζε κορωμένη η γριά. «Εμένα βρίσε, εμένα».
«Τι να σε βρίσω εσένα; Εσένα και την τύχη μου έχω βαρεθεί να σας βρίζω».
Και δώστου, για να μην παραφερθεί, να στραβώνει και να διπλώνει στα δυο τα πιρούνια και τα κουτάλια απ’ το στρωμένο εορταστικό τραπέζι. Με αποτέλεσμα να μην έχουμε κουταλοπίρουνα για να φάμε σε λίγο. Ακόμα θυμάμαι εκείνα τα κακοσιαγμένα πιρούνια και κουτάλια, που ενώ προσπαθούσα να τα φέρω στο στόμα μου, αυτά πήγαιναν στη μύτη μου ή στο αυτί μου.
Όμως όταν ερχόταν η ώρα κι ακούγαμε έξω τα κορναρίσματα, τα τραίνα και τα βαπόρια, φιλιόμασταν όλοι θερμά και κόβοντας την πίτα λέγαμε ευχές και ευχές. Η ακατάβλητη γριά δεν παρέλειπε να ευχηθεί στο γαμπρούλη της «καλά μυαλά» ή «καλή φώτιση», οπότε γινόταν ένας νέος καβγάς, ο πρώτος πρώτος του καινούργιου χρόνου. Γι’ αυτό ήμασταν έτσι μουδιασμένοι και ανέτοιμοι εκείνο το βράδυ, που μας ήρθαν ξαφνικά ο θείος Βαγγέλης. Εμείς αλλιώς λογαριάζαμε να περάσουμε - κατά τα ειωθότα.
Μια και δεν υπήρχε τράπουλα ούτε διάθεση για αστεία ανέκδοτα, λέγαμε διάφορα πράγματα για την κατάσταση, που ολοφάνερα, ύστερα από τόσους σκοτωμούς, είχε πάρει να καλυτερεύει. Φυσικό ήταν να μιλήσουμε και για τις απώλειες και για τις θυσίες και για τους νεκρούς. Ο θείος Βαγγέλης βρέθηκε πια στο στοιχείο του. Η λωλή δασκάλα έβγαλε απ’ την τσάντα της μια χειροβομβίδα. Αφαίρεσε την περόνη κρατώντας σφιχτά τον επικρουστήρα. Κατατρομάξαμε. «Μη φοβάστε», μας έλεγε, «μη φοβάστε. Σας δείχνω πώς θα την πετάξω». Ο χωροφύλακας μας έδειξε ξαναμμένος το πιστόλι του. Το άδειασε και το ξαναγέμισε με μαεστρία. Αυτό δεν το φοβηθήκαμε και τόσο.
Όταν αυτά τα νούμερα τέλειωσαν, ο θείος Βαγγέλης σηκώθηκε σιωπηλός, πήγε στην κρεμάστρα και πήρε από το παλτό του κάτι χαρτιά. Ήταν οι περίφημοι επικήδειοι. «Εφόσον δεν έρχεστε να μ’ ακούσετε επί το έργον», μας είπε, «να σας τους διαβάσω εδώ, μια και τυχαίνει να τους έχω μαζί μου». Και λέγοντας αυτά κοίταζε, κυρίως, εμένα, που ήμουν ο πιο μορφωμένος, μετά, βέβαια, απ’ αυτόν και τη γυναίκα του. Η δασκάλα χειροκρότησε ζωηρά κι ο χωροφύλακας καλοστρώθηκε στο μιντέρι. Εμείς δεν είπαμε τίποτε· τι να πούμε; επισκέπτες ήταν. Κοιταχτήκαμε μόνον πανικόβλητοι. Νοσταλγούσαμε έντονα τα καβγαδάκια μας.
Πρώτα ακούσαμε το λόγο για τους σκοτωμένους φαντάρους. Ήταν απλός και σχετικά σύντομος. Δε μας συγκίνησε και πολύ μ’ όλη εκείνη την άγρια καθαρεύουσα. Μόνο η μάνα μου, καθώς περνούσε τα καθαρισμένα μήλα με τις οδοντογλυφίδες απάνω, είπε μια φορά: «Τα καημένα τα παλικαράκια». Άρχισε ύστερα ο λόγος για τους έφεδρους υπαξιωματικούς. Αυτός ήταν πολύ μεγαλύτερος και πολύ πιο καθαρευουσιάνικος. Είχε και άφθονα αρχαία ρητά. Ο θείος Βαγγέλης μάλιστα διέκοψε για μια στιγμή την ανάγνωση για να μας εξηγήσει πως με το λόγο αυτό είχε κουραστεί ιδιαίτερα, γιατί οι έφεδροι υπαξιωματικοί ήταν συνήθως μορφωμένοι άνθρωποι, του γυμνασίου και βάλε. Μα απάνω που μας διάβαζε όρθιος και με στόμφο:

Γαίαν έχεις ελαφράν,
ανδρών γαρ επιφανών πάσα γη τάφος

άρχισαν τα σφυρίγματα κι οι πυροβολισμοί, άλλαζε ο χρόνος. Σηκωθήκαμε να φιληθούμε και να πούμε τις ευχές μας, όμως το ξένο ασκέρι είχε άλλες συνήθειες. Ο χωροφύλακας κι ο λοχαγός έπιασαν από ένα παράθυρο κι άρχισαν να πυροβολούν στον αέρα. Πρώτη φορά γινόταν τέτοιο πράγμα στο σπίτι μας. Μάλλον πρώτη φορά έμπαιναν στο σπίτι μας όπλα.
Η δασκάλα τραγουδούσε ξεφρενιασμένα:

Πάει ο παλιός ο χρόνος,
ας γιορτάσουμε, παιδιά...

Κι επειδή εμείς στεκόμασταν παγωμένοι, ούτε καν τι φωνές είχαμε δεν ξέραμε, μας φώναζε χειρονομώντας με ζωηρότητα: «Καλέ τραγουδήστε, καλέ τραγουδήστε!» Μα, το μόνο που κατορθώσαμε να πούμε μ’ ένα στόμα ήταν: «Προσέξτε, θα σκοτώσετε το νοικοκύρη». Καθόταν από πάνω μας ο δυστυχής.
Μετά κόψαμε την πίτα κι αναλάβαμε πια λίγη πρωτοβουλία, ώστε να μην ακούσουμε και το λόγο για τους μόνιμους υπαξιωματικούς.
Την άλλη μέρα ο σπιτονοικοκύρης μας μάς χαιρέτησε πολύ ψυχρά, καθώς και όλοι οι συγκάτοικοι. Είχαν ακούσει τους πυροβολισμούς και ήταν κατάπληκτοι οι άνθρωποι από την απότομη αποκάλυψη.
Αυτή ήταν και η τελευταία χρονιά του Εμφύλιου. Πράγματι, ο καινούργιος χρόνος βγήκε καλύτερος απ’ τον προηγούμενο. Μετά από μια έξαρση σκοτωμού, τα πράγματα πήραν να γαληνεύουν. Αλίμονο σε κείνους που πήγαν. Ο θείος Βαγγέλης δεν είχε πια πολλή δουλειά. Είχε όμως ένα μεγάλο και δικό του βάσανο. Η δασκάλα ήταν άρρωστη από μια μυστηριώδη αρρώστια. Ξενυχτούσε κοντά της, είχε ρέψει στα πόδια του. Αυτή, μελαχρινή καθώς ήταν, ολοένα μαύριζε και ζάρωνε σα σταφίδα. Την πήγε στο τέλος στο νοσοκομείο, όπου, μετά από διάφορες εξετάσεις, σκάσανε οι γιατροί το μυστικό: οξεία λευχαιμία. Κουβαληθήκαμε στο νοσοκομείο αμέσως. Η δασκάλα μάς φιλούσε στο στόμα με πάθος. Ακόμα φοβάμαι μήπως η αρρώστια αυτή είναι μεταδοτική και δεν το ξέρουμε.
Την θάψαμε γύρω στα Χριστούγεννα, στο νεκροταφείο μας και όχι στο χωριό της, όπως αυτή ήθελε. Δεν υπήρχαν λεφτά για κάτι τέτοιο. Έβρεχε δυνατά, τα σύννεφα είχαν κατεβεί μέχρι τα κυπαρίσσια. Δεν ήμασταν ούτε δέκα άνθρωποι, όμως την αγαπούσαμε όλοι πολύ. Κλαίγαμε γοερά, είχαν βραχεί και τα μαλλιά μας και στάζανε στα μούτρα. Ο Βαγγέλης, με τα πολιτικά του πια, μόλις και σερνότανε. Αυτός που είχε θάψει και θάψει ξένους, ένιωθε τώρα στο πετσί του το θάνατο. Λέξη δεν ήταν σε θέση να προφέρει.
Σε λίγες μέρες ήρθαν πάλι οι γιορτές και ξεχαστήκαμε κάπως. Την ώρα μάλιστα που άλλαζε ο χρόνος, τραγουδήσαμε δειλά: «Πάει ο παλιός ο χρόνος...» Και η αδερφή μου βρήκε τη δύναμη να σιγοφωνάξει: «Καλέ τραγουδήστε, καλέ τραγουδήστε!»
Η καημένη η δασκάλα, τα καημένα τα παλικάρια, οι καημένοι οι δικοί μου...

Γιώργος Ιωάννου
Γιώργος Ιωάννου (1927 - 1985)

έλληνας λογοτέχνης, που ξεχώρισε ως διηγηματογράφος. («Το δικό μας αίμα», «Πολλαπλά Κατάγματα»)

Βιογραφία

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ