Δεν έχει πάλι ύπνο κι ακούει τα ρεμπέτικα
και τα σκυλιά που αγαπούν τους μεθυσμένους.
Έκλεισε κι ο μπακάλης που πουλάει κρασί.
Στα σπίτια περιμένουν οι γυναίκες.
Το τραίνο πέρασε σφυρίζοντας· ο τελευταίος σεισμός.
Τ' όνειρο που θα ρθει κι απόψε, το φαντάζεται.
Λιθογραφίες της Γενοβέφας, μυρωδιές, κρασί
στο δρόμο της καρδιάς που τρίζει μες στην κούραση.
Ξανθά παιδιά που πήρεν ο ύπνος με τα ρούχα τους
καθώς περίμεναν τα βήματα του γυρισμού του.
Και δυο μεγάλα μάτια, μάτια υπομονής, μες στο σκοτάδι.