Στου καφενείου τα τζάμια
που έγλυφε η βροχή
σ’ αναπολούσε η ψυχή μου
περιμένοντας:
Στο μέτωπο ξανθά μαλλιά άσπρη
μουσαμαδιά μες στη βροχή
έτσι σαν ανοιξιάτικο γαρίφαλο.
Έλα,
και τα τσιγάρα ένα ένα τέλειωσαν,
κι η ώρα πέρασε πολύ μαζί με τη βροχή.
Του κόσμου τούτου η ερημιά,
που εσένα δε σ' αγγίζει,
έρχεται.
Κι απόψε δε θα κοιμηθώ,
κι όπως θα μυρμηγκιάζουνε
τ’ άπειρα δευτερόλεφτα
πότε η βροχή θα με κυκλώνει
και πότε απ’ την καρδιά
το είδωλό σου θα ξανάρχεται.
Στο μέτωπο ξανθά μαλλιά
άσπρη μουσαμαδιά μες στη βροχή
λευκό ανοιξιάτικο γαρίφαλο.