Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής: Ο Σουλτάνος που έθεσε τέλος στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία

Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής  (1432 – 1481)
Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής (1432 – 1481)

Ο Μωάμεθ Β’, ο επονομαζόμενος Πορθητής (Μεχμέτ Φατίχ στα Τουρκικά), υπήρξε ένας από τους διαπρεπέστερους Σουλτάνους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στις 29 Μαΐου 1453 κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη κι έθεσε τέλος στην υπερχιλιετή ύπαρξη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Αναγνωρίζεται ως μέγας στρατιωτικός ηγέτης γιατί μετά την Άλωση της Πόλης, η οποία ήταν ο διακαής του πόθος, ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Μικράς Ασίας, επεκτάθηκε στον ελλαδικό χώρο και τα Βαλκάνια. Τα εδάφη αυτά αποτέλεσαν την καρδιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για τους επόμενους τέσσερις αιώνες.

Ο Μωάμεθ γεννήθηκε στις 30 Μαρτίου 1432 στην Αδριανούπολη (Εντίρνε) της Ανατολικής Θράκης, που την εποχή εκείνη ήταν τμήμα του Οθωμανικού Σουλτανάτου. Ήταν ο τέταρτος γιος του σουλτάνου Μουράτ Β’ (1404-1451) και εγγονός του Σουλτάνου Μωάμεθ Α’ (1386-1421). Μητέρα του ήταν η Χιουμά Χατούν, τέταρτη σύζυγος του Μουράτ, σκλάβα αγνώστου καταγωγής.

Η ανάρρηση στο θρόνο

Ο Μωάμεθ ανέβηκε στο θρόνο το 1444, σε ηλικία 12 ετών, μετά την παραίτησή του πατέρα του, σε μια περίοδο που τα χριστιανικά κράτη της Ευρώπης, κυρίως η Ουγγαρία, η Βλαχία και η Βενετία, απειλούσαν τις τουρκικές κατακτήσεις στη Βαλκανική.

Η ανάρρηση του Μωάμεθ Β' στην Αδριανούπολη, 1451Η άνοδος του νεαρού και ανίσχυρου Μωάμεθ στον θρόνο θεωρήθηκε κατάλληλη ευκαιρία για την εκδίωξη των Τούρκων από τη Βαλκανική Χερσόνησο και ο βασιλιάς της Ουγγαρίας και της Πολωνίας Λαδίσλαος Γ', ο ούγγρος στρατηγός Ιωάννης Ουνιάδης και ο ηγεμόνας της Βλαχίας Σλαντ, με τη βοήθεια του βενετικού στόλου, οργάνωσαν σταυροφορία που θα κατευθυνόταν προς την Κωνσταντινούπολη.

Οι σύμβουλοι του Μωάμεθ και κυρίως ο μέγας βεζίρης Τσανταρλί Χαλίλ ζήτησαν από τον Μουράτ να δραστηριοποιηθεί εκ νέου και υπό την ηγεσία του τα τουρκικά στρατεύματα κατατρόπωσαν τις χριστιανικές δυνάμεις στη Βάρνα στις 10 Νοεμβρίου 1444.

Μετά τη νίκη του, ο Μουράτ αποσύρθηκε πάλι από τα δημόσια πράγματα και ο Μωάμεθ ανέλαβε εκ νέου την ηγεσία του κράτους έως το 1446, όταν στάση των γενιτσάρων και άλλα εσωτερικά προβλήματα υποχρέωσαν τον Μουράτ να επανέλθει και να παραμείνει στον θρόνο έως τον θάνατό του το 1451. Στις 18 Φεβρουαρίου 1451 ο Μωάμεθ ανήλθε για δεύτερη φορά στο θρόνο, στον οποίο παρέμεινε επί τριάντα χρόνια έως τον θάνατό του το 1481.

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης

Άμεσος στόχος του Μωάμεθ ήταν η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, που τη θεωρούσε απαραίτητη για να εδραιωθούν οι τουρκικές κατακτήσεις. Έσπευσε να συνάψει συνθήκη ειρήνης με την Ουγγαρία και τη Βενετία, με ευνοϊκούς για τις χριστιανικές αυτές δυνάμεις όρους, και από τον Απρίλιο του 1452 έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιό του για την άλωση της Πόλης, παρά την αντίθεση του μεγάλου βεζίρη Τσανταρλή Χαλίλ, που πίστευε ότι η πολιορκία της πρωτεύουσας του Βυζαντίου θα προκαλούσε την αντίδραση των ευρωπαϊκών κρατών.

Η είσοδος του Μωάμεθ Β’ στην Κωνσταντινούπολη (Ζαν-Ζοζέφ Μπενζαμέν Κονστάντ, 19ος αιώνας)Η τελική επιχείρηση εναντίον της Κωνσταντινούπολης άρχισε στις 6 Απριλίου 1453 και, παρά την ηρωική αντίσταση των υπερασπιστών της με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, η «Πόλη εάλω» στις 29 Μαΐου. Την επόμενη μέρα ο Τσανταρλή Χαλίλ απομακρύνθηκε από το αξίωμά του και εκτελέστηκε. Αντικαταστάθηκε από τον Ζαγανός Μεχμέτ πασά, που είχε υποστηρίξει την άποψη του Μωάμεθ.

Λίγες ώρες μετά την Άλωση, ο Μωάμεθ μπήκε στη λεηλατημένη πόλη και κατευθύνθηκε στην Αγία Σοφία, που από την ώρα εκείνη «οίκος του Μωάμεθ απεκλήθη και γέγονε», κατά τη φράση του ιστορικού της Άλωσης Δούκα. Ο Πορθητής, όπως ονομάστηκε από τότε, θέλησε να επαναφέρει στην Κωνσταντινούπολη τον προηγούμενο ρυθμό ζωής και να την εποικίσει με κατοίκους από άλλες περιοχές, ενώ συγχρόνως κάλεσε όσους είχαν φύγει να επανέλθουν, παρέχοντάς τους εγγυήσεις για την ασφάλειά τους.

Στη συνέχεια ίδρυσε τζαμιά, αγορές και άλλα κτήρια και επιδίωξε να ρυθμίσει τις σχέσεις του με το Πατριαρχείο και γενικά με το χριστιανικό ποίμνιο, που αποτελούσε το μεγαλύτερο τμήμα των υπηκόων του. Στις 6 Ιανουαρίου 1454, με διαταγή του, συνήλθε σύνοδος επισκόπων που εξέλεξε πατριάρχη τον Γεννάδιο Σχολάριο.

Το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας

Αμέσως μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, ο Μωάμεθ αποδύθηκε σε νέους αγώνες για να εξαλείψει τα τελευταία υπολείμματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το 1458 ο στρατηγός του Ομάρ κατέλαβε την Αθήνα και τον επόμενο χρόνο ο Μωάμεθ επισκέφθηκε την άλλοτε κραταιά μητρόπολη των γραμμάτων. Παρέμεινε επί τέσσερις ημέρες περιεργαζόμενος τις αρχαιότητες.

Το 1460, ύστερα από πολύμηνο αγώνα, κατέλυσε το Δεσποτάτο του Μορέως, εκτός από τα φρούρια της Κορώνης, της Μεθώνης, της Πύλου, του Ναυπλίου και της Μονεμβασίας, το 1461, την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντος και ακολούθησε η κατάληψη της Λέσβου (1462), της Εύβοιας (1470) και της Σάμου (1475), παρά την προσπάθεια της Βενετίας να διατηρήσει τις κτήσεις της στο Αιγαίο.

Οι εκστρατείες του στα Βαλκάνια

Επιδιώκοντας την επέκταση της επικράτειάς του προς τη βόρεια Βαλκανική, ο Μωάμεθ πραγματοποίησε εκστρατείες εναντίον της Ουγγαρίας και της Σερβίας, την οποία υπέταξε το 1459 και, θεωρώντας τον εαυτό του διάδοχο των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, προσέθεσε στους τίτλους του και τον τίτλο του «Ρωμαίου Καίσαρος», αποφασισμένος ν’ ανασυστήσει την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και να την επεκτείνει στα ευρύτερα ιστορικά σύνορά της.

Οθωμανική μινιατούρα της πολιορκίας του Βελιγραδίου, 1456Αντιμετώπισε με επιτυχία απειλητικές για το κράτος του ενέργειες τοπικών μουσουλμάνων ηγεμόνων της Μικράς Ασίας και η νίκη του εναντίον του Τουρκομάνου Ουζούν Χασάν στη μάχη του Μπασκέντ στο Ερτσιντζάν (11 Αυγούστου 1473), θεωρήθηκε αποφασιστική όσο και η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και επισφράγισε την κυριαρχία του και στη Μικρά Ασία.

Το 1476 οι δυνάμεις του Μωάμεθ εισέβαλαν στην Ουγγαρία, το 1480 ολοκλήρωσαν την κατάκτηση της Αλβανίας, ενώ το 1475 το Χανάτο της Κριμαίας, ιδρυμένο από τους Τατάρους, έγινε φόρου υποτελές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το 1480 στράφηκε δυτικά σκοπεύοντας να κατακτήσει την Ιταλία και να ιδρύσει μια παγκόσμια αυτοκρατορία. Πολιόρκησε το Οτράντο (την Υδρούντα των Ελλήνων) και την κατέλαβε στις 11 Αυγούστου. Τα στρατεύματά του υπό τον τουρκαλβανό Τζεντίκ Αχμέτ Πασά προέβησαν σε ωμότητες, σφαγιάζοντας τους 12.000 από τους 22.000 κατοίκους της πόλης.

Την άνοιξη του 1481 ο Μωάμεθ ξεκίνησε μια νέα εκστρατεία στη Μικρά Ασία, αλλά στις 3 Μαΐου πέθανε ξαφνικά στο Σκουτάρι, 25 χιλιόμετρα από την Κωνσταντινούπολη, σε ηλικία 49 ετών. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Βαγιαζήτ Β’.

Η προσωπικότητα του Μωάμεθ

Οι γνώμες των διαφόρων ιστορικών για τον χαρακτήρα του Μωάμεθ διίστανται. Άλλοι τον παρουσιάζουν ως βάρβαρο, σκληρό, αιμοχαρή και άνθρωπο με εντελώς ταπεινά ένστικτα, με ζωηρή όμως, αγάπη προς τα γράμματα και τις επιστήμες και επιπλέον προικισμένο με στρατιωτικές και πολιτικές αρετές.

Πορτρέτο του Μωάμεθ Β', του Νακάς Σινάν Μπέη (λεύκωμα του Τοπ Καπί)Ο Βυζαντινός χρονογράφος Φραντζής, ο οποίος τον είχε γνωρίσει προσωπικά, λέγει ότι επιδιδόταν με πάθος στη μελέτη των επιστημών και ιδιαίτερα της αστρολογίας και ότι του άρεσε να διαβάζει τα κατορθώματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Ιουλίου Καίσαρα και των Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Ο ίδιος αναφέρει ότι, εκτός της τουρκικής, γνώριζε και πέντε άλλες γλώσσας, μεταξύ των οποίων και την ελληνική. Οι Ιστορικοί της Ανατολής εξάρουν τα αισθήματα δικαιοσύνης και ευσπλαχνίας και τονίζουν την προστασία που παρείχε στα γράμματα και τις τέχνες.

Ο Μωάμεθ ήταν μετρίου αναστήματος με γαμψή μύτη και οξύ και διαπεραστικό βλέμμα. Μία και μόνη σκέψη τον απασχολούσε από την αρχή της εξουσίας του. Πώς θα κυρίευε τη μεγαλύτερη και ισχυρότερη πόλη της εποχής του, την Κωνσταντινούπολη.

Την ψυχική του κατάσταση περιγράφει παραστατικά ο χρονογράφος Δούκας:

«Έχων ουν ο ηγεμών και εν νυκτί και ημέρα την πάσαν φροντίδα και μέριμναν, κοιτώμενος και ανιστάμενος, και εντός της αυλής αυτού και εκτός ποίω πολέμω και ποία μηχανή καθέξει την Κωνσταντινούπολιν, πσλλάκις εσπέρας γενομένης συν δυσί και μόνοις ιππεύων, εν άλλοις πεζός άπασαν την Αδριανού εν σχήματι στρατιώτου μετερχόμενος ακούων το λεγόμενον περί αυτού».

Ο Μωάμεθ είχε τουλάχιστον οκτώ συζύγους, τρεις από τις οποίες ήταν χριστιανές (Ελένη Παλαιολογίνα, Άννα Καντακουζηνή, Μαρία Γκατιλούζιο) και απέκτησε τουλάχιστον οκτώ παιδιά (τέσσερις γιους και ισάριθμες κόρες).

ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ