Διακεκριμένος άγγλος διαιτητής ποδοσφαίρου, που εισηγήθηκε σημαντικές καινοτομίες στο τρόπο διεύθυνσης ενός αγώνα, με αποκορύφωμα την κίτρινη και την κόκκινη κάρτα.
Ο Κεν Άστον (Ken Aston) γεννήθηκε στο Κόλτσεστερ την 1η Σεπτεμβρίου 1915 και από μικρός ασχολήθηκε με το ποδόσφαιρο. Σπούδασε οικονομικά και διορίστηκε δάσκαλος σε Δημοτικό Σχολείο της γενέτειράς του. Υπηρέτησε τη Στοιχειώδη Εκπαίδευση για 44 χρόνια, φθάνοντας στο βαθμό του διευθυντή. Το 1936 ξεκίνησε τη διαιτητική του καριέρα από τα τοπικά πρωταθλήματα. Την ολοκλήρωσε το 1963, εκπληρώνοντας το όνειρο κάθε άγγλου διαιτητή. Διηύθυνε τον τελικό του Κυπέλλου Αγγλίας μεταξύ Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ - Λέστερ 3-1 και στο τέλος ανέβηκε τα περίφημα 39 σκαλιά για να παραλάβει το μετάλλιό του από τη Βασίλισσα Ελισάβετ.
Η σημαντικότερη στιγμή της διεθνούς διαιτητικής του καριέρας ήλθε στις 2 Ιουνίου 1962, όταν διηύθυνε τον αγώνα Χιλής - Ιταλίας για την τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Χιλής. Ο αγώνας ήταν σκληρός και χρειάστηκε τη συνδρομή των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας για να τον φέρει σε πέρας. Δικαίως έμεινε στην ιστορία ως η «Μάχη του Σαντιάγο».
Η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι ώρες πριν από τη διεξαγωγή του, εξαιτίας των προσβλητικών σχολίων κάποιων ιταλών δημοσιογράφων, που αμφισβήτησαν την ηθική των γυναικών της Χιλής. Ο Άστον απέβαλε δύο ποδοσφαιριστές της «Σκουάντρα Ατζούρα», αλλά έκλεισε τα μάτια σε κάποιες δυναμικές ενέργειες των χιλιανών ποδοσφαιριστών, που σήκωναν αποβολή. Ο ίδιος αργότερα επικαλέσθηκε την απειρία των εποπτών του για την εύνοιά του υπέρ των διοργανωτών, που επιβλήθηκαν με 2-0.
Ο Κεν Άστον κατά τη διάρκεια της γηπεδικής του ζωής ανέπτυξε ορισμένες δημιουργικές ιδέες για τη διαιτησία. Εισηγήθηκε τη δεκαετία του '40 και έγινε αποδεκτή από την Αγγλική Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου η μαύρη στολή με την άσπρη μπορντούρα για τους διαιτητές και η υιοθέτηση του κίτρινου και κόκκινου χρώματος στα σημαιάκια των εποπτών για να διακρίνονται καλύτερα. Μέχρι τότε, οι διαιτητές φορούσαν σακάκι και το σημαιάκι του επόπτη είχε το χρώμα της γηπεδούχου ομάδας.
Μετά το κρέμασμα της σφυρίχτρας του το 1963 αξιοποιήθηκε στη FIFA ως μέλος της επιτροπής διαιτησίας. Η μεγαλύτερη συνεισφορά του Κεν Άστον ήταν η εισήγησή του για την καθιέρωση της κίτρινης και της κόκκινης κάρτας στον πειθαρχικό έλεγχο των ποδοσφαιριστών. Έγινε δεκτή από την FIFA και εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στο Παγκόσμιο Κύπελλο του Μεξικού το 1970.
Η αφορμή δόθηκε από το ντέρμπι Αγγλίας - Αργεντινής για την τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1966. Ο γερμανός διαιτητής Ρούντολφ Κράτλιν δεν μπορούσε να συνεννοηθεί με κανέναν από τους 22 ποδοσφαιριστές, καθώς μιλούσε μόνο τη μητρική του γλώσσα κι έτσι κανένας δεν κατάλαβε ότι οι αδερφοί Τσάρλτον είχαν παρατηρηθεί, ενώ ο Αργεντινός Αντόνιο Ρατίν που αποβλήθηκε δεν δεχόταν να φύγει από τον αγωνιστικό χώρο. Τότε ο Κεν Άστον, που εκτελούσε χρέη παρατηρητή, κατάλαβε ότι κάτι έπρεπε να αλλάξει στο ποδόσφαιρο.
Επιστρέφοντας με το αυτοκίνητό του στο σπίτι του σταμάτησε σε ένα φανάρι. Σαν αστραπή του πέρασε από το μυαλό η ιδέα ότι το πορτοκαλί και το κόκκινο φως κυκλοφορίας θα μπορούσαν να τύχουν εφαρμογής στο ποδόσφαιρο και να ξεπεραστούν τα προβλήματα της γλώσσας. Η κίτρινη κάρτα θα σήμανε προειδοποίηση και η κόκκινη αποβολή. Έτσι θα γινόταν απολύτως ξεκάθαρη η απόφαση του διαιτητή και δεν θα χρειάζονταν κάθε φορά να επικαλούνται τις μαντικές τους ικανότητες, παίκτες και θεατές. Άλλες καινοτομίες που εισηγήθηκε ο Άστον ήταν η χρησιμοποίηση αναπληρωματικού διαιτητή, που οδήγησε αργότερα στην υιοθέτηση του τέταρτου διαιτητή, η πινακίδα των αλλαγών και η ειδική αναφορά στους κανονισμούς παιδιάς της πίεσης που πρέπει να έχει η σφαίρα (μπάλα).
Ο Κεν Άστον πέρασε πολλά χρόνια στις ΗΠΑ, μαθαίνοντας στα αμερικανόπουλα τα μυστικά του ποδοσφαίρου. Το 1997 αναγορεύτηκε σε «σερ» από τη Βασίλισσα Ελισάβετ. Πέθανε στις 23 Οκτωβρίου του 2001.
Η φιλοσοφία του για το ποδόσφαιρο και τη διαιτησία συνοψίζεται στη ρήση του: «Το ποδόσφαιρο ήταν και είναι η ζωή μου και το θεωρώ πολύ απλό. Είναι σαν ένα θεατρικό έργο με 22 πρωταγωνιστές. Ο διαιτητής είναι κάτι σαν τον σκηνοθέτη. Με τη μοναδική διαφορά ότι δεν ξέρει το σενάριο, δεν γνωρίζει ποτέ το τέλος και το όλο έργο έχει μόνο έναν στόχο: να διασκεδάζει τον θεατή».