Ο Χοσρέφ Πασάς έδρασε το πρώτο μισό του 19ου αιώνα και ανέλαβε υψηλά αξιώματα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως του μεγάλου βεζύρη και του καπουδάν πασά (αρχιναύαρχου) του στόλου. Ως καπουδάν πασάς αναμίχθηκε στις ναυτικές επιχειρήσεις της Ελληνικής Επανάστασης (1822-1824). Διακρινόταν για την ευφυία, τη διπλωματικότητα και την ανεξιθρησκεία του.
Ο Χοσρέφ Πασάς (Κοτζά Χιουσρέφ Μεχμέτ Πασά) γεννήθηκε το 1769 στην Κιρκασία (περιοχή που ανήκει σήμερα στη Ρωσία και τη Γεωργία). Ήταν απελεύθερος δούλος και χάρη στα προσόντα του κατόρθωσε ν’ ανέλθει στα υψηλότερα αξιώματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το παρατσούκλι που τον ακολουθούσε ήταν «Τοπάλ» (χωλός) επειδή κούτσαινε.
Μετά την ήττα του στρατού του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο το 1801, διορίστηκε πασάς της Αιγύπτου και ανέλαβε να καταπνίξει την εξέγερση των Μαμελούκων (μη Άραβες δούλοι που είχαν αποκτήσει μεγάλη στρατιωτική δύναμη), από τους οποίους τελικά αιχμαλωτίστηκε. Απελευθερώθηκε αργότερα και αντικαταστάθηκε στη διοίκηση του πασαλικίου από τον Μωχάμετ Άλι, τον πατέρα του γνωστού μας Ιμπραήμ.
Στο αξίωμα του καπουδάν πασά, ο Χοσρέφ διορίστηκε το καλοκαίρι του 1822 από τον σουλτάνο Μαχμούτ Β’. Διαδέχτηκε τον Καρά Αλή, ο οποίος είχε σκοτωθεί κατά τη διάρκεια της πυρπόλησης της ναυαρχίδας του από τον Κωνσταντίνο Κανάρη στη Χίο τον Ιούνιο του 1822. Μία από τις πρώτες του αποστολές ήταν στο Αιγαίο με σκοπό να πείσει τους κατοίκους των τριών ναυτικών νησιών (Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά) να υποταγούν, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Το 1824, όταν σε βοήθεια του σουλτάνου ήλθε στο Αιγαίο ο αιγυπτιακός στόλος, ο Χοσρέφ πασάς, μετά την καταστροφή της Κάσου (27 Μαΐου 1824), στράφηκε εναντίον των Ψαρών με εβδομήντα πλοία και στις 21 Ιουνίου κατέλαβε το νησί, παρά την ηρωική αντίσταση των κατοίκων του και το ισοπέδωσε.
Μετά την καταστροφή του νησιού, ο Χοσρέφ αποσύρθηκε στη Λέσβο, και στο τέλος Ιουλίου οι ναυτικές του δυνάμεις ενώθηκαν με τον αιγυπτιακό στόλο στη θαλάσσια περιοχή της Σάμου, όπου βρισκόταν ελληνική ναυτική μοίρα. Στις ναυμαχίες της Μυκάλης (6 Αυγούστου 1824) και του Γέροντα (29 Αυγούστου 1824) η νίκη των Ελλήνων υποχρέωσε τους ενωμένους στόλους να εγκαταλείψουν με σοβαρές απώλειες τον αγώνα.
Ο Χοσρέφ πασάς επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη και το 1839 ανέλαβε το αξίωμα του μεγάλου βεζίρη και βοήθησε τον σουλτάνο Μαχμούτ Β’ να επιβάλει τις μεταρρυθμίσεις του. Το 1853 συμβούλευσε τον σουλτάνο Αμπντουλμετζίτ Α’ να έλθει σε συμβιβασμό με τη Ρωσία για το ζήτημα των Αγίων Τόπων. Δεν εισακούσθηκε, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει ο Κριμαϊκός Πόλεμος.
Ο Χοσρέφ Πασάς πέθανε στις 3 Μαρτίου 1855 στην Κωνσταντινούπολη, σε ηλικία 86 ετών.