Το ποδόσφαιρο στη βρετανική εκδοχή του (Association Football ή Soccer) είναι η πιο διαδεδομένη και δημοφιλέστερη αθλοπαιδιά στον κόσμο. Η απλότητα των κανονισμών και η ικανότητα που πρακτικά διαθέτει ο καθένας να παίξει μπάλα, συμβάλλουν στη διάδοση του αθλήματος στο ευρύ κοινό.
Το ποδόσφαιρο παίζεται σε ανοιχτό χώρο από δύο ομάδες, η κάθε μία από τις οποίες απαρτίζεται από 11 παίκτες. Στόχος της κάθε ομάδας είναι να στείλει την ποδόσφαιρα (κοινώς μπάλα) μέσα στην εστία της αντίπαλης ομάδας κλωτσώντας την ή προωθώντας την με οποιοδήποτε μέρος του σώματος εκτός από τα χέρια. Όποια ομάδα σημειώσει τα περισσότερα τέρματα (γκολ) κερδίζει το παιγνίδι.
Η ανώτατη αρχή του αθλήματος είναι η FIFA, η οποία έχει υπό τη δικαιοδοσία της 6 συνομοσπονδίες (μία για κάθε ήπειρο) και 209 εθνικές ομοσπονδίες (η ΕΠΟ στην Ελλάδα και η ΚΟΠ στην Κύπρο). Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της FIFA, οι ποδοσφαιριστές υπολογίζονται σε 250 εκατομμύρια παγκοσμίως, ενώ οι ποδοσφαιρόφιλοι φθάνουν το 1,3 δισεκατομμύριο.
Η προϊστορία του αθλήματος
Από την αρχαιότητα υπήρχαν παιγνίδια, κατά τα οποία δύο ομάδες προσπαθούσαν με κλωτσιές, με σπρωξίματα ή άλλους τρόπους να προωθήσουν μία μπάλα προς την αντίθετη κατεύθυνση και να τη στείλουν στην εστία της αντίπαλης ομάδας. Στην Κίνα από τον 11ο αιώνα π.Χ. έπαιζαν το κουτζού (cuju), ένα παιγνίδι με μπάλα παραγεμισμένη με γυναικεία μαλλιά, την οποία προωθούσαν με τα πόδια. Το παιγνίδι αυτό πέρασε στην Ιαπωνία με την ονομασία κεμάρι (kemari) και στην Κορέα με την ονομασία τσουκ-γκουκ (chuk-guk).
Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν παιγνίδια που έμοιαζαν με το ποδόσφαιρο, με πιο γνωστό τον «Επίσκυρο», ένα συνδυασμό ράγκμπι και ποδοσφαίρου. Το παιγνίδι αυτό διαδόθηκε στη Ρώμη, όπου παιζόταν τον 2ο αιώνα π.Χ. με το όνομα «Harpastum». Ένα ανάγλυφο, που εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, δείχνει έναν έφηβο να κοντρολάρει άψογα μια μπάλα με το πόδι, με τεχνική που θα τη ζήλευε και ο καλύτερος σύγχρονος ποδοσφαιριστής. Η FIFA αναγνωρίζει το παιγνίδι «Επίσκυρος» ως πρόδρομο του σύγχρονου ποδοσφαίρου.
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα παίζονταν διάφορα παιγνίδια, που συνδύαζαν το ράγκμπι και το ποδόσφαιρο, και εξέφραζαν τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε γειτονικές πόλεις ή χωριά ή μεταξύ φατριών της ίδιας πόλης. Τον 14ο αιώνα στη Φλωρεντία παιζόταν το «κάλτσιο» (calcio=κλωτσιά), την περίοδο από τα Θεοφάνια ως την έναρξη της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Συμμετείχαν παιδιά της τοπικής αριστοκρατίας και οι αγώνες γίνονταν στην πλατεία Σάντα Κρότσε.
Την ίδια περίοδο σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης παίζονταν τα «μελέ» (melees), παιγνίδια με μπάλα, που ήταν μια φουσκωμένη ουροδόχος κύστη ζώου, την οποία προωθούσαν με κλωτσιές, σπρωξίματος και με τα χέρια. Περί τα 100 άτομα, προερχόμενα από δύο πόλεις ή γειτονιές, ξεκινούσαν από ένα κεντρικό σημείο και κατευθύνονταν προς την αντίπαλη εστία, που συνήθως ήταν το όριο κάθε πόλης ή γειτονιάς. Ο βασιλιάς της Αγγλίας Ριχάρδος Β' το απαγόρευσε, λόγω των συμπλοκών, στις οποίες συνήθως κατέληγαν. Μεταγενέστεροι μονάρχες το επανέφεραν τον 15ο αιώνα, με κάποιους κανόνες, αλλά χωρίς επιτυχία.
Αργότερα, το είδος αυτού του ποδοσφαίρου περιορίστηκε, κυρίως στην Αγγλία, σ’ ένα γήπεδο που είχε μήκος από 70 έως 90 μέτρα, όσο περίπου και το μήκος ενός σύγχρονου γηπέδου ποδοσφαίρου. Στα άκρα του τοποθετούνταν δύο πάσσαλοι, που απείχαν μεταξύ τους από 60 έως 90 εκατοστά. Η μπάλα κατασκευαζόταν από ουροδόχο κύστη ζώου, την οποία τοποθετούσαν μέσα σε δερμάτινο περίβλημα. Όταν κάποια ομάδα κατόρθωνε να περάσει την μπάλα μέσα από την εστία της αντίπαλης ομάδας, το παιγνίδι τελείωνε.
Μία πιο ήπια μορφή ποδοσφαίρου παιζόταν από τον 17ο αιώνα μεταξύ των ιδιωτικών σχολείων της βρετανικής αριστοκρατίας. Το κάθε σχολείο είχε τους δικούς του κανονισμούς. Μερικοί από αυτούς επέτρεπαν τη μεταφορά της μπάλας με το χέρι και άλλοι όχι. Όταν οι απόφοιτοι των σχολείων αυτών συνέχιζαν τις σπουδές σε κάποιο πανεπιστήμιο δεν μπορούσαν να παίξουν ποδόσφαιρο, παρά μόνο με τους παλιούς συμμαθητές τους, που γνώριζαν του κανονισμούς.
Το σύγχρονο ποδόσφαιρο
Η ανάγκη δημιουργίας ενός κανονισμού για το άθλημα που σήμερα ονομάζουμε ποδόσφαιρο γεννήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, προκειμένου να οριοθετηθεί το παιχνίδι σε σχέση με άλλα παρόμοια, όπως το ράγκμπι, που παίζονταν στα σχολεία της Αγγλίας.
Οι πρώτοι κανόνες τέθηκαν στο περίφημο κολέγιο του Κέιμπριτζ το 1848, σε μία συνεδρίαση στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι από τα κολέγια Ίτον, Χάροου και Ράγκμπι. Εννέα χρόνια αργότερα, το πρώτο ποδοσφαιρικό σωματείο, η Σέφιλντ, προσέθεσε τους δικούς της και διαφοροποίησε κάποιους άλλους.
Όλες αυτές οι προσπάθειες κορυφώθηκαν το 1863. Στις 26 Οκτωβρίου, αντιπρόσωποι ομάδων κι ενός κολεγίου συγκεντρώθηκαν στην «Ταβέρνα των Μασόνων» στο Λονδίνο, όπου συμφώνησαν στην ίδρυση της Ένωσης Ποδοσφαίρου Αγγλίας (Football Association, F.A.) και στη δημιουργία των κανονισμών που διέπουν το άθλημα έως σήμερα. Τότε γεννήθηκε και ο όρος «soccer», όπως ονομάζεται το ποδόσφαιρο στ' αγγλικά. Η λέξη προέρχεται από τη σύντμηση δύο λέξεων: Social Ceremony, που στα ελληνικά σημαίνει «κοινωνική τελετή». H 26η Οκτωβρίου 1863 θεωρείται η επίσημη ημερομηνία γέννησης του σύγχρονου ποδοσφαίρου και η Αγγλία η πατρίδα του.
Το πρόβλημα του επαγγελματισμού τέθηκε πολύ νωρίς στην Αγγλία. Πολλές ομάδες έδιναν ένα είδος αποζημίωσης στους παίκτες τους για τον χρόνο που έχαναν από την κύρια εργασία τους. Η Αγγλική Ομοσπονδία ήταν εξαρχής υπέρ του ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου, αλλά όταν το 1884 δύο ομάδες απείλησαν με αποχώρηση, η ομοσπονδία άλλαξε ρότα και επέτρεψε τον επαγγελματισμό. Το 1888 υπήρχαν στη Μεγάλη Βρετανία 12 πλήρως επαγγελματικές ομάδες και το 1892 είχαν ανέλθει στις 28.
Από το 1880 το ποδόσφαιρο άρχισε να διαδίδεται στον υπόλοιπο κόσμο από τους Βρετανούς. Ας μην ξεχνάμε ότι εκείνη την περίοδο η Βρετανική Αυτοκρατορία βρισκόταν στην ακμή της δόξας της και της επιρροής της στον υπόλοιπο κόσμο. Σχεδόν σε κάθε χώρα υπήρχε και μία βρετανική παροικία, ενώ σε κάθε λιμάνι όλο και κάποιο πολεμικό ή εμπορικό πλοίο προσορμιζόταν. Το 1880 έπαιζαν μπάλα στην κεντρική Ευρώπη, αλλά και στη Βραζιλία. Το 1887 το έμαθαν οι Ρώσοι και το 1895 έγινε ο πρώτος ποδοσφαιρικός αγώνας στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ Βρετανών και Ελλήνων κατοίκων της πόλης.
Στις αρχές του 20ου αιώνα το ποδόσφαιρο είχε διαδοθεί σε ολόκληρο τον κόσμο και ήταν ανάγκη να ιδρυθεί μια ανώτατη αρχή που να το εποπτεύει, αλλά και να είναι υπεύθυνη για τους κανονισμούς που θα το διέπουν. Έτσι, ιδρύθηκε στις 21 Μαΐου του 1904 στο Παρίσι η Διεθνής Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου (Fédération Internationale de Football Association, FIFA), που εκτός των άλλων αρμοδιοτήτων της, διοργανώνει κάθε τέσσερα χρόνια, από το 1930, το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου (Μουντιάλ). Τιμής ένεκεν, για την προσφορά της στο άθλημα, η Μεγάλη Βρετανία είναι η μόνη χώρα που διατηρεί τέσσερις εθνικές ομάδες, αυτές της Αγγλίας, της Σκοτίας, της Ουαλίας και της Βόρειας Ιρλανδίας.
Το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα
Οι πρώτες προσπάθειες για την εισαγωγή και τη διάδοση του ποδοσφαίρου στην Ελλάδα εμφανίζονται γύρω στο 1895. Ο ομογενής Α. Βλαστός μεταφράζει από τα αγγλικά και κυκλοφορεί σε φυλλάδιο τους κανονισμούς του ποδοσφαίρου, με την προοπτική ένταξής του στο πρόγραμμα των Α' Ολυμπιακών Αγώνων του 1896. Τελικά, στην Αθήνα θα γίνουν μόνο αγώνες επίδειξης μεταξύ της Δανίας, της Μικτής Σμύρνης και της Μικτής Θεσσαλονίκης.
Η Θεσσαλονίκη, πάντως, κατέχει τα πρωτεία χρονολογικά στη διάδοση του ποδοσφαίρου στον ευρύτερο ελληνικό χώρο. Στις αρχές της δεκαετίας του 1890 δημιουργήθηκε η ομάδα της «Ουνιόν Σπορτίβ», που την αποτελούσαν Ιταλοί, Άγγλοι, Γάλλοι και Βέλγοι κάτοικοι της Οθωμανοκρατούμενης «νύμφης του Θερμαϊκού». Το πρώτο ελληνικό ποδοσφαιρικό σωματείο ήταν ο Όμιλος Φιλομούσων, ο σημερινός Ηρακλής Θεσσαλονίκης, που για τον λόγο αυτό φέρει την προσωνυμία «γηραιός».
Το 1898 ο Ιωάννης Χρυσάφης συμπλήρωσε την προσπάθεια του Βλαστού και χάρισε στο άθλημα την πρώτη ολοκληρωμένη μετάφραση των κανονισμών του. Τον επόμενο χρόνο και συγκεκριμένα στις 12 Ιανουαρίου 1899 ο τότε σύμβουλος του ΣΕΓΑΣ και κατοπινός Υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου (1917-1920), Μιλτιάδης Νεγρεπόντης, εισηγήθηκε στο διοικητικό συμβούλιο της ομοσπονδίας την προκήρυξη «αγώνος ποδοσφαιρίσεως». Το κείμενο των πρακτικών, που φέρει την υπογραφή του καθηγητή Σπυρίδωνος Λάμπρου, πρώτου προέδρου του ΣΕΓΑΣ και μετέπειτα πρωθυπουργού, έχει επί λέξει ως εξής:
Προτάσει του κ. Νεγρεπόντη αποφασίζεται να προκηρυχθή αγών
Ποδοσφαιρίσεως (foot-ball) και ανατίθεται εις την αυτήν επιτροπήν η
σύνταξις της προκηρύξεως και των όρων της τελέσεως του αγώνος.
Το 1906 έγιναν οι πρώτοι Πανελλήνιοι ποδοσφαιρικοί αγώνες, στους οποίους πρώτευσε ο Εθνικός Αθηνών με νίκη 3-0 επί του Πανελληνίου. Ενδεικτικό γεγονός της πολύ χαμηλής στάθμης του ελληνικού ποδοσφαίρου εκείνης της εποχής είναι η συντριβή του Εθνικού την ίδια χρονιά από την ομάδα μοίρας του αγγλικού στόλου που ναυλοχούσε στον Πειραιά με 18-0. Το 1906 συγκροτήθηκε και η πρώτη εθνική ομάδα, που ως Μικτή Αθηνών έλαβε μέρος στη Μεσολυμπιάδα της Αθήνας. Την αποτελούσαν 10 παίκτες του Εθνικού κι ένας του Πανελληνίου. Στον τελικό αγωνίστηκε με τη Δανία και στο ημίχρονο έχανε με 9-0. Στο δεύτερο ημίχρονο, η ομάδα μας δεν εμφανίστηκε στον αγωνιστικό χώρο και μηδενίστηκε.
Αμέσως μετά την Μεσολυμπιάδα ορισμένοι ποδοσφαιριστές του Εθνικού, με επικεφαλής τον Παναγή Βρυώνη, που είχε μάθει το ποδόσφαιρο στην Ελβετία αγωνιζόμενος στη Σερβέτ Γενεύης, εγκατέλειψαν το αθλητικό σωματείο της οδού Βασιλίσσης Όλγας και ίδρυσαν τον Σύλλογο Ποδοσφαιρίσεως Γουδί, που έγραψε τη δική του ιστορία στο ποδόσφαιρο εκείνης της εποχής. Το 1908 ιδρύθηκε ο Ποδοσφαιρικός Όμιλος Αθηνών (ο σημερινός Παναθηναϊκός) από τον Γεώργιο Καλαφάτη και λίγο αργότερα ο Όμιλος Φιλάθλων Πειραιώς (η μία από τις δύο ιδρυτικές συνιστώσες του σημερινού Ολυμπιακού). Υπήρχαν τότε και άλλοι αξιόλογοι σύλλογοι, όπως ο Πανιώνιος και ο Απόλλων στη Σμύρνη και η Πέρα Κλουμπ στην Κωνσταντινούπολη, από την οποία προέκυψε η σημερινή ΑΕΚ.
Από το 1910 τον συντονισμό του ελληνικού ποδοσφαίρου ανέλαβε ο ΣΕΓΑΣ, ο οποίος προκήρυξε το πρώτο πρωτάθλημα, το οποίο κέρδισε το Γουδί. Από το 1912 έως το 1919 η ποδοσφαιρική κίνηση ατονεί, λόγω των Βαλκανικών Πολέμων και του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Η νέα περίοδος του ελληνικού ποδοσφαίρου ξεκινά με την ανασυγκρότηση της Εθνικής Ομάδας, που συμμετείχε στους Διασυμμαχικούς Αγώνες στο Παρίσι. Έδωσε τέσσερις αγώνες, με απολογισμό δύο νίκες και ισάριθμες ήττες (με Γιουγκοσλαβία 5-1, με Ρουμανία 3-2, με Ιταλία 0-4 και με Γαλλία 0-11). Τον επόμενο χρόνο η εθνική ομάδα λαμβάνει μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αμβέρσας και γνωρίζει μία ακόμα συντριβή από τη Σουηδία με 9-0.
Το 1926 τις τύχες του ελληνικού ποδοσφαίρου ανέλαβε η Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία (ΕΠΟ), στη δικαιοδοσία της οποίας υπάγεται από τότε το ελληνικό ποδόσφαιρο. Ό,τι προηγήθηκε αποτελεί την προϊστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Η ΕΠΟ ιδρύθηκε στις 14 Νοεμβρίου 1926, με πρωτοβουλία των ποδοσφαιρικών ενώσεων, Αθηνών, Πειραιώς και Μακεδονίας.
Το πρώτο επίσημο Πρωτάθλημα Ελλάδας έγινε την περίοδο 1927-1928 με νικητή τον Άρη Θεσσαλονίκης και το 1932 η ΑΕΚ αναδείχθηκε πρώτη κυπελλούχος Ελλάδας. Από τη σεζόν 1958-1959 άρχισε να διεξάγεται το πρώτο ενιαίο πρωτάθλημα με τη μορφή των Εθνικών Κατηγοριών, παράλληλα με την είσοδο του ΠΡΟ-ΠΟ, που αποτέλεσε τον αιμοδότη του ελληνικού αθλητισμού. Με το νόμο 878 του 1979 εισήλθε ο επαγγελματισμός στο ελληνικό ποδόσφαιρο, με τη σύσταση των ΠΑΕ και της ΕΠΑΕ.
Το ελληνικό ποδόσφαιρο σημείωσε τη μεγαλύτερη επιτυχία του το 2004, όταν η Εθνική Ομάδα, ως από θαύμα, κατέκτησε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα. Νωρίτερα, το 1971, ο Παναθηναϊκός είχε φθάσει στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης (σημερινό Τσάμπιονς Λιγκ), αναμφισβήτητα η μεγαλύτερη επιτυχία του ελληνικού ποδοσφαίρου σε επίπεδο συλλόγων.