Ο Σίντνεϊ Λούμετ (Sidney Lumet) ήταν αμερικανός σκηνοθέτης, από τους μεγάλους τεχνίτες του Χόλιγουντ. Μετέφερε πολλά γνωστά θεατρικά έργα στη μεγάλη οθόνη και διακρίθηκε ιδιαίτερα στο ψυχολογικό δράμα, πλάθοντας χαρακτήρες που αναμετρούνται με ηθικά ή συναισθηματικά προβλήματα, όπως η προδοσία, η διαφθορά και η απογοήτευση.
Αν και οι πολιτικές του πεποιθήσεις έκλιναν προς τ’ αριστερά και πολλές από τις ταινίες του έθιγαν σχετικά θέματα, ο ίδιος θεωρούσε ότι δεν έκανε πολιτικό κινηματογράφο. Συνεργάστηκε με σπουδαίους ηθοποιούς, από τους οποίους αποσπούσε εξαιρετικές ερμηνείες.
Ξεκίνημα ως ηθοποιός
Ο Σίντνεϊ Λούμετ (Λουμέτ τον προφέρουν οι Αγγλοσάξονες) γεννήθηκε στις 25 Ιουνίου 1924 στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ και μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη. Γόνος ηθοποιών εβραϊκής καταγωγής, ακολούθησε τα χνάρια τους, κάνοντας το ντεμπούτο του στο θέατρο σε παιδική ηλικία. Το 1935 πρωτοεμφανίστηκε στο Μπρόντγουεϊ κι έπαιξε σε αρκετές θεατρικές παραγωγές μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’40.
Υπηρέτησε ως διαβιβαστής στα μέτωπα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Mετά την αφυπηρέτησή του, δίδαξε θέατρο σε γυμνάσιο της Νέας Υόρκης και άρχισε να σκηνοθετεί μικρές θεατρικές παραγωγές. Το 1950 έγινε βοηθός σκηνοθέτη στο τηλεοπτικό δίκτυο CBS και τα επόμενα χρόνια σκηνοθέτησε έντεκα επεισόδια της σειράς «Danger», καθώς και μεταφορές θεατρικών έργων.
Πρώτη μεγάλη επιτυχία με την ταινία «Οι Δώδεκα Ένορκοι»
Το 1957 ο Σίντνεϊ Λούμετ σκηνοθέτησε την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του με τίτλο «Οι Δώδεκα Ένορκοι» («12 Angry Men»), η οποία είχε πρωτοπαρουσιαστεί σε πρώτη μορφή στην τηλεόραση. Με πρωταγωνιστή και παραγωγό τον Χένρι Φόντα, θεωρείται μία από τις κλασικές δικαστικές ταινίες, παρότι δεν γνώρισε εμπορική επιτυχία. Η ταινία επικεντρώνεται στη διάσκεψη των ενόρκων σε μία δίκη ανθρωποκτονίας κι εξερευνά τα νομικά και ηθικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Προτάθηκε για τρία Όσκαρ (ο Λούμετ για το Όσκαρ σκηνοθεσίας) και κέρδισε τη «Χρυσή Άρκτο» στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου.
Τα επόμενα χρόνια δεν έπαψε να στρέφει την προτίμησή του στη διασκευή θεατρικών έργων, όπως «Ο πόθος της ράμπας» («Stage Struck», 1958), «Μια γυναίκα σαν αυτή» («That Kind of Woman», 1959), «Ο Φυγάς» («The Fugitive Kind», 1960), με βάση ένα έργο του Τενεσί Ουίλιαμς, «Ψηλά από τη γέφυρα» («A View From the Bridge», 1961), του Άρθουρ Μίλερ, «Μακρύ ταξίδι μέσα στη νύχτα» («A Long Day’s Journey into Night», 1962) του Ευγένιου Ο’ Νιλ, «Ο Γλάρος» («The Seagull«», 1968) του Άντον Τσέχοφ, «Ο τελευταίος κληρονόμος» («The Last of the Mobile Hotshots», 1969) του Τενεσί Ουίλιαμς και «Έκβους» («Equus», 1977) του Πίτερ Σάφερ.
Ενδιάμεσα και συγκεκριμένα το 1964 σκηνοθέτησε το κλειστοφοβικό θρίλερ «Συναγερμός Θανάτου» («Fail Safe»), μια ταινία που αναφέρεται στην πιθανότητα ενός πυρηνικού πολέμου. Ο Χένρι Φόντα υποδύθηκε τον πρόεδρο των ΗΠΑ και ο Γουόλτερ Ματάου τον καθηγητή. Αν και επαινέθηκε από την κριτική, ατύχησε στο ταμείο γιατί είχε ν’ αντιμετωπίσει τη σατιρική ταινία του Στάνλεϊ Κιούμπρικ «S.O.S Πεντάγωνο Καλεί Μόσχα» («Dr. Strangelove»), η οποία είχε κυκλοφορήσει νωρίτερα εκείνο το έτος.
Την ίδια χρονιά σκηνοθέτησε μία άλλη σημαντική του ταινία, το δράμα «Ο Ενεχυροδανειστής» («The Pawnbroker»), που επικεντρώνεται στις προσπάθειες ενός επιζώντα των στρατοπέδων συγκέντρωσης να εξαλείψει τις αναμνήσεις του, ενώ διευθύνει μια επιχείρηση στο Χάρλεμ. Ο πρωταγωνιστής της ταινίας Ροντ Στάιγκερ ήταν υποψήφιος για το Όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου. Στην ταινία πρωταγωνιστικό ρόλο είχε και η Νέα Υόρκη, η πόλη των περισσότερων ταινιών του.
Η επιτυχία του συνεχίστηκε με το αντιμιλιταριστικό δράμα «Ο Λόφος» («The Hill, 1965), με πρωταγωνιστή τον Σον Κόνερι και με τη μεταφορά του μυθιστορήματος του Τζον Λε Καρέ «Ο κατάσκοπος του Λονδίνου» («The Deadly Affair», 1967).
«Σέρπικο» και «Έγκλημα στο Όριεντ Εξπρές»
Το 1973 σκηνοθέτησε μία από τις πιο γνωστές του ταινίες, το αστυνομικό δράμα «Σέρπικο» («Serpico»), με ήρωα τον αστυνομικό Φρανκ Σέρπικο (τον υποδύεται ο Αλ Πατσίνο), που ξεσκεπάζει τη διαφθορά στην αστυνομία της Νέας Υόρκης. Τη μουσική της ταινίας έγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Πατσίνο ήταν υποψήφιος για το Όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου.
Μία ακόμη επιτυχημένη ταινία του ήταν με η μεταφορά του κλασικού μυθιστορήματος της Άγκαθα Κρίστι «Έγκλημα στο Όριεντ Εξπρές» («Murder on the Orient Express», 1974) με ένα λαμπρό καστ ηθοποιών, που το αποτελούσαν ο Άλμπερτ Φίνεϊ (Ηρακλής Πουαρό), Λορίν Μπακόλ, Τζον Γκίλγκουντ, Άντονι Πέρκινς και Ίνγκριντ Μπέργκμαν, η οποία τιμήθηκε με το Όσκαρ δεύτερου γυναικείου ρόλου.
Το 1975 ξαναβρέθηκε με τον Αλ Πατσίνο σ’ ένα άλλο διάσημο δράμα με τίτλο «Σκυλίσια Μέρα» («Dog Day Afternoon»), το οποίο βασίστηκε σ’ ένα πραγματικό γεγονός, όπως και το «Σέρπικο». Ο Πατσίνο υποδύεται έναν άντρα που προσπαθεί να ληστέψει μια τράπεζα, προκειμένου να χρηματοδοτήσει μία επιχείρηση αλλαγής φύλου για τον φίλο του (Κρις Σάραντον). Με κριτική και εμπορική επιτυχία, η ταινία έλαβε έξι υποψηφιότητες για Όσκαρ, συμπεριλαμβανομένου του Όσκαρ σκηνοθεσίας για τον Λούμετ.
«Το Δίκτυο» που χάρισε Όσκαρ στους πρωταγωνιστές του
Αρκετά γνωστή είναι και η ταινία του «Το Δίκτυο» («Network», 1976), μια σάτιρα της τηλεοπτικής βιομηχανίας, την οποία γνώριζε σε βάθος. Χαρακτηριστικό της ταινίας είναι ότι και οι τρεις πρωταγωνιστές της – Πίτερ Φιντς, Φέι Ντάναγουεϊ και Μπέατρις Στρέιτ – κέρδισαν Όσκαρ για τις ερμηνείες του. Ο ίδιος ήταν υποψήφιος για το Όσκαρ σκηνοθεσίας.
Ο Λούμετ συνέχισε την εξερεύνηση της διαφθοράς στην αστυνομία με τις ταινίες «Τον λέγαν πρίγκηπα της πόλης» («Prince of the City», 1981) με πρωταγωνιστή τον Τριτ Γουίλιαμς και «Βρώμικες υποθέσεις στο Μανχάταν» ( «Night Falls on Manhattan», 1996), με πρωταγωνιστή τον Άντι Γκαρσία και σε χαρακτηριστικούς ρόλους τον Ρίτσαρντ Ντρέιφους, τη Λένα Όλιν και τον Τζέιμς Γκαντολφίνι.
Ο Λούμετ επέστρεψε στις αίθουσες των δικαστηρίων το 1982 με την ταινία «Η Ετυμηγορία» («The Verdict»), με πρωταγωνιστή έναν αλκοολικό δικηγόρο (Πολ Νιούμαν), που ανακαλύπτει ξανά την υπερηφάνεια και το ταλέντο του, όταν αναλαμβάνει μία μη δημοφιλή υπόθεση. Ο Νιούμαν, ο συμπρωταγωνιστής του Τζέιμς Μέισον και ο σεναριογράφος Ντέιβιντ Μάμετ ήταν υποψήφιοι για Όσκαρ, όπως και ο Λούμετ για μία ακόμη φορά.
Το 1999 σκηνοθέτησε τη Σάρον Στόουν στο ριμέικ της γκανγκστερικής ταινίας του Τζον Κασσαβέτη «Γκλόρια» («Gloria», 1980). Ύστερα από ένα διάλειμμα στην τηλεόραση, επέστρεψε στη μεγάλη οθόνη με το αστυνομικό δράμα «Ένοχη Σιωπή» («Find Me Guilty», 2006), με πρωταγωνιστή τον Βιν Ντίζελ στο ρόλο ενός μαφιόζου. Τον επόμενο χρόνο ολοκλήρωσε τη συνεισφορά του στην έβδομη τέχνη με το αστυνομικό δράμα «Πριν ο διάβολος καταλάβει ότι πέθανες» (Before the Devil Knows You ‘re Dead»), στο οποίο πρωταγωνιστούσαν ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν και ο Ίθαν Χοκ.
Τιμητικό Όσκαρ για τα κινηματογραφικά του επιτεύγματα
Το 1995 δημοσίευσε τα απομνημονεύματά του με τον σεμνό τίτλο «Making Movies» και το 2005 βραβεύτηκε με τιμητικό Όσκαρ για τα κινηματογραφικά του επιτεύγματα.
Ο Σίντνεϊ Λούμετ πέθανε στις 9 Απριλίου 2011 στη Νέα Υόρκη, σε ηλικία 86 ετών. Είχε νυμφευτεί τέσσερις φορές και ήταν πατέρας δύο παιδιών.