Η Κεράτσα

Η κεράτσα Κρουσταλλένια έχει γνώσι σαν κουκούτσι,
     Και μια γλώσσα σαν παπούτσι
Κι' όταν κάμνῃ να λαλήση φαναριώτικα καμπόσα,
Ω! να διήτε τότε πνεύμα! ω! να διήτε τότε γλώσσα!
     Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
     Χίλια λόγια της τρεχάτα.

Με φακιόλι τρεμουσένιο και με κοντογούνι μήλο
     Με κορμί ορθό σαν ξύλο.
'Σ ταις γειτόνισσες γυρίζει και μωρολογεί τα ίδια,
Κ' ιστορεί τα δεκαπέντε της Συληβριάς ταξείδια,
     Κι' όλο πάτα, πάτα, πάτα,
     Πάγ' η γλώσσά της τρεχάτα.

Με την τσούρμα τα παιδιά της και τιν άνδρα τον τσιπλάκη,
     Και με μύδια 'ς το πινάκι,
Εις ταις εξοχαίς πηγαίνει, κ' εκεί πιάνεται, μαλλώνει,
Με τσυριές και με κατάραις κάθε άνθρωπον φορτώνει˙
     Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
     Χίλια λόγια της αφράτα.

Δίχως ν' αγριομαλλώση και να δείρ' ή να ταις φάγη
     'Σ το λουτρό ποτέ δεν πάγει.
- «Η κεράτσα, που δεν είχε εις τα ρούχά της τριφύλλι,
(Έλεγε μίαν ημέραν, και με σουφρωμένα χείλη,
     Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
     Λόγι' αράδιαζε τρεχάτα).

Που η νειόνυφή της κόρη βγήκε δίχως να την ράνουν,
     Δίχως δαγερὲ να βγάνουν,
Να ζητή την μισή γούρνα οπού έπιασα να πιάση,
Με κουρελιασμένον τρύφτη και ξεγανωμένο τάσι;…
     Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
     Να ιδή η γουρλομάτα!

Ποιά εθάρρεψε πως είμαι; καμμιά τάχα τιποτένια;
     Εγὼ είμαι Κρουσταλένια,
Συννυφάδα της Μαριώγκας πούχ' η Φρόσω του Μιμήκου
Παρακόρη της δευτέρας παρακόρης του Κυζίκου.
     Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
     Να ιδή η σκαλοπάτα!»

Με τον μέθυσόν της άνδρα ημερόνυκτα τα έχει,
     Και πολλάκις του ταις βρέχει
Και αφ' ου τον τσουμαδίση έχει τα υστερικά της,
Κι' αραδιάζει για ταις προίκαις και τα διαζύγιά της,
     Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
     Χίλια λόγια σαν σαλάτα.

- «Έξω, σκύλ', έξω τον λέγει, ξεκουμπίσου μην εμβαίνης,
     Ή 'ς τὸ κάτεργο πηγαίνεις˙»
Φαγί θέλεις; πέτραις σκάσε! τώρα 'γὼ να ξεπορτήσω,
Μὲσ' 'ς την Πρωτοσυγγελία τα ρουχάκια μου να σχίσω,
     Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
     Και να διής, Μπεκροκανάτα!

Μέσα 'ς του Αγίου Μέγα το γιατάκι θα χωθώ
     Να τον ξεμολογηθώ.
'Σ το πατριαρχείο φίλον κ' έναν ευταξία έχω,
Και εις του Πριμικηρίου κάθε δεκαπέντε τρέχω,
     Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
     Να με διής, Μπεκροκανάτα!

Ένα έχω χωρισμένο και 'ς το χέρι άλλον ένα
     Σε χρειάσθηκα κ' εσένα». -
Τοίχου, τοίχου κονδυλώντας αυτός μόλις την ακούει,
Και αυτὴ με την γαλέντσα τον φωνάζει και τον κρούει,
     Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
     Έξω τον Μπεκροκανάτα

Δυο βαθμοί ακόμη λείπουν από την κερατσιτσιά της
     Να την φύγουν τα μυαλά της˙
Κ' είναι λόγος ότι μέλλει να σταλθή 'ς τον Κουδουνά,
Κι' ας φωνάζῃ μ' αλυσίδες τότ' εκεί παντοτινά,
     «Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα»,
     Σαν την λυσσιασμένη γάτα.

Ηλίας Τανταλίδης
Ηλίας Τανταλίδης (1818 - 1876)

έλληνας ποιητής.

Βιογραφία

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ