Ο Ευγένιος (Εζέν) Ντελακρουά (Eugène Delacroix) είναι ο κορυφαίος γάλλος ζωγράφος του Ρομαντισμού. Εμπνεύστηκε τα θέματά του κυρίως από ιστορικά ή σύγχρονά του γεγονότα (όπως η Ελληνική Επανάσταση), αλλά και από τη λογοτεχνία, ενώ η επίσκεψή του στην Αλγερία και το Μαρόκο το 1832 του έδωσε την ευκαιρία να ασχοληθεί και με εξωτικά θέματα. Ο Ντελακρουά άντλησε πολλά στοιχεία από τα έργα των συγχρόνων του Τζον Κόνσταμπλ, Τεοντόρ Ζερικό και Αντουάν-Ζαν Γκρο, αλλά και από παλιούς δασκάλους, όπως ο Μιχαήλ Άγγελος, ο Ρούμπενς και ο Νικολά Πουσέν. Με την τεχνική του στον τομέα του χρώματος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη τόσο του ιμπρεσιονισμού, όσο και του μετα-ιμπρεσιονισμού.
Ο Φερντινάν Βικτόρ Εζέν Ντελακρουά γεννήθηκε στις 26 Απριλίου 1798 στο Σαραντόν-Σεν-Μορίς, προάστιο στα νοτιοανατολικά του Παρισιού. Ο πατέρας του Σαρλ Ντελακρουά ήταν ανώτερος δημόσιος υπάλληλος και η μητέρα του Βιτουάρ Εμπέν, γόνος της οικογένειας Εμπέν-Ριζενέρ, που προμήθευε με έπιπλα τη βασιλική αυλή. Υπάρχει και η εκδοχή ότι ο αληθινός πατέρας του ήταν ο περίφημος γάλλος πολιτικός Ταλεϋράνδος (Σαρλ-Μορίς ντε Ταλεϊράν - Περιγκόρ). Η εκδοχή αυτή ενισχύεται από δύο γεγονότα: Ο Ντελακρουά έμοιαζε αρκετά με τον Ταλεϋράνδο και ο μελλοντικός διάσημος ζωγράφος είχε πάντα την εύνοια της γαλλικής κυβέρνησης, παρά τον αντικομφορμιστικό χαρακτήρα της τέχνης του.
Ο νεαρός Ευγένιος μεγάλωσε μέσα αστικό και καλλιτεχνικό περιβάλλον κι έδειξε από νωρίς την αγάπη του για τις τέχνες, για τη ζωγραφική, τη μουσική και το θέατρο. Το 1815 μαθήτευσε δίπλα στον φημισμένο εκείνη την εποχή ακαδημαϊκό ζωγράφο Πιερ-Ναρσίς Γκερέν και ήδη από το 1822 είχε την υποστήριξη του ιστορικού και πολιτικού Αδόλφου Θιέρσου (Αντόλφ Τιέρ), ο οποίος ως υπουργός Εσωτερικών τη δεκαετία του 1830 του ανέθεσε σειρά δημοσίων έργων.
Το 1822 εκτέθηκε στο Παρισινό Σαλόνι ο πρώτος αξιόλογος πίνακάς του με τίτλο «Ο Δάντης και ο Βιργίλιος στην Κόλαση» («Dante et Virgile aux enfers»), εμπνευσμένος από τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη. Το δραματικό γεγονός εκείνης της χρονιάς, η σφαγή των Ελλήνων της Χίου από τους Τούρκους (30 Μαρτίου 1822), ενέπνευσε στον Ντελακρουά τον μεγάλο του πίνακα «Η σφαγή της Χίου» («Scènes des massacres de Scio»), που εκτέθηκε για πρώτη φορά στις 25 Αυγούστου 1824 στο Παρισινό Σαλόνι. Η αγέρωχη έπαρση των κατακτητών, η φρίκη και η απελπισία των αθώων Ελλήνων, και η λάμψη ενός απέραντου ουρανού δημιουργούν μία εκφραστική ενότητα που φανερώνει τον χαρακτήρα της μεγαλοφυΐας του καλλιτέχνη.
Στις 17 Μαΐου 1826, λίγες ημέρες μετά την Έξοδο του Μεσολογγίου παρουσίασε στην Γκαλερί Λεμπρίν του Παρισιού τον πίνακα «Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου» («La Grèce sur les ruines de Missolonghi»), με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων για τον ελληνικό αγώνα. Η συγκινητική αλληγορία του Ντελακρουά μαρτυρεί το ενδιαφέρον των λαών της Ευρώπης για το ελληνικό δράμα, που συνέβαλε αποφασιστικά στην τελική ευόδωση του Αγώνα με την ίδρυση του ελληνικού κράτους.
Από το 1826 έως το 1832 ζωγράφισε μία σειρά από σπουδαίους πίνακες, κυρίως με ιστορικά θέματα, από τους οποίους ξεχωρίζουν: «Η Εκτέλεση του Δόγη Μαρίνου Φαλιέρου» («Le Doge Marino Faliero condamné à mort», 1826), «Ο Θάνατος του Σαρδανάπαλου» («La Mort de Sardanapale», 1828), «Η μάχη του Πουατιέ» («La Bataille de Poitiers», 1830) και «Η μάχη του Νανσί» («La Bataille de Nancy», 1831).
Τα θέματα άλλων έργων του ήταν εμπνευσμένα από τον άγγλο ποιητή Μπάιρον, όπως ο πίνακας «Η Μάχη του Γκιαούρη και του Πασά» («Combat du Giaour et du Pacha», 1835). Φιλοτέχνησε επίσης μια σειρά από 17 λιθογραφίες για την εικοονογράφηση γαλλικής έκδοσης του «Φάουστ» του Γκέτε. Εμπνευσμένος από την Επανάσταση του Ιουλίου του 1830, που έφερε στον γαλλικό θρόνο τον Λουδοβίκο-Φίλιππο, είναι ο πίνακάς του «Η Ελευθερία οδηγεί τον Λαό» («La Liberté guidant le peuple»), που εκτέθηκε για πρώτη φορά την ίδια χρονιά και θεωρείται το πιο δημοφιλές έργο του.
Από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο του 1832 πραγματοποίησε ένα μεγάλο ταξίδι σε Ισπανία, Μαρόκο και Αλγερία, το οποίο επρόκειτο να επηρεάσει σημαντικά την εξέλιξή του ως καλλιτέχνη. Τον συνόδευε ο κόμης Μορνέ, διπλωματικός απεσταλμένος του γάλλου βασιλιά Λουδοβίκου Φίλιππου στον Σουλτάνο. Μετά το Μαρόκο, το σχέδιο και ο χειρισμός των χρωμάτων από τον Ντελακρουά έγιναν πιο ελεύθεροι και η χρήση του χρώματος ακόμη πιο πλούσια. Χαρακτηριστικοί πίνακες αυτής της περιόδου είναι: «Οι Γυναίκες του Αλγερίου» («Les Femmes d'Alger dans leur appartement», 1834), «Φανατικοί της Ταγγέρης» («Fanatiques de Tanger», 1838) και «Εβραϊκός Γάμος στο Μαρόκο» («La Noce juive au Maroc», 1841).
Η παραγγελία να διακοσμήσει μια αίθουσα στο παλάτι Μπουρμπόν στο Παρίσι, το 1833, ήταν η απαρχή μιας περιόδου εντατικής δουλειάς και ο πρώτος από μια σειρά μεγάλης κλίμακας πίνακες για δημόσια κτίρια που τον καθιέρωσαν ως ζωγράφο. Ως το τέλος της ζωής του, και παρά την κακή υγεία του, συνέχισε να αναλαμβάνει την εκτέλεση έργων μνημειώδους κλίμακας, από τα οποία το τελευταίο υπήρξε η σειρά πινάκων του για την εκκλησία του Αγίου Σουλπικίου στο Παρίσι, με τη συνεργασία περίπου 30 βοηθών.
Ο Ευγένιος Ντελακρουά πέθανε στις 13 Αυγούστου 1863 στο Παρίσι, σε ηλικία 65 ετών.