Ο Δημήτριος Χατζίσκος υπήρξε αγωνιστής του ‘21 και μετά την απελευθέρωση ασχολήθηκε με την πολιτική. Εκλέχθηκε επανειλημμένα βουλευτής Φθιώτιδας και διετέλεσε δύο φορές πρόεδρος της Βουλής (1848-1849, 1871).
Ο Δημήτριος Χατζίσκος γεννήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1805 στο Πατρατζίκι (σημερινή Υπάτη) και καταγόταν από παλαιά οικογένεια προκρίτων της περιοχής με το επώνυμο αρχικά Οικονόμου και μετέπειτα Χατζής. Ο πατέρας του Κωνσταντίνος Χατζής είχε πέσει θύμα του άσβεστου μίσους μεταξύ των δύο μεγάλων οικογενειών της περιοχής των Χατζαίων και Κοντογιανναίων. Επειδή ο Δημήτριος ήταν ο μικρότερος της γενιάς του Χατζή, έμεινε γνωστός ως Χατζίσκος - δηλαδή μικρός Χατζής.
Κατά την Επανάσταση εντάχθηκε στις τακτικές στρατιωτικές δυνάμεις του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, με τις οποίες πολέμησε τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης. Το 1823 εντάχθηκε στο στρατιωτικό σώμα του Ιωάννη Κωλέττη, με τη μοίρα του οποίου ταύτισε έκτοτε την πολιτική του σταδιοδρομία, προσχωρώντας στο «Γαλλικό» κόμμα. Συμμετείχε στην έξοδο του Μεσολογγίου το 1826, ενώ ανέλαβε υπεύθυνες στρατιωτικές και διοικητικές θέσεις στη Σάμο ως αξιωματικός και ως έφορος αλληλοδιδακτικών σχολείων.
Το 1832 εξελέγη αντιπρόσωπος Φθιώτιδας στην Ε' Εθνοσυνέλευση του Άργους, στην οποία και αναδείχθηκε μέλος της επιτροπής που θα ρύθμιζε θέματα αποζημιώσεων και αμοιβών όσων παρείχαν σημαντικές υπηρεσίες κατά την Επανάσταση. Στη συνέχεια ανέλαβε αξιώματα στο χώρο της επαρχιακής και νομαρχιακής διοίκησης. Το 1843, μετά την εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου, αν και υπήρξε υποψήφιος στην περιοχή της Υπάτης στις εκλογές που ακολούθησαν για τη σύσταση εθνοσυνέλευσης, απέτυχε να εκλεγεί, χαρακτηρίζοντας παράνομο το αποτέλεσμα. Τα επόμενα, όμως, χρόνια (1844- 1850) εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής.
Πρόεδρος της Βουλής αναδείχθηκε στις 13 Νοεμβρίου 1848 και παρέμεινε στη θέση έως τις 5 Οκτωβρίου της επόμενης χρονιάς. Η θητεία του συνέπεσε, εν πολλοίς, με εκείνη της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Κανάρη. Το 1850 διορίστηκε από τον Όθωνα γερουσιαστής, αξίωμα που ήταν τότε ισόβιο και το οποίο διατήρησε έως την κατάργηση της Γερουσίας μετά την έξωση του Όθωνα το 1862.
Ως γερουσιαστής εξελέγη στη θέση του γραμματέα και του αντιπροέδρου της Γερουσίας. Το 1862 διορίστηκε υπουργός Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, θέση που διατήρησε κατά το πεντάμηνο 26 Μαΐου – 11 Οκτωβρίου 1862, στην κυβέρνηση του Γενναίου Κολοκοτρώνη.
Υπήρξε από τους πλέον αφοσιωμένους στον βασιλιά Όθωνα. Ανέπτυξε προσωπικές σχέσεις με τον Όθωνα και τη σύζυγό του Αμαλία. Τους είχε, μάλιστα, ακολουθήσει στην περιοδεία που έκαναν στην Ελλάδα λίγους μήνες πριν από την έκπτωσή τους. Μετά την έξωση του τελευταίου και της συζύγου του, τους ακολούθησε στο ταξίδι τους στο Μόναχο, όπου και παρέμεινε 40 μέρες.
Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, παρέμεινε για μεγάλο διάστημα εκτός πολιτικής, για να επανεκλεγεί βουλευτής Φθιώτιδας το Μάιο του 1865. Το 1869 εξελέγη για τελευταία φορά βουλευτής. Πρόεδρος της Βουλής εκλέχθηκε με απόλυτη πλειοψηφία στις 25 Οκτωβρίου 1871 και παρέμεινε στο αξίωμά του για ένα δίμηνο περίπου, έως τις 28 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς.
Στη Βουλή διακρίθηκε ως ρήτορας, πρωταγωνιστώντας με τις αγορεύσεις του στο ζήτημα της απαγωγής ξένων υπηκόων από ληστές στο Δήλεσι το 1870, όπως και σε αυτό της τύχης αξιόλογης κτηματικής περιουσίας στην περιοχή της Υπάτης, για την οποία επί χρόνια ήταν σε αντιδικία με το Δημόσιο. Υπέβαλε προτάσεις νόμων σχετικές με θέματα γεωργικής οικονομίας και φορολογίας.
Ο Δημήτριος Χατζίσκος πέθανε στην Αθήνα στις 7 Οκτωβρίου 1877, σε ηλικία 72 ετών. Παντρεύτηκε δύο φορές, πρώτα με την κόρη του στρατηγού Δυοβουνιώτη και στη συνέχεια με τη Βασιλική Μπασκλαβάνου, που ήταν ανιψιά του Ιωάννη Κωλέττη. Την πολιτική παράδοση του Δημητρίου Χατζίσκου συνέχισαν οι γιοι του, ο γιατρός Κωνσταντίνος Χατζίσκος (1838-1899) και ο διπλωμάτης Νικόλαος Χατζίσκος (1850-1917), καθώς και ο εγγονός του, ο νομικός Δημήτριος Χατζισκος (1888-1975).