Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος υπήρξε η πιο σημαντική πολιτική προσωπικότητα της Ελληνικής Επανάστασης. Διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα, ενώ σημαίνοντες ξένοι παράγοντες τον θεωρούσαν ως το «μόνο άξιο λόγου πολιτικό». Η πολιτική του δράση συνεχίστηκε και μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους. Κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας και της βασιλείας του Όθωνα διετέλεσε τέσσερις φορές πρωθυπουργός (1833-1834, 1841, 1844, 1854-1855).
Η πολιτική δεξιοτεχνία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και η ροπή του προς τους περίπλοκους συμβιβασμούς τον κατέστησε πολιτικά αμφιλεγόμενο πρόσωπο. Αγγλόφιλος πολιτικός προκαλούσε συχνά με τη δράση του τους οπαδούς του «Ρωσικού Κόμματος» και στους στρατιωτικούς της επανάστασης. Του αναγνωρίζεται πάντως ότι συνέβαλε στη θεμελίωση και εμπέδωση των πολιτικών θεσμών του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και στην καθιέρωση ενός αρκετά προοδευτικού, για τα δεδομένα της εποχής, συνταγματικού και θεσμικού πλαισίου οργάνωσης της πολιτικής ζωής στη χώρα. Σύγχρονοι ιστορικοί τον εντάσσουν στο εκσυγχρονιστικό στρατόπεδο της ελληνικής πολιτικής ζωής.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του
Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας Φαναριωτών, μέλη της οποίας είχαν χρηματίσει κορυφαίοι αξιωματούχοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος γεννήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 1791 στο Αρναούτκιοϊ της Κωνσταντινούπολης. Πατέρας του ήταν ο λόγιος και αξιωματούχος στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, Νικόλαος Μαυροκορδάτος (1744-1818) και μητέρα του η Σμαράγδα Καρατζά. Φοίτησε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή της Πόλης και αργότερα στάλθηκε στην Πίζα της Ιταλίας, όπου συμπλήρωσε τις σπουδές του.
Όταν ο θείος του Ιωάννης Καρατζάς ανέλαβε ηγεμόνας της Βλαχίας το 1812, εργάστηκε ως αρχιγραμματέας του και διακρίθηκε για την πολυμάθειά του (γνώριζε τουρκικά, γαλλικά, αγγλικά και ιταλικά), τη σύνεση και την κρίση του. Από τη θέση του αυτή ανέλαβε διάφορες αποστολές και σε μία από αυτές γνώρισε τον τσάρο της Ρωσίας Αλέξανδρο Α’. Μετά την απομάκρυνση του θείου του από την ηγεμονία της Βλαχίας, παρέμεινε για λίγους μήνες στη Γενεύη και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Πίζα, όπου παρακολούθησε μαθήματα ιατρικής. Το 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία.
Η δράση του στην Επανάσταση
Μολονότι θεωρούσε πρόωρη την κήρυξη της Επανάστασης, συντασσόμενος με τις απόψεις του Αδαμάντιου Κοραή και του Ιωάννη Καποδίστρια, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος στρατεύτηκε από νωρίς στην υπόθεση του Αγώνα. Προερχόμενος από τη Μασσαλία και συνοδευόμενος από ομογενείς και φιλέλληνες, αποβιβάστηκε στις 21 Ιουλίου 1821 στο Μεσολόγγι κι έγινε δεκτός με ενθουσιασμό. Με αναμφισβήτητα προσόντα και μεγάλη ικανότητα στους πολιτικούς ελιγμούς, αρκετά γρήγορα αναδείχθηκε σε ηγετική μορφή του αγωνιζόμενου έθνους. Με έδρα το Μεσολόγγι ανέλαβε να οργανώσει πολιτικά και στρατιωτικά τη Στερεά Ελλάδα, μετά τη συνάντησή του με τον Δημήτριο Υψηλάντη στις 14 Αυγούστου. Στις 9 Νοεμβρίου ψηφίστηκε ο «Οργανισμός της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος», στην οποία συγκέντρωνε στο πρόσωπό του τόσο την πολιτική εξουσία, όσο και τη διοίκηση του στρατού της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας.
Με την πολιτική και στρατιωτική δύναμη που απέκτησε αναδείχθηκε σε ηγετική φυσιογνωμία της Α’ Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου (20 Δεκεμβρίου 1821 – 15 Ιανουαρίου 1822). Εκλέχθηκε πρόεδρός της και συνέβαλε αποφασιστικά στη διατύπωση του πρώτου συντάγματος της Ελλάδας, το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος», όπως ονομαζόταν. Οι πολιτικές αρχές του πολιτεύματος αυτού φανέρωναν τους σαφείς φιλελεύθερους και δημοκρατικούς ιδεολογικούς και πολιτικούς προσανατολισμούς του.
Στις 15 Ιανουαρίου 1822 εκλέχτηκε πρόεδρος του Εκτελεστικού Σώματος και την άνοιξη της ίδιας χρονιάς ηγήθηκε της εκστρατείας στην Ήπειρο, που έληξε με την καταστροφική για τα ελληνικά όπλα Μάχη του Πέτα (4 Ιουλίου 1822). Ο Μαυροκορδάτος θεωρήθηκε υπαίτιος της αποτυχίας της εκστρατείας, αλλά διασώθηκε εξαιτίας της καθοριστικής συμβολής του στην οργάνωση της άμυνας του Μεσολογγίου, που συνέβαλε στην αποτυχία της πρώτης πολιορκίας του από τα στρατεύματα του Κιουταχή και του Ομέρ Βρυώνη (Οκτώβριος – Δεκέμβριος 1822).
Στη Β’ Εθνοσυνέλευση του Άστρους (29 Μαρτίου – 18 Απριλίου 1823) ο ρόλος του Μαυροκορδάτου υπήρξε πάλι σημαντικός. Στις 12 Ιουλίου, όντας αρχιγραμματέας του Εκτελεστικού, εκλέχτηκε και πρόεδρος του Βουλευτικού Σώματος. Η έντονη όμως αντίδραση που προκάλεσε η εκλογή του στη θέση αυτή, με πρωταγωνιστές τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Κανέλλο Δεληγιάννη, τον ανάγκασε να παραιτηθεί στις 14 Ιουλίου. Επανήλθε στη Δυτική Ελλάδα και ασχολήθηκε με την οργάνωση του στρατού, σε συνεργασία με τους προκρίτους και τους στρατιωτικούς της περιοχής και με τον Λόρδο Βύρωνα. Παρέμεινε στο Μεσολόγγι χωρίς να αναμιχθεί φανερά στις εμφύλιες διαμάχες και τον Φεβρουάριο του 1825 γύρισε στην Πελοπόννησο και διορίστηκε γενικός γραμματέας του Εκτελεστικού και γραμματέας (υπουργός) των Εξωτερικών.
Η παρουσία του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο αποτελούσε σοβαρή και διαρκή απειλή για την Επανάσταση, με αποτέλεσμα οι Έλληνες ν’ αρχίσουν να προσανατολίζονται σε αιτήματα βοήθειας από ευρωπαϊκές δυνάμεις. Ο Μαυροκορδάτος πίστευε ότι μόνο η Αγγλία ήταν δυνατό να βοηθήσει την Επανάσταση. Υπήρξε ηγέτης της αγγλόφιλης παράταξης και μετά την απελευθέρωση αρχηγός του «Αγγλικού κόμματος» έως την έξωση τού Όθωνα. Εκτιμούσε ότι η Αγγλία, λόγω των συμφερόντων της στην Ανατολή και προκειμένου να εξισορροπήσει την ρωσική επιρροή στην περιοχή, ήταν ο ενδεδειγμένος στρατηγικός σύμμαχος της Ελλάδας. Θεωρούσε, επίσης, ότι το φιλελεύθερο πολιτικό σύστημα της Αγγλίας, αντιπροσώπευε το καλύτερο συγκριτικά παράδειγμα για την πολιτική οργάνωση του ελληνικού κράτους.
Στις 8 Αυγούστου 1825, ο Μαυροκορδάτος με επιστολή προς τον υπουργό Εξωτερικών της Αγγλίας, Τζορτζ Κάνινγκ, καλούσε την αγγλική κυβέρνηση να αντισταθεί στο ρωσικό σχέδιο που προέβλεπε τη δημιουργία τριών ηγεμονιών στην Ελλάδα κατά το πρότυπο των παραδουνάβιων. Το αίτημα του Μαυροκορδάτου προκάλεσε την αντίδραση ηγετικών μορφών του Αγώνα και κυρίως του Δημητρίου Υψηλάντη και ο Φαναριώτης πολιτικός παραγκωνίστηκε κατά τις εργασίες της Γ’ Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου (6 – 16 Απριλίου 1826).
Η πολιτική δράση του μετά τη δημιουργία του Ελληνικού Κράτους
Μετά την άφιξη του Καποδίστρια, o Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος διορίστηκε μέλος του «Πανελληνίου» και τον Μάρτιο του 1828 μέλος του Γενικού Φροντιστηρίου, αρμόδιος για τις υποθέσεις τού ναυτικού και ιδιαίτερα τής εμπορικής ναυτιλίας. Στην Δ’ Εθνοσυνέλευση του Άργους (11 Ιουλίου – 6 Αυγούστου 1829), ο Μαυροκορδάτος δεν έλαβε μέρος και αποσύρθηκε στην Ύδρα, όπου άρχισε να οργανώνει την αντιπολίτευση εναντίον του Καποδίστρια. Ως πολιτικός σύμβουλος του Ανδρέα Μιαούλη, θεωρήθηκε υπεύθυνος για την ανταρσία του στόλου και την ανατίναξη της φρεγάτας «Ελλάς» την 1η Αυγούστου 1831.
Μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη (27 Σεπτεμβρίου 1831) συντάχθηκε με τους «Συνταγματικούς» του Ιωάννη Κωλέττη και διετέλεσε μέλος της Διοικητικής Επιτροπής που κυβέρνησε τη χώρα μέχρι την άφιξη του Όθωνα. Από τις 14 Απριλίου 1832 έως τις 25 Ιανουαρίου 1833 διετέλεσε Γραμματεύς (Υπουργός) επί της Οικονομίας.
Την περίοδο της Αντιβασιλείας του Όθωνα, ο Μαυροκορδάτος χρημάτισε Γραμματεύς επί της Οικονομίας και προσωρινός Γραμματεύς επί των Στρατιωτικών στις κυβερνήσεις του Σπυρίδωνος Τρικούπη. Στις 12 Οκτωβρίου 1833 σχημάτισε κυβέρνηση, αλλά στις 31 Μαΐου 1834 παραιτήθηκε, διαφωνώντας με την πολιτική της Αντιβασιλείας και κυρίως στο ζήτημα της δίκης του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Για να περιορίσει την πολιτική του δράση, η Αντιβασιλεία τον διόρισε πρεσβευτή στο Μόναχο και το Βερολίνο.
Έμεινε εκτός Ελλάδος έως το 1841, όταν ο Όθων τον κάλεσε από το Λονδίνο, όπου υπηρετούσε από το 1839 ως πρεσβευτής, για να του αναθέσει την πρωθυπουργία. Ο Μαυροκορδάτος προτού αναλάβει την εξουσία στις 24 Ιουνίου, υπέβαλε στον βασιλιά μία σειρά από όρους, οι κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: Να διαλυθεί το Ανακτοβούλιο (η λεγόμενη καμαρίλα), το υπουργικό συμβούλιο να προεδρεύεται από τον πρωθυπουργό και όχι από τον βασιλιά, να απομακρυνθούν οι Βαβαροί από τη διοίκηση και να ανατεθεί το υπουργείο των Στρατιωτικών σε Έλληνα.
Ο Όθων, παρά την αρχική αντίδρασή του, αποδέχθηκε τελικά τους όρους τού Μαυροκορδάτου και σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό την προεδρία του, στην οποία μετείχαν αντιπρόσωποι και των τριών τότε κομμάτων (Αγγλικό, Γαλλικό, Ρωσικό). Στις 27 Ιουλίου 1841 συντάχθηκε από το υπουργικό συμβούλιο «Πρακτικόν», που περιλάμβανε τις γενικές κατευθύνσεις της κυβέρνησης και τις αρχές για συνταγματική οργάνωση του μοναρχικού καθεστώτος. Ο Όθων δεν το επικύρωσε και ο Μαυροκορδάτος υπέβαλε την παραίτησή του, που έγινε δεκτή στις 10 Αυγούστου με διάταγμα κατά το οποίο λόγος της παραίτησης ήταν «η πάσχουσα υγεία» του πρωθυπουργού, «μη συμβιβαζόμενη με τους πολυειδείς κόπους και ανάγκας της υπηρεσίας».
Μετά την παραίτησή του διορίστηκε πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη και μετά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 επέστρεψε στην Ελλάδα. Εκλέχθηκε πληρεξούσιος Μεσολογγίου για την Εθνοσυνέλευση που θα κατάρτιζε το νέο Σύνταγμα και ορίστηκε αντιπρόεδρός της. Μετά τη λήξη των εργασιών της σχημάτισε κυβέρνηση στις 30 Μαρτίου 1844 και ανέλαβε, εκτός από την πρωθυπουργία, τα υπουργεία Οικονομικών και Ναυτικών. Παραιτήθηκε όμως στις 6 Αυγούστου για να αποτρέψει εμφύλιο πόλεμο που απειλούσε τη χώρα κατά τη διάρκεια του προεκλογικού αγώνα για την ανάδειξη Κοινοβουλίου. Στις εκλογές, που διήρκεσαν έξι μήνες, το Αγγλικό Κόμμα του Μαυροκορδάτου κέρδισε μόνο 28 έδρες και πρωθυπουργός εκλέχτηκε ο Ιωάννης Κωλέττης του Γαλλικού Κόμματος που συνασπίστηκε με το Ρωσικό Κόμμα.
Μετά τον θάνατο του Κωλέττη (31 Αυγούστου 1847) και τη βραχύβια κυβέρνηση του Κίτσου Τζαβέλλα, ο Όθωνας κάλεσε πάλι τον Μαυροκορδάτο, που αρνήθηκε, και από το 1850 ως το 1854 υπηρέτησε ως πρεσβευτής στο Παρίσι. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1854, όταν με αφορμή τις εξεγέρσεις που εκδηλώθηκαν στις αλύτρωτες ελληνικές περιοχές κατά τη διάρκεια τού Κριμαϊκού Πολέμου, αγγλογαλλικά αγήματα είχαν αποβιβαστεί στον Πειραιά και ασκούσαν πίεση για σχηματισμό κυβέρνησης που θα τηρούσε ουδετερότητα. Στις 16 Μαΐου σχημάτισε κυβέρνηση και επιδίωξε την επανάληψη των σχέσεων με την Τουρκία που είχαν διακοπεί, και πέτυχε να περιορίσει τις προκλητικές ενέργειες των στρατευμάτων κατοχής. Στο διάστημα της κυβέρνησης αυτής, του «Υπουργείου Κατοχής» όπως ονομάστηκε, η κοινή γνώμη στράφηκε εναντίον του, ενώ συγχρόνως οι Αγγλογάλλοι δυσφορούσαν για την αδράνειά του στην εφαρμογή περισσότερο φιλικής προς αυτούς πολιτικής και αναγκάστηκε να παραιτηθεί στις 28 Σεπτεμβρίου 1855.
Ο θανατός του
Σε ηλικία 64 ετών, ο Μαυροκορδάτος αποσύρθηκε από την πολιτική και ιδιώτευσε στο κτήμα του στην Αίγινα. Μετά την έξωση του Όθωνα, εξελέγη πληρεξούσιος Ευρυτανίας στην Εθνοσυνέλευση του 1862 και διετέλεσε πρόεδρος της επιτροπής του νέου συντάγματος. Τυφλός και με σοβαρά προβλήματα υγείας, σπανίως προσερχόταν στις συνεδριάσεις της επιτροπής, διατήρησε όμως την πνευματική του διαύγεια μέχρι το τέλος της ζωής του, που επισυνέβη στις 6 Αυγούστου 1865 στην Αίγινα. Ήταν παντρεμένος με τη Χαρίκλεια Αργυροπούλου, κόρη του δραγουμάνου της Υψηλής Πύλης Ιάκωβου Αργυρόπουλου. Ο γιος του Νικόλαος Μαυροκορδάτος (1837-1903) ήταν διπλωμάτης και πολιτικός.