Ο Τιμοφέι Κουλιάμπιν είναι από τους πλέον διακεκριμένους ρώσους σκηνοθέτες της γενιάς του. Αποτελεί μια ξεχωριστή παρουσία στο σύγχρονο παγκόσμιο θέατρο, έχοντας σκηνοθετήσει με επιτυχία δεκάδες έργα, όχι μόνο θεατρικά, αλλά και όπερας.
Ο Τιμοφέι Κουλιάμπιν γεννήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 1984 στην πόλη Ιζέφσκ των Δυτικών Ουραλίων Ρωσίας. Φοίτησε στη διάσημη Ακαδημία Θεάτρου GITIS στη Μόσχα κι έκανε το ντεμπούτο του ως σκηνοθέτης το 2006, σε ηλικία μόλις 22 ετών.
Έκτοτε έχει ανεβάσει παραγωγές σε ρωσικά και ευρωπαϊκά θέατρα, μεταξύ των οποίων το Θέατρο Μπολσόι και το Θέατρο των Εθνών της Μόσχας, το Deutsches Theater του Βερολίνου, το Schauspielhaus της Ζυρίχης, το Residenztheater του Μονάχου κ.ά. Καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου Red Torch στο Νοβοσιμπίρσκ από το 2015 έως το 2022, έχει ξεχωρίσει για τη ριζοσπαστική ματιά του πάνω σε κλασικούς συγγραφείς, όπως ο Τσέχοφ, ο Ίψεν και ο Γκόγκολ. Οι παραστάσεις του προσκαλούνται τακτικά σε διεθνή θεατρικά φεστιβάλ, ενώ με τις «Τρεις Αδελφές» του Τσέχοφ απέσπασε τη Χρυσή Μάσκα, που είναι το Εθνικό Βραβείο Θεάτρου της Ρωσίας.
Τολμηρός και πρωτοποριακός στην τέχνη και στη ζωή, δεν δίστασε να εκφράσει δημόσια την αντίθεσή του για τον πόλεμο στην Ουκρανία και να αναζητήσει καταφύγιο στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στο Βερολίνο. Ο Κουλιάμπιν έχει χαρακτηριστεί ως το «τρομερό παιδί» του ρωσικού θεάτρου. Η σκηνοθετική του ευφυΐα έγκειται στη σκηνική του τόλμη, αλλά και στον τρόπο που παίζει υφολογικά με διαφορετικά θεατρικά είδη.
Μιλώντας για την τέχνη έχει, με λίγα λόγια, δώσει τον δικό του ορισμό: «Η τέχνη ανακαλύπτει τις ανθρώπινες πληγές. Σε κάνει να βλέπεις τα πράγματα από μια διαφορετική γωνία και να αμφιβάλλεις για ό,τι φαίνεται προφανές. Ολοκληρώνει το πώς βλέπουμε τον κόσμο. Η τέχνη δεν προσπαθεί να πείσει, δεν είναι διδακτική. Απλώς σε προκαλεί να ανακαλύψεις νέες έννοιες».
Ο Τιμοφέι Κουλιάμπιν στην Ελλάδα
Στο ελληνικό κοινό συστήθηκε το 2018, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, όπου παρουσίασε τις «Τρεις Αδελφές» του Άντον Τσέχοφ στη νοηματική γλώσσα, σε μια παράσταση που απέσπασε διθυραμβικές κριτικές.
Ο Κουλιάμπιν επανΉΛΘΕ στη χώρα μας το καλοκαίρι του 2024 με την παράσταση της «Ιφιγένειας εν Αυλίδι» του Ευριπίδη, η οποία άνοιξε τα Επιδαύρια στις 5 και 6 Ιουλίου.
Αναφερόμενος στην επιλογή του να αναμετρηθεί με την Ιφιγένεια εν Αυλίδι του Ευριπίδη, ο Κουλιάμπιν τόνισε: «Όταν μου έγινε η πρόταση να σκηνοθετήσω στην Επίδαυρο, δεν δίστασα. Η Ιφιγένεια είναι ένα από τα πιο σύνθετα και ταυτόχρονα συναρπαστικά κείμενα της αρχαίας δραματουργίας. Η βασική συνθήκη του έργου είναι ο πόλεμος. Δεν βλέπουμε μάχες, αισθανόμαστε όμως τη μυρωδιά του πολέμου που επίκειται. Όλα είναι έτοιμα: τα στρατεύματα, τα όπλα. Χρειάζεται μόνο μια μικρή ώθηση για να πάρει μπρος. Είναι ενδιαφέρον να δούμε πώς αυτό μεταφέρεται στο σήμερα. Στο έργο δεν υπάρχει το ερώτημα αν θα γίνει ο πόλεμος, αλλά πότε. Για μένα όλα έχουν να κάνουν με τις τεχνολογίες του πολέμου, την πολιτική, τα ΜΜΕ... Σήμερα δυστυχώς ο πόλεμος είναι πάλι παρών στη ζωή μας. Παραδόξως -και παρά την ιστορική εμπειρία- εμείς οι άνθρωποι κάνουμε πράγματα που νομίζαμε ότι ποτέ δεν θα ξαναγίνουν».
Σπουδαίοι Έλληνες και Ελληνίδες ηθοποιοί συγκρότησαν τον θίασο, δίνοντας σάρκα και οστά στο κορυφαίο αυτό καλλιτεχνικό εγχείρημα: Ανθή Ευστρατιάδου (Ιφιγένεια), Μαρία Ναυπλιώτου (Κλυταιμνήστρα), Νικόλας Παπαγιάννης (Μενέλαος), Δημήτρης Παπανικολάου (Πρεσβύτης), Θάνος Τοκάκης (Αχιλλέας), Νίκος Ψαρράς (Αγαμέμνων). Χορός: Δημήτρης Γεωργιάδης, Χρήστος Διαμαντούδης, Μάριος Κρητικόπουλος, Αλέξανδρος Πιεχόβιακ.
Έχοντας πρόσφατα ανεβάσει την «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη στο Θέατρο των Εθνών της Μόσχας, ο Τιμοφέι Κουλιάμπιν δήλωσε ενθουσιασμένος για την κάθοδό του στην Επίδαυρο, με απόλυτη συναίσθηση του μεγέθους και της κλίμακας του αργολικού θεάτρου: «Είναι ένας μοναδικός χώρος, με τους δικούς του νόμους και τη δική του ενέργεια».
Ταυτόχρονα, απέρριψε συνειδητά τη «μουσειακότητα» αναζητώντας μια γόνιμη συνομιλία με το Αρχαίο Δράμα με σύγχρονους όρους: «Είμαι πάντα πολύ προσεκτικός στο πώς προσεγγίζω τις αρχαίες τραγωδίες. Όχι επειδή αποτελούν μνημεία, αλλά λόγω της καθαρότητάς τους. Η πλοκή είναι απόλυτη, δραματική, συμπαγής. Η πρόκληση είναι να τη συνδέσουμε με τη δική μας εμπειρία».