Ο Άννας (Χανάν στα αραμαϊκά) ήταν αρχιερέας των Ιουδαίων την εποχή του Ιησού Χριστού και συνδέθηκε με τα Πάθη Του (Ιω. ιη13, 24, Λουκ.γ 2, Πραξ.
δ’ 6)
Ο Άννας (ή Ανανός, σύμφωνα με τον ελληνίζοντα ιουδαίο ιστορικό Ιώσηπο) ήταν γιος του Σηθ και καταγόταν από εβραϊκή οικογένεια της Αιγύπτου.
Από το 6 έως το 15 μ.Χ. διετέλεσε αρχιερέας των Ιουδαίων. Επί της δικής του αρχιερατείας οι Ρωμαίοι κατάργησαν οριστικά με διάταγμα την ισοβιότητα του αρχιερατικού αξιώματος. Παρά τη δυσμενή αυτή εξέλιξη, ο Άννας διατήρησε τον τίτλο και κυρίως την επιρροή του.
Εξ αυτού του λόγου, όταν συνελήφθη ο Ιησούς τον έφεραν πρώτα ενώπιόν του και όχι στο γαμπρό του Καϊάφα, που ασκούσε καθήκοντα αρχιερέα. Ο Άννας ρώτησε τον Χριστό για τη διδασκαλία και τους μαθητές του. Κι εκείνος απάντησε: «Τίποτα το κρυφό δεν δίδαξα. Ρώτησε λοιπόν αυτούς που με άκουσαν τι δίδαξα». Η απάντησή του όμως θεωρήθηκε αυθάδης κι ένας υπηρέτης τον ράπισε, λέγοντάς του: «Έτσι αποκρίνονται στον αρχιερέα;» Και ο Χριστός του είπε: «Αν μίλησα άσχημα πες μου το, αν όμως μίλησα καλά, γιατί με χτυπάς;». Αμέσως μετά ο Άννας έστειλε τον Χριστό δεμένο στον Καϊάφα.
Ο Άννας υπήρξε πολύ πλούσιος κι έζησε κατά τον Ιώσηπο περί τα 90 χρόνια.
Με τους δύο αυτούς αρχιερείς των Ιουδαίων συνδέθηκε η παροιμιώδης φράση «απ’ τον Άννα στον Καϊάφα», που λέγεται μέχρι σήμερα στην περίπτωση που κάποιος πολίτης ταλαιπωρείται από μια δημόσια υπηρεσία σε αναζήτηση αρμοδιότητας στη διεκπεραίωση μιας υπόθεσής του.