Ένας από τους 12 μαθητές του Χριστού, ο οποίος τον πρόδωσε για «τριάκοντα αργύρια».
Ο Ιούδας, γιος του Σίμωνα, γεννήθηκε στη πόλη Κεριώθ της Ιουδαίας και ήταν ο μόνος από τους μαθητές του Χριστού που καταγόταν από τη φυλή του Ιούδα (μία από τις 12 φυλές του Ισραήλ), καθώς όλοι οι άλλοι κατάγονταν από τη Γαλιλαία. Το επίθετο «Ισκαριώτης» είναι ο εξελληνισμένος τύπος των εβραϊκών λέξεων Κ-Qrîyôth, που σημαίνουν «ο άνθρωπος από την πόλη Κεριόθ», κατά την επικρατούσα εκδοχή.
Οι πληροφορίες για τον Ιούδα από τους Ευαγγελιστές είναι ελάχιστες και ανεπαρκείς για τη μορφή και τον χαρακτήρα του. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης τον χαρακτηρίζει υποκριτή και φιλάργυρο, ενώ οι υμνογράφοι τον «στολίζουν» με ουκ ολίγα απαξιωτικά επίθετα και επιθετικούς προσδιορισμούς: «αγνώμων», «δυσσεβής», «άθλιος», «άσπονδος», «άφρων», «δυσώνυμος», «επίβουλος», «γέννημα εχιδνών», «ζηλότυπος», «εραστής των χρημάτων», «παράνομος», «τρισάθλιος» κ.ά.
Σύμφωνα με τα Ευαγγέλια, όταν οι αρχιερείς των Ιουδαίων επιδίωξαν να συλλάβουν και να θανατώσουν τον Ιησού Χριστό, απευθύνθηκαν στον πιο ευάλωτο από τους μαθητές του, ο οποίος αντί του ποσού των τριάντα αργυρίων ανέλαβε να τους υποδείξει τον Ιησού.
Τέθηκε επικεφαλής ένοπλης δύναμης του συνεδρίου των Εβραίων και μετέβη στον κήπο της Γεθσημανής, στους πρόποδες του Όρους των Ελαιών. Εκεί με πρόσχημα τον χαιρετισμό του Δασκάλου του κι αφού προηγουμένως τον ασπάστηκε κατά τα συμπεφωνημένα, τους υπέδειξε τον Ιησού.
Ο Ιησούς συνελήφθη και οδηγήθηκε στους αρχιερείς και γραμματείς των Ιουδαίων. Όταν ο Ιούδας κατάλαβε τις συνέπειες της προδοσίας του μετανόησε κι επέστρεψε τα τριάντα αργύρια της αμοιβής του στους αρχιερείς. Αυτοί δεν τα δέχτηκαν, γι’ αυτό και ο Ιούδας τα πέταξε μέσα στο ναό λέγοντας «ήμαρτον, σας παρέδωσα έναν αθώο άνθρωπο». Αμέσως μετά έφυγε από τον ναό και αυτοκτόνησε δι’ απαγχονισμού.
Η εκκλησιαστική παράδοση αναφέρει ότι μετά τον απαγχονισμό, το σώμα του κατάπεσε πάνω σε αιχμηρές πέτρες και άνοιξε, τα δε σπλάχνα του ξεχύθηκαν στο έδαφος (Πράξεις α’18). Σύμφωνα με άλλη παράδοση, που αναφέρει ο Παπίας (μαθητής του Ευαγγελιστή Ιωάννη), με τον απαγχονισμό του Ιούδα, το σώμα του πρήστηκε τόσο πολύ, ώστε ούτε άμαξα δεν μπορούσε να περάσει από τον τόπο που κείτονταν.
Λαογραφικά
Από τις διηγήσεις της Αγίας Γραφής για τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, ο ελληνικός λαός με την μυθοπλαστική του φαντασία διαμόρφωσε διάφορες παραδόσεις.
Ο Ιούδας (ιδιωματικά: Γιούδας, Νιούδας, Γιγούδας, Νίγουδας κ.λπ.) σε πολλά μέρη ταυτίζεται με το διάβολο ή θεωρείται μορφή και όργανό του, ενώ παντού το όνομα Ιούδας ή Ισκαριώτης είναι δηλωτικό και αχαριστίας, κακίας και προδοσίας. Χαρακτηριστικές είναι οι παροιμιακές εκφράσεις: «Σαν τον Ιούδα αχάριστος», «Αυτός είναι Ιούδας», «Ιούδας είναι φτύσ’τονε», «Αυτό είναι φίλημα του Ιούδα» (ή «Γιουδοφίλημα») «Μ’ εφορτώθηκε σαν τον Ιούδα», «Σε δώδεκα Αποστόλους ήταν κι ένας Ιούδας» κ.ά., καθώς και οι κατάρες και οι βρισιές: «Μωρέ Γιούδα» (Πελοπόννησος), «Να σέ πάρει ο Γιούδας» (Σάμος), «Άει στο Γιούδα» (Τήνος) κ.λπ.
Το 13, που θεωρείται κακότυχος αριθμός κατά την δεισιδαίμονα πίστη του λαού λέγεται «πόντος του Ιούδα» και ο καπνός «το λιβάνι του Ιούδα».
Μετά την προδοσία και τη μεταμέλειά του, σύμφωνα με τη γνωστή ευαγγελική διήγηση (Ματθ. κζ' 3 κ.εξ.) ο Ιούδας «απελθών απήγξατο». Η ασαφής αυτή μαρτυρία, έδωσε την αφορμή να πλαστούν πλήθος παραδόσεων για το θάνατό του Ιούδα και ιδιαίτερα για το δέντρο από το οποίο κρεμάστηκε. Συνήθως το δέντρο αυτό είναι η συκιά, σύμφωνα και με παλαιότατη δοξασία που βρίσκεται και σε χριστιανούς συγγραφείς. Στην Ιερουσαλήμ, δυτικά του λόφου της Σιών υπάρχει μια συκομορέα, από την οποία κατά την παράδοση κρεμάστηκε ο Ιούδας. Γι’ αυτό και θεωρείται επικίνδυνο να κοιμηθεί κανείς στη σκιά της γιατί παθαίνει κακό. Στη Θράκη λέγουν ότι «οι διαβολίνες κάθονται κάτω από τις συκιές και κρύβονται μέσα στα φύλλα τους».
Η λαϊκή φαντασία συνδέει τον θάνατο του Ιούδα και με άλλα δέντρα, τα οποία θεωρούνται καταραμένα, ή με θάμνους και χόρτα που σκορπίζουν δυσάρεστη μυρωδιά. Τέτοια είναι το βρομόχορτο ή βρομοξυλιά στην Ήπειρο, η φασολιά του Γιούδα στη Νάξο, η φονισκαριά στη Γορτυνία, ο αζόγυρος στην Κρήτη, ο αρόυνας στη Σύμη κ.λπ. Αλλά και αντικείμενα, γενικά, που αποπνέουν δυσοσμία ο λαός τα θεωρεί μολυσμένα από επαφή τους με τον Ιούδα.
Η μορφή του Ιούδα ως συμβόλου προδοσίας παρέμεινε στη συνείδηση των χριστιανών πάντοτε απεχθής και βδελυρή κι εκφράστηκε στον ελληνικό χώρο με το έθιμο του «καψίματος του Ιούδα», το οποίο, πάντως, έχει καταδικάσει η Εκκλησία.