Λουί Μαλ

Λουί Μαλ (1932 – 1995)
Λουί Μαλ (1932 – 1995)

Ο Λουί Μαλ (Louis Malle) ήταν ένας από τους σημαντικότερους γάλλους σκηνοθέτες του κινηματογράφου, που αναδείχθηκε μέσα από το καλλιτεχνικό κίνημα της γαλλικής «νουβέλ βαγκ». Οι ταινίες του ξεχωρίζουν για τον εκλεκτικισμό, τον συναισθηματικό ρεαλισμό και τη στιλιστική τους απλότητα.

Ο Λουί Μαρί Μαλ γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1932 στο Τιμερί της Βόρειας Γαλλίας από πλούσια οικογένεια βιομηχάνων. Στα 11 του κι ενώ φοιτούσε σε καθολικό σχολείο ήταν μάρτυρας της επιδρομής της Γκεστάπο στο σχολείο του, η οποία συνέλαβε τρεις εβραίους συμμαθητές του (ανάμεσά τους και ο καλύτερος φίλος του) και τον εβραίο δάσκαλό του και τους μετέφεραν στο κολαστήριο του Άουσβιτς, καθώς και τον διευθυντή του σχολείου τον οποίο μετέφερε στο Μαουτχάουζεν. Τα γεγονότα αυτά θα αποτυπωθούν στην αυτοβιογραφική του ταινία «Αντίο Παιδιά» («Au revoir les enfants», 1987).

Αμέσως μετά την αποφοίτησή του από το Λύκειο ξεκίνησε σπουδές πολιτικής επιστήμης στο Παρίσι, τις οποίες διέκοψε, παρά τις αντιρρήσεις της οικογένειάς του, για ν’ αφοσιωθεί στη μεγάλη του αγάπη, τον κινηματογράφο. Σπούδασε στο Ινστιτούτο Ανωτάτων Κινηματογραφικών Σπουδών (IDHEC) στο Παρίσι και μετά την αποφοίτησή του δούλεψε ως βοηθός του Ρομπέρ Μπρεσόν.

Ο Λουί Μαλ με τη Ζαν Μορό (1957)Την ίδια περίοδο συν-σκηνοθέτησε το ντοκιμαντέρ «Ο κόσμος της σιωπής» («Le Monde du Silence», 1956), με τον εξερευνητή τού βυθού Ζακ-Ιβ Κουστό. Η ταινία απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ των Καννών και το Όσκαρ για το καλύτερο ντοκιμαντέρ.

Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του Λουί Μαλ ήταν το ψυχολογικό θρίλερ «Ασανσέρ για δολοφόνους» («Ascenseur pour l’ Echafaud», 1957), με την υποβλητική μουσική του Μάιλς Ντέιβις. Η δεύτερη ταινία του, «Οι Εραστές» («Les Amants», 1958), ήταν εμπορική επιτυχία και καθιέρωσε τον Μαλ και την πρωταγωνίστριά του Ζαν Μορό στη βιομηχανία τού κινηματογράφου. Οι λυρικές ερωτικές σκηνές της ταινίας, δοσμένες με έξοχα χρονομετρημένα τράβελινγκ, είναι καταπληκτικές.

Το 1960 γύρισε την πνευματώδη «Η Ζαζί στο μετρό» («Zazie dans le metro»), αντικαθιστώντας τα λεκτικά ευρήματα του μυθιστορήματος του Ρεμόν Κενό (διασκευή του οποίου είναι η ταινία) με οπτικά αντίστοιχα. Η ταινία θεωρείται ως η κορυφαία κωμωδία του γαλλικού κινηματογράφου τη δεκαετία του ‘60.

Η κοινωνική αποξένωση και απομόνωση ήταν το θέμα της ταινίας του «Η φλόγα που τρεμοσβήνει» («Le Feu follet», 1963), που χαρακτηρίστηκε από την κριτική ως η πιο ώριμη και ραφινάτη ταινία του. Η μελαγχολική και έντονα σχολιασμένη ιστορία των τελευταίων ημερών ενός αλκοολικού που σκοπεύει ν’ αυτοκτονήσει επιβεβαίωσε το πολύπλευρο ταλέντο του ως κινηματογραφιστή.

Η επόμενη μεγάλη επιτυχία του Μαλ ήταν η ταινία «Ο Κλέφτης» («Le Voleur», 1967), με πρωταγωνιστή τον Ζαν-Πολ Μπελμοντό, στο ρόλο ενός τζέντλεμαν που γίνεται κλέφτης, επειδή μισεί τον εαυτό του και την μπουρζουάδικη καταγωγή του. Ενδιαφέρων παρουσιάζει και η μουσική κωμωδία «Βίβα Μαρία» («Viva Maria!», 1965), με πρωταγωνίστριες την Μπριζίτ Μπαρντό και τη Ζαν Μορό.

Ο Λουί Μαλ σκηνοθετεί την Μπριζίτ ΜπαρντόΑπό την εξάμηνη παραμονή του στην Ινδία προέκυψαν το μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ «Καλκούτα» («Calcutta», 1969) και η τηλεοπτική σειρά επτά επεισοδίων με τίτλο «Το φάντασμα της Ινδίας» («L’ lnde fantome»). Οι ταινίες που γύρισε στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, «Το φύσημα της καρδιάς» («Le Souffle au Coeur», 1971) και «Επώνυμο: Λακόμπ, Όνομα: Λισιέν» («Lacombe, Lucien», 1973), ξεχώρισαν και οι δύο για τη συγκινητική τους απλότητα.

Το 1975 ο Μαλ εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ και τρία χρόνια αργότερα σκηνοθέτησε την πρώτη αμερικανικής παραγωγής ταινία του με τίτλο «Η κουκλίτσα της Νέας Ορλεάνης («Pretty Baby») με πρωταγωνίστρια την Μπρουκ Σιλντς. Πρόκειται για την ιστορία μιας δωδεκάχρονης τροφίμου της κάποτε περιβόητης περιοχής των πορνείων του Στόριβιλ στη Νέα Ορλεάνη.

Στις κατοπινές ταινίες του περιλαμβάνονται το γκανγκστερικό δράμα «Ατλάντικ Σίτι» («Atlantic City», 1980), με θέμα τη συναισθηματική αναγέννηση ενός μικροκακοποιού, τον οποίο υποδύεται ο Μπαρτ Λάνκαστερ. Η ταινία ήταν υποψήφια για πέντε Όσκαρ, αλλά δεν κέρδισε κανένα.

Το «Γεύμα μου με τον Αντρέ» («My Dinner with André», 1981) είναι μία ασυνήθιστη ταινία, η οποία εκτυλίσσεται γύρω από ένα τραπέζι μεταξύ δύο χαρακτήρων και «Ο Μιλού τον Μάη» («Milou en Mai») μια σάτιρα για τον Μάη του ‘68. Η τελευταία του ταινία ήταν «Ο Βάνια στο Μπρόντγουεϊ» («Vanya on 42nd Street», 1994), στην οποία ένας θίασος προβάρει το θεατρικό έργο του Άντον Τσέχοφ «Ο θείος Βάνιας», στη διασκευή του Ντέιβιντ Μάμετ.

Ο Λουί Μαλ πέθανε στις 23 Νοεμβρίου 1995 στο Μπέβερλι Χιλς της Καλιφόρνιας, σε ηλικία 63 ετών. Ήταν παντρεμένος σε δεύτερο γάμο με τη γνωστή αμερικανίδα ηθοποιό Κάντις Μπέργκεν, με την οποία απέκτησε μία κόρη, ενώ είχε άλλα δύο παιδιά από προηγούμενες σχέσεις του.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ