O Ρέιμοντ Κάρβερ (Raymond Carver) ήταν αμερικανός πεζογράφος και ποιητής, από τους σπουδαιότερους διηγηματογράφους του 20ου αιώνα. Το έργο του κινείται στη ρεαλιστική παράδοση του Στίβεν Κρέιν και του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ενώ θεωρείται από την κριτική ως ένας από τους διαδόχους του Άντον Τσέχοφ στο χώρο του διηγήματος.
Στα διηγήματά του, που διακρίνονται για το μινιμαλιστικό τους ύφος και συχνά για την έλλειψη κορύφωσης, ο Κάρβερ παρουσιάζει την καθημερινότητα και τα προβλήματα των απλών ανθρώπων των βορειοδυτικών Ηνωμένων Πολιτειών. Οι ήρωές του συνθλίβονται από διαλυμένους γάμους, οικονομικά προβλήματα και αποτυχημένες καριέρες, αλλά συχνά δεν μπορούν να κατανοήσουν την κατάσταση στην οποία βρίσκονται και να την υπερβούν. Ο Κάρβερ έγινε ευρύτερα γνωστός και εκτός ΗΠΑ μετά το θάνατό του, όταν ο αμερικανός σκηνοθέτης Ρόμπερτ Άλτμαν γύρισετο 1993 την εξαιρετική ταινία «Στιγμιότυπα» («Short Cuts»), βασισμένη σε διηγήματά του.
Ο Ρέιμοντ Κάρβερ γεννήθηκε στις 25 Μαΐου 1938 στην πόλη Κλάτσκανι της πολιτείας Όρεγκον των ΗΠΑ. Ο πατέρας του Κλέβι Κάρβερ δούλευε σε εργοστάσιο ξυλείας και ήταν λάτρης του ποτού. Του άρεσε να διηγείται ιστορίες για τις επιδόσεις του στο ψάρεμα και το κυνήγι, αλλά και για τα κατορθώματα του παππού του που πολέμησε και με τους δύο αντιπάλους του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου.
Ο Κάρβερ παντρεύτηκε αμέσως μετά την αποφοίτησή του από το Λύκειο, το 1956, τη 16χρονη Μέριλιν Μπερκ κι εργάστηκε ως θυρωρός, βενζινάς και ντελιβεράς για να συντηρήσει την οικογένειά του και τα δύο παιδιά που είχε αποκτήσει με τη σύζυγό του, η οποία εργαζόταν ως σερβιτόρα. Παράλληλα, ενδιαφερόταν για τη λογοτεχνία και παρακολούθησε μαθήματα δημιουργικής γραφής στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας (Τσίκο) το 1958.
Την εποχή εκείνη άρχισε να δημοσιεύει τα πρώτα του διηγήματα σε περιοδικά, ενώ συνέχισε τις σπουδές του στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο Χούμπολτ της Καλιφόρνιας από το οποίο αποφοίτησε το 1963 με πτυχία αγγλικής φιλολογίας. Η πρώτη αναγνώριση για τον Κάρβερ ήρθε το 1967 με το διήγημα «Λοιπόν, θα πάψεις, σε παρακαλώ;» («Will You Please Be Quiet, Please?»), που έδωσε το τίτλο και στη συλλογή διηγημάτων που κυκλοφόρησε το 1976 και τον καθιέρωσε ως συγγραφέας πρώτης γραμμής. Ήδη από το 1970 είχε αποφασίσει να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη λογοτεχνία, όταν απολύθηκε από τη δουλειά του ως συντάκτης εγχειριδίων.
Από το 1967 αντιμετώπιζε έντονα προβλήματα αλκοολισμού και επανειλημμένα νοσηλεύτηκε σε κλινικές για αποτοξίνωση αλκοολισμό, χωρίς να σταματήσει να γράφει. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 ξεπέρασε το πρόβλημά του και άρχισε να διδάσκει δημιουργική γραφή στα Πανεπιστήμια Τέξας (Ελ Πάσο) και Σίρακιουζ. Το 1982 πήρε διαζύγιο από τη σύζυγό του και επισημοποίησε τη σχέση του με την ποιήτρια Τες Γκάλαχερ, την οποία παντρεύτηκε λίγο πριν από το θάνατό του.
Το 1983 κέρδισε ένα λογοτεχνικό βραβείο του οποίου η ετήσια χορηγία του έλυσε το οικονομικό πρόβλημα κι έκτοτε επικεντρώθηκε στη συγγραφή. Από την περίοδο αυτή έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά οι συλλογές διηγημάτων «Για τι πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για αγάπη» («What we talk about when we talk about love») και «Καθεδρικός Ναός» («Cathedral»).
Εκτός από τα διηγήματα που τον έκαναν γνωστό παγκοσμίως, ο Κάρβερ διακρίθηκε και ως ποιητής κινούμενος στη ρεαλιστική παράδοση του Ρόμπερτ Φροστ. Το ποιητικό του έργο περιλαμβάνεται στις συλλογές «At Night the Salmon Move» (1976), «Where Water Comes Together with Other Water» (1985) και «Ultramarine» (1986).
Ο Ρέιμοντ Κάρβερ πέθανε στις 2 Αυγούστου 1988 στο Πορτ Άντζελες της πολιτείας Γουάσινγκτον από καρκίνο του πνεύμονα, σε ηλικία 50 ετών.