Γερμανίδα πολιτικός, καγκελάριος (πρωθυπουργός) της Γερμανίας από το 2005 έως το 2021. Είναι η πρώτη γυναίκα καγκελάριος στην ιστορία της Γερμανίας.
Η Αγγελική - Δωροθέα Μέρκελ (Angela Dorothea Merkel) γεννήθηκε στις 17 Ιουλίου 1954 στο Αμβούργο της τότε Δυτικής Γερμανίας. Είναι πολωνικής καταγωγής από την πλευρά του πατέρα της Χορστ Κάσνερ (1926-2011), καθώς ο παππούς της Λούντβιχ Κάσμιρτζακ άλλαξε το επώνυμό του στο πιο γερμανικό Κάσνερ, όταν μετανάστευσε στη Γερμανία από το Πόζναν. Ο Χορστ Κάσνερ (1926-2011) ήταν πάστορας της Λουθηρανικής Εκκλησίας, ενώ η μητέρα της Χέρλιντ Γέντσεν (γ. 1928), καθηγήτρια Αγγλικών και Λατινικών.
Λίγους μήνες μετά τη γέννησή της, η οικογένεια Κάσνερ μετακόμισε στο Τέμπλιν της Ανατολικής Γερμανίας, όπου ο πατέρας της ανέλαβε εκκλησιαστικά καθήκοντα στην τοπική εκκλησία. Από νεαρή ηλικία εντάχθηκε στην Ελεύθερη Γερμανική Νεολαία, τη νεολαία του Ενιαίου Σοσιαλιστικού (Κομουνιστικού) Κόμματος της Ανατολικής Γερμανίας, όπως όλοι οι συνομίληκοί της. Μπορεί η ένταξή στην οργάνωση να ήταν προαιρετική, αλλά τα μέλη της κομματικής νεολαίας απολάμβαναν εξαιρετικά προνόμια, όπως πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση.
Στα μαθητικά της χρόνια ξεχώρισε για τις επιδόσεις της στην εκμάθηση της ρωσικής γλώσσας, την οποία ομιλεί με ευχέρεια. Σπούδασε φυσική στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας (1973-1978) και στη συνέχεια εργάστηκε ως ερευνήτρια. Το 1977, σε ηλικία 23 ετών, παντρεύτηκε τον συμφοιτητή της Ούλριχ Μέρκελ, με τον οποίο χώρισε το 1982, αλλά μέχρι σήμερα φέρει το επώνυμό του. «Ακούγεται βλακώδες, αλλά δεν μπήκα σε αυτόν το γάμο με τη δέουσα σοβαρότητα», είπε αργότερα. Την ίδια περίοδο γνωρίστηκε με τον συνάδελφό της Γιόακιμ Ζάουερ (γ. 1949), τον οποίο παντρεύτηκε τον Νοέμβριο του 1998.
Στο πολιτικό προσκήνιο εμφανίστηκε το 1989, μετά την κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου, όταν διορίστηκε αναπληρώτρια εκπρόσωπος Τύπου στην πρώτη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας, στην οποία ηγείτο ο χριστιανοδημοκράτης Λόταρ Ντε Μεζιέρ.
Μετά την επανένωση της Γερμανίας ανέβηκε ταχύτατα στην πολιτική ιεραρχία, υπό τη σημαία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU). Το 1990 εξελέγη για πρώτη βουλευτής στην περιοχή Στράλσουντ - Νορντφονπόμερν - Ρίγκεν του κρατιδίου Μακλεμβούργου - Δυτικής Πομερανίας, έδρα την οποία διατηρεί μέχρι σήμερα. Το 1991 ανέλαβε το πρώτο της υπουργικό πόστο. Διορίστηκε υπουργός Γυναικείων Υποθέσεων και Νεολαίας στην κυβέρνηση του μέντορά της Χέλμουτ Κολ, ενώ από το 1994 έως το 1998 διετέλεσε Υπουργός Περιβάλλοντος στην τελευταία κυβέρνηση Κολ.
Μετά την ήττα της συμμαχίας Χριστιανοδημοκρατών (CDU)- Χριστιανοκοινωνιστών (CSU) - Φιλελευθέρων (FDP) στις εκλογές του 1998, εξελέγη γενική γραμματέας του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου. Στις 10 Απριλίου 2000 εξελέγη πρόεδρος του κόμματος, μετά την παραίτηση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, το όνομα του οποίου βρέθηκε αναμεμιγμένο σε σκάνδαλο παράνομων χρηματοδοτήσεων. Το σκάνδαλο αυτό αμαύρωσε και την εικόνα του επιτίμου προέδρου του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, Χέλμουτ Κολ, την παραίτηση του οποίου από το αξίωμα αυτό ζήτησε με άρθρο στην εφημερίδα «Φρανκφούρτερ Αλγκεμάινε Τσάιτουνγκ» η Μέρκελ, εκπλήσσοντας το γερμανικό κοινό, το οποίο γνώριζε καλά ότι ο Κολ ήταν αυτός που την ανέδειξε στην πολιτική.
Το 2005 η Άνγκελα Μέρκελ ανέλαβε καγκελάριος στην κυβέρνηση του «Μεγάλου Συνασπισμού» Χριστιανοδημοκρατών - Χριστιανοκοινωνιστών και Σοσιαλδημοκρατών κι έτσι έγινε η πρώτη γυναίκα που ανέλαβε αυτό το υψηλό πόστο στη Γερμανία. Μετά τις εκλογές του 2009 διατήρησε τη θέση της επικεφαλής συμμαχικής κυβέρνησης Χριστιανοδημοκρατών - Χριστιανοκοινωνιστών και Ελεύθερων Δημοκρατών, ενώ μετά τις εκλογές του 2013 ηγήθηκε εκ νέου του «Μεγάλου Συνασπισμού».
Στις ομοσπονδιακές εκλογές του 2017, η Μέρκελ οδήγησε και πάλι το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα στην πρώτη θέση χωρίς όμως να κερδίσει την αυτοδυναμία, με αποτέλεσμα τον σχηματισμό ενός τρίτου μεγάλου συνασπισμού με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Το 2018 παραιτήθηκε από την προεδρία των Χριστιανοδημοκρατών και δεν επιδίωξε μια πέμπτη θητεία στις εκλογές του 2021.Παραιτήθηκε από την καγκελαρία στις 8 Δεκεμβρίου 2021 και έκτοτε ιδιωτεύει.
Στην εξωτερική πολιτική, η Μέρκελ έδωσε έμφαση στη διεθνή συνεργασία, τόσο στο πλαίσιο της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, όσο και στην ενίσχυση των διατλαντικών οικονομικών σχέσεων. Το 2008, η Μέρκελ διετέλεσε πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στη διαπραγμάτευση της Συνθήκης της Λισαβόνας και της Διακήρυξης του Βερολίνου. Οι κυβερνήσεις της διαχειρίστηκαν την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008 και την ευρωπαϊκή κρίση χρέους. Διαπραγματεύτηκε το σχέδιο τόνωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης του 2008, το οποίο επικεντρώθηκε στις δαπάνες για υποδομές και στις δημόσιες επενδύσεις για την αντιμετώπιση της Μεγάλης Ύφεσης.
Στην εσωτερική πολιτική, το πρόγραμμα Energiewende (Ενεργειακή Μετάβαση) της Μέρκελ υποστήριξε την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και τελικά απέσυρε σταδιακά τη χρήση της πυρηνικής ενέργειας στη Γερμανία. Οι μεταρρυθμίσεις στις ένοπλες δυνάμεις και στην υγειονομική περίθαλψη, η ευρωπαϊκή μεταναστευτική κρίση της δεκαετίας του 2010 και η πανδημία COVID-19 αποτέλεσαν σημαντικά ζητήματα κατά τη διάρκεια της καγκελαρίας της.
Η Άγκελα Μέρκελ κατά την διάρκεια της πρωθυπουργίας υπήρξε μία από τις ισχυρότερες γυναίκες του κόσμου και σχεδόν κάθε χρόνο το όνομά της περιλαμβανόταν στις σχετικές λίστες που συντάσσουν κορυφαία περιοδικά, όπως το Time και το Forbes. Πολλοί αναλυτές την θεωρούσαν ως την πραγματική αρχηγό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την προσωπικότητα που επηρέαζε όσο καμία άλλη τα πολιτικά πράγματα της ενωμένης Ευρώπης.