Μετρημένες στα δάχτυλα των δύο χεριών είναι οι κυβερνήσεις συνεργασίας στην ιστορική διαδρομή της Νεώτερης Ελλάδας. Οι αιτίες πολλές: Καχεκτική δημοκρατία, έλλειψη κουλτούρας συνεννόησης και διαλόγου, παρουσία προσωποκεντρικών κομμάτων και εκλογικοί νόμοι που ευνοούν τον σχηματισμό ισχυρών μονοκομματικών κυβερνήσεων. Κύριο χαρακτηριστικό των κυβερνήσεων συνεργασίας, ο βραχύς βίος τους.
Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Κανάρη
Η πρώτη κυβέρνηση συνεργασίας στην Ελλάδα σχηματίστηκε στις 22 Μαΐου 1877, με πρωθυπουργό τον γηραιό ναύαρχο Κωνσταντίνο Κανάρη και υπό την πίεση της κοινής γνώμης, η οποία ανησυχούσε για την τύχη των υπόδουλων Ελλήνων στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που βρισκόταν σε πόλεμο με τη Ρωσία. Ο προκάτοχος του Κανάρη, Αλέξανδρος Κουμουνδούρος αδυνατούσε να κυβερνήσει, επειδή αρκετά συχνά έχανε την εμπιστοσύνη της Βουλής. Η κυβέρνηση Κανάρη ονομάστηκε Οικουμενική (πρώτη χρήση αυτού του όρου) και σ' αυτή συμμετείχαν όλες οι σημαντικές πολιτικές προσωπικότητες της εποχής: Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, Χαρίλαος Τρικούπης, Θεόδωρος Δηλιγιάννης, Επαμεινώνδας Δεληγεώργης και Θρασύβουλος Ζαΐμης.
Η σύμπηξη της οικουμενικής κυβέρνησης έλυσε το πρόβλημα της κυβερνητικής αστάθειας, αλλά άφησε άλυτο το πρόβλημα της ακολουθητέας πολιτικής. Ο Κουμουνδούρος ήθελε την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, ενώ ο Δεληγεώργης ευνοούσε την πολιτική των οικονομικών περιστολών. Ο θάνατος του Κανάρη στις 2 Σεπτεμβρίου 1877 άφησε ακέφαλη την οικουμενική κυβέρνηση, η οποία πορεύτηκε μέχρι τη διάλυσή της στις 11 Ιανουαρίου 1878 με την εναλλαγή των μελών της στην πρωθυπουργία. Αυτή την περίοδο σημαντικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα έπαιξε ο βασιλιάς Γεώργιος Α'.
Κυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαΐμη
Οι εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926 δεν ανέδειξαν αυτοδύναμη κυβέρνηση, λόγω της απλής αναλογικής. Τα τέσσερα πρώτα κόμματα (δύο βενιζελικά και δυο αντιβενιζελικά) αποφάσισαν να συνεργαστούν για τη δημιουργία βιώσιμου κυβερνητικού σχήματος. Στις 4 Δεκεμβρίου 1926 σχηματίστηκε οικουμενική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη. Το ΚΚΕ στην πρώτη του κοινοβουλευτική παρουσία ανέλαβε ουσιαστικά τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ο σχηματικής της κυβέρνησης συνεργασίας γέννησε ελπίδες ότι η πολιτική και κοινωνική ζωή της θα εισέλθει σε περίοδο ομαλότητας, σε μία περίοδο που είχαν σωρευτεί πολλά και δυσεπίλυτα προβλήματα από τη μικρασιατική καταστροφή. Όμως, από την πρώτη μέρα της λειτουργίας της άρχισαν οι τριβές, που κορυφώθηκαν με την αποχώρηση των υπουργών του Λαϊκού Κόμματος, λόγω διαφωνιών σε θέματα οικονομικής πολιτικής και τελικά την πτώση της στις 17 Αυγούστου 1927. Πρόλαβε, πάντως, να θέσει σε εφαρμογή στις 3 Ιουνίου 1927, το νέο Σύνταγμα, το οποίο χαρακτηρίστηκε ως το αρτιότερο και προοδευτικότερο από τα έως τότε ελληνικά Συντάγματα.
Κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου
Αμέσως μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τη ναζιστική Γερμανία σχηματίστηκε κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου (18 Οκτωβρίου 1944). Στην κυβέρνηση συμμετείχαν και εκπρόσωποι του ΕΑΜ, στο οποίο κυριαρχούσε το ΚΚΕ. Η απαίτηση του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου για αποστράτευση των αντιστασιακών οργανώσεων ΕΑΜ και ΕΔΕΣ προκάλεσε την αντίδραση του ΕΑΜ, το οποίο απέσυρε τους υπουργούς του από την κυβέρνηση εθνικής ενότητας (28 Νοεμβρίου 1944). Τα αιματηρά Δεκεμβριανά, που ακολούθησαν, προκάλεσαν την πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου στις 3 Ιανουαρίου 1945.
Κυβέρνηση Παναγιώτη Πουλίτσα
Οι πρώτες μεταπολεμικές εκλογές έγιναν στις 31 Μαρτίου 1946 με την αποχή του ΚΚΕ και των «Αριστερών Φιλελευθέρων». Την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στη Βουλή απέσπασε η «Ηνωμένη Παράταξις Εθνικοφρόνων», ένας συνασπισμός δεξιών κομμάτων με επικεφαλής το «Λαϊκό Κόμμα» του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη. Λόγω της εκκρεμότητας του δημοψηφίσματος για το πολιτειακό, η ηγεσία των «Λαϊκών» επέλεξε τη λύση του σχηματισμού κυβέρνησης ευρύτερου συνασπισμού, με επικεφαλής τον Πρόεδρο του Συμβουλίου Επικρατείας, Παναγιώτη Πουλίτσα, και τη συμμετοχή πολιτικών του Κέντρου, όπως του Γεωργίου Παπανδρέου, του Σοφοκλή Βενιζέλου και του Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Η κυβέρνηση Πουλίτσα ορκίστηκε στις 4 Απριλίου 1946 και άντεξε μόνο δύο εβδομάδες, εξαιτίας διαφωνιών στους κόλπους της για τον πολιτικό χειρισμό του χρόνου του δημοψηφίσματος.
Κυβέρνηση Δημητρίου Μάξιμου
Μετά την παραίτηση της κυβέρνησης Τσαλδάρη, στις 24 Ιανουαρίου 1947, ορκίζεται ως εξωκοινοβουλευτικός πρωθυπουργός, ο τραπεζίτης Δημήτριος Μάξιμος, ηγούμενος κυβέρνησης συνασπισμού, που περιλάμβανε όλα τα κόμματα της Βουλής, σε μια προσπάθεια των Αμερικανών να συσπειρώσουν τον αστικό πολιτικό κόσμο, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κομμουνιστική απειλή.
Ήταν η λεγόμενη Επτακέφαλος Κυβέρνησις, με αντιπροέδρους τον Κωνσταντίνο Τσαλδάρη (τέως πρωθυπουργό) και τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Στα διάφορα υπουργεία ορκίστηκαν οι Γεώργιος Παπανδρέου (Εσωτερικών), Στυλιανός Γονατάς (Δημοσίων Έργων), Παναγιώτης Κανελλόπουλος (Ναυτικών), Ναπολέων Ζέρβας (Δημοσίας Τάξεως) και Κωνσταντίνος Καραμανλής (Εργασίας). Κατά τη διάρκεια της ολιγόμηνης θητείας της, η Βρετανία ανακοίνωσε την αποχώρηση των στρατευμάτων από την Ελλάδα (15 Φεβρουαρίου) και ο αμερικανός πρόεδρος Χάρι Τρούμαν εξήγγειλε το περίφημο Δόγμα του (12 Μαρτίου). Η δυσαρέσκεια των Αμερικανών για την αποτυχία των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του Εθνικού Στρατού εναντίον των ανταρτών του ΔΣΕ προκάλεσαν την πτώση της κυβέρνησης Μάξιμου στις 29 Αυγούστου 1947.
Κυβέρνηση Θεμιστοκλή Σοφούλη / Αλέξανδρου Διομήδη
Την κυβέρνηση Μάξιμου ακολούθησε η βραχύβια κυβέρνηση Τσαλδάρη, η οποία παρέμεινε στην εξουσία έως την 7η Σεπτεμβρίου 1947, οπότε την εξουσία ανέλαβε ο γηραιός κεντρώος πολιτικός Θεμιστοκλής Σοφούλης, ηγούμενος κυβέρνησης συνεργασίας «Λαϊκών» και «Φιλελευθέρων». Στόχος του νέου κυβερνητικού σχήματος, που παρέμεινε στην εξουσία έως τις 6 Ιανουαρίου 1950 και είχε τις ευλογίες των Αμερικανών, η εφαρμογή του Δόγματος Τρούμαν και η συντριβή της κομμουνιστικής ανταρσίας. Μετά τον θάνατο του Σοφούλη (24 Ιουνίου 1949), την πρωθυπουργία ανέλαβε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Αλέξανδρος Διομήδης.
Κυβέρνηση Σοφοκλή Βενιζέλου
Οι πρώτες μετεμφυλιακές εκλογές της 5ης Μαρτίου 1950 δεν έδωσαν αυτοδύναμη κυβέρνηση, λόγω της απλής αναλογικής που εφαρμόστηκε. Ο κεντρώος Σοφοκλής Βενιζέλος ηγήθηκε συμμαχικής κυβερνήσεως μεταξύ του Λαϊκού Κόμματος και κεντρώων πολιτικών, η οποία παρέμεινε στην εξουσία για λιγότερο από ένα μήνα (23 Μαρτίου – 15 Απριλίου 1950) και παραιτήθηκε κατόπιν επιμονής των Αμερικανών. Μέχρι τις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951 ακολούθησαν κυβερνήσεις συνεργασίας μεταξύ κεντρώων κομμάτων κατά βάση, με πρωθυπουργούς τους Νικόλαο Πλαστήρα και Σοφοκλή Βενιζέλο.
Κυβέρνηση Νικόλαου Πλαστήρα
Οι εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951 δεν έδωσαν αυτοδυναμία σε κάποιο κόμμα, λόγω της απλής αναλογικής, που εφαρμόστηκε και πάλι. Πρώτευσε ο δεξιός «Ελληνικός Συναγερμός» του Αλέξανδρου Παπάγου με 114 έδρες και ακολούθησαν δύο κεντρώοι σχηματισμοί, η ΕΠΕΚ (74 έδρες) και το Κόμμα των Φιλελευθέρων (57 έδρες). Τα δύο κεντρώα κόμματα συγκέντρωσαν οριακά την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή και σχημάτισαν κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Νικόλαο Πλαστήρα. Η κυβέρνηση θα καταρρεύσει στις 10 Οκτωβρίου 1952 με την παραίτηση του Πλαστήρα, λόγω σοβαρών διαφωνιών στους κόλπους της για τα «μέτρα ειρήνευσης», αλλά και την υπονόμευσή της από το δεξιό παρακράτος. Κατά τη διάρκεια της θητείας της, η Ελλάδα εισήλθε στο ΝΑΤΟ, διεξήχθη η Δίκη των Αεροπόρων και εκτελέσθηκε ο κομμουνιστής ηγέτης Νίκος Μπελογιάννης. Η κυβέρνηση Πλαστήρα έλαβε μέτρα για την οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότηση της χώρας, με έργα υποδομής, εθνικοποιήσεις, κοινωνικές παροχές, διανομή γης στους ακτήμονες και ψήφο στις γυναίκες.
Κυβέρνηση Ιωάννη Παρασκευόπουλου
Η πολιτική ανωμαλία της λεγόμενης «Αποστασίας» (Ιούλιος 1965 - Δεκέμβριος 1966) τερματίστηκε με τη συμφωνία των ηγετών της Ένωσης Κέντρου, Γεωργίου Παπανδρέου και της ΕΡΕ, Παναγιώτη Κανελλόπουλου, για τον σχηματικό μεταβατικής κυβέρνησης μεταξύ των δύο κομμάτων που θα οδηγούσε τη χώρα σε εκλογές. Έτσι, στις 22 Δεκεμβρίου 1966, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ανέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως στον τραπεζίτη Ιωάννη Παρασκευόπουλο. Στις 3 Απριλίου 1967 η ΕΡΕ ήρε την εμπιστοσύνη της προς τη μεταβατική κυβέρνηση Παρασκευόπουλου. Την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο οποίος ανετράπη από τους πραξικοπηματίες της 21ης Απριλίου.
Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή
Η πρώτη κυβέρνηση που προέκυψε μετά την πτώση της Χούντας (23 Ιουλίου 1974) με πρωθυπουργό των Κωνσταντίνο Καραμανλή, ονομάστηκε Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Σ' αυτή συμμετείχαν πολιτικοί από την προδικτατορική ΕΡΕ και Ένωση Κέντρου, καθώς και προσωπικότητες, που αναδείχτηκαν μέσα από τον αντιδικτατορικό αγώνα. Ο βίος της τερματίσθηκε στις 17 Νοεμβρίου, όταν έγιναν οι πρώτες εκλογές μετά την μεταπολίτευση, τις οποίες κέρδισε πανηγυρικά η Νέα Δημοκρατία.
Κυβέρνηση Τζαννή Τζαννετάκη
Στις εκλογές της 18ης Ιουνίου 1989, η Νέα Δημοκρατία, παρότι λαμβάνει κοντά στο 45% των ψήφων, δεν κατορθώνει να εξασφαλίσει την αυτοδυναμία, εξαιτίας του εκλογικού νόμου που ψήφισε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και προσέγγιζε την απλή αναλογική. Η χώρα συγκλονιζόταν από το σκάνδαλο Κοσκωτά, που άγγιζε τον πυρήνα της Παπανδρεϊκής εξουσίας. Το αίτημα για κάθαρση ήταν παλλαϊκή απαίτηση. Με πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και των ηγετών της Αριστεράς, Χαρίλαου Φλωράκη και Λεωνίδα Κύρκου, σχηματίζεται κυβέρνηση συνεργασίας μεταξύ της Νέας Δημοκρατίας και του ενιαίου, τότε, Συνασπισμού. Το νέο κυβερνητικό σχήμα υπό τον Τζαννή Τζαννετάκη είναι βραχύβιο κι έχει διπλό στόχο: τη δρομολόγηση των διαδικασιών της Κάθαρσης και την προετοιμασία αδιάβλητων εκλογών βάσει του ισχύοντος εκλογικού νόμου. Πράγματι, ο Ανδρέας Παπανδρέου παραπέμπεται στο Ειδικό Δικαστήριο για την Υπόθεση Κοσκωτά με απόφαση της Βουλής, η οποία παραβλέπει τη σύσταση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ότι «οι πρωθυπουργοί πηγαίνουν στα σπίτια τους».
Κυβέρνηση Ξενοφώντα Ζολώτα
Η συγκυβέρνηση ΝΔ - Συνασπισμού λαμβάνει τέλος στις 7 Οκτωβρίου, αφού ολοκληρώνει το έργο των παραπομπών. Προκηρύσσονται εκλογές για τις 5 Νοεμβρίου 1989, αλλά και πάλι δεν προκύπτει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Μετά τις αποτυχημένες διερευνητικές εντολές σχηματίζεται οικουμενική κυβέρνηση υπό την υπέργηρο οικονομολόγο Ξενοφώντα Ζολώτα. Έκπληκτος ο κόσμος πληροφορείται ότι ο «αρχάγγελος της κάθαρσης» Μητσοτάκης συνεργάζεται με τον «κλέφτη» Παπανδρέου. Η αξιοπιστία των πολιτικών δέχεται ισχυρό πλήγμα, ενώ αποδεικνύεται ότι η κάθαρση ήταν απλά ένα πολιτικό εύρημα, με στόχο την αξιοποίηση των λαθών και των σκανδάλων του ΠΑΣΟΚ από την φιλελευθερο-κομμουνιστική συμμαχία!
Το νέο κυβερνητικό σχήμα υπονομεύει εξ αρχής ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, προκειμένου να στηρίξει τη θέση του ότι τα σχήματα συνεργασίας ήταν αναποτελεσματικά και ότι απαιτείτο η αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας. Η οικουμενική καταρρέει, όταν αποτυγχάνει να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας και προκηρύσσονται νέες εκλογές για τις 8 Απριλίου 1990. Η Νέα Δημοκρατία και πάλι δεν κατακτά την αυτοδυναμία και χρειάζεται η προσχώρηση του μοναδικού βουλευτή της ΔΗΑΝΑ, Θεόδωρου Κατσίκη, για να σχηματιστεί ο μαγικός αριθμός 151, που έδινε την πολυπόθητη αυτοδυναμία στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
Κυβέρνηση Λουκά Παπαδήμου
Στις 11 Νοεμβρίου 2011 σχηματίστηκε κυβέρνηση ευρείας αποδοχής υπό τον τραπεζίτη Λουκά Παπαδήμο, μετά την παραίτηση του πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου και της κυβέρνησής του. Ήταν τρικομματική και την αποτελούσαν στελέχη από το κυβερνόν ΠΑΣΟΚ (που διέθετε την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή), τη Νέα Δημοκρατία, που ήταν αξιωματική αντιπολίτευση και το ΛΑΟΣ, τέταρτο κόμμα σε κοινοβουλευτική δύναμη.
Η νέα κυβέρνηση, που θεωρήθηκε μεταβατική, είχε ως σκοπό την επίτευξη των στόχων που προέβλεπαν οι συμφωνίες της Συνόδου Κορυφής των ηγετών της Ευρωζώνης της 26ης Οκτωβρίου 2011, την εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής που συνδεόταν με τις αποφάσεις αυτές και τη διεξαγωγή εκλογών στις αρχές του επόμενου χρόνου, έπειτα από την ολοκλήρωση των απαραίτητων διεργασιών. Στις 9 Φεβρουαρίου 2012 το ΛΑΟΣ αποχώρησε από το κυβερνητικό σχήμα, το οποίο συνέχισε τη λειτουργία του με την υποστήριξη ΠΑΣΟΚ και ΝΔ.
Κατά τη διάρκεια της θητείας της κυβέρνησης Παπαδήμου ψηφίστηκε το Μνημόνιο αρ. 2 και «κουρεύτηκε» το ελληνικό χρέος. Επίσης, δόθηκε στη χώρα μας η περίφημη 6η δόση της δανειακής σύμβασης. Η απειλή για τη μη καταβολή της από το δίδυμο Μέρκελ και Σαρκοζί, αν ο έλληνας πρωθυπουργός πραγματοποιούσε την «απειλή» του για διεξαγωγή δημοψηφίσματος σχετικά με το ευρώ, είχε προκαλέσει εσωκομματικές εντάσεις στο ΠΑΣΟΚ και την κατάρρευση της κυβέρνησης Παπανδρέου. Η κυβέρνηση Παπαδήμου διενήργησε και τις εκλογές της 6 Μαΐου 2012, που δεν έδωσαν αυτοδυναμία σε κανένα κόμμα. Παραιτήθηκε στις 17 Μαΐου 2012 και τη διαδέχθηκε υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό τον πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, Παναγιώτη Πικραμμένο.