Χωρίς να υπάρχη στα χαρτιά μια καταδίκη εις θάνατον
περιπλανώμαι σα φυγόδικος από την πρώτη μου στιγμή.
Όλοι μου λεν πως είμαι αθώος
γιατί σπανίως εννοούν τα πάμπολλά μου εγκλήματα.
Πως είμαι δήμιος, ασφαλώς δεν το πιστεύουν.
Μα εγώ φοβάμαι. Γιατί καλώς γνωρίζω
πόσες ωραίες μου πράξεις καρατόμησα
πόσες φορές κλάδεψα τους βλαστούς μου·
πόσες φορές συναντήθηκα με τον άλλο μου δαίμονα
κι έστριψα
στη μικρή
σκοτεινή
πάροδο.
Όλοι μου λεν πως είμαι αθώος
γιατί δε βλέπουν
τα κρεμασμένα
στους τοίχους
ομοιώματα·
τα συνετά και δίκαια έργα μου δε βλέπουν
έτσι καθώς περνούν σκυφτά
τις πύλες των φερέτρων μου.
Όταν χτυπάει ο άνεμος την πόρτα μου
τρομάζω: Τώρα — λέω — έρχονται να με συλλάβουν
έρχονται να με υποχρεώσουν και πάλι ν’ αρνηθώ
να πω: Ουκ οίδα τον άνθρωπο.
Αυτόν που εντός μου κατοικεί
δεν τον γνωρίζω.
Όλοι μου λεν πως είμαι αθώος
και πως μπορώ ησύχως ν’ αναπαύωμαι·
να περπατώ ανενόχλητος στους δρόμους·
για τους κοινούς κακούργους με απέχθεια να μιλώ
και ν’ αποσύρωμαι χωρίς
την εντροπή του ενόχου.
Μα εγώ δεν αναπαύομαι. Τις νύχτες
με κυκλώνουν οι σκιές. Άγρια φαντάσματα
καραδοκούν πίσω απ’ τις πόρτες μου.
Και δεν μπορώ να είμαι ο διαυγής·
ο καθαρός και αμόλυντος δεν είμαι·
κι ας μην υπάρχει στα χαρτιά
μια καταδίκη.