Επάνοδος

Τελείωσα και βγήκα με τα καθημερινά μου, Κυριακή. Βρόντησε η πόρτα πίσω μου.
Ήταν νωρίς. Το κάστρο, με άχνες και σύννεφα, μουχλιασμένο. Στο δρόμο βαθιοί λάκκοι κι άξαφνα ένα κορίτσι που πετάχτηκε μ ’ άσπρο τρικό, με μαβί μπόι. Τ’ άφηνα να πηγαίνει μπρος, εγώ πίσω να το βλέπω.Χάθηκε μέσα σε μπαξέδες με τριφύλλι και μουριές. Ένας ανθυπίλαρχος έρχονταν καβάλα. Πίσω ο υπηρέτης κρατούσε το αδιάβροχο. Παραμέρισα· μου φάνηκε πολύ, που ’χουν καβαλάρη υπηρέτη. Γύρισα κι είδα μέσα στον κάμπο βαθιά. Αχνισμένος· ο κόσμος δούλευε στα μουσκεμένα χωράφια, τα παιδιά με τα πουκαμισάκια τους, που άσπριζαν. Δε φορούσα παλτό. Ελαφρύς, καταλάβαινα στο πρόσωπο ένα μάγουλο, μια κοπέλα, να πηγαίνουμε συντροφιά. Ήθελα να φτάσω στο πιο μακρινό χωριό που έβλεπα. Υπολόγισα καλά την απόσταση με τον ήλιο, μέσ’ απ’ τη συννεφιά. Πρόφταινα. Πέρασα το γιοφύρι, πάνω απ’ τον άσπρο χείμαρρο. Το χωριό δεν ήταν μακριά. Διέκρινα το μεγάλο άχαρο κτίριο, με πολλά παράθυρα, δίπλα το καμπαναριό. Έμοιαζε σα μουντζαλιά μέσα στη βρεμένη, καθαρή έκταση. Μια στιγμή μόνο που το ’δα και τράβηξα δίπλα στο νέο, βρεγμένο χορτάρι. Ανέβηκα τη χαμηλή έξαρση. Πάνω της σέρνονταν η κορδέλλα του δρόμου· σκεπασμένος με μπόλικη άμμο, καινούριος, προχωρούσε από βουναλάκι σε βουναλάκι πάλι, ώσπου δε φαίνονταν. Γύρισα πίσω κουρασμένος...
Τώρα πριν πέσω να κοιμηθώ, κοιτάζω: ένα τετράτροχο, μ ’ ένα άλογο μέσα στη λάσπη, που αγωνίζονταν. Δυο μεσόκοπες και μια γριούλα πέρασαν βιαστικά μες στη βροχή. Το μάτι πρόφταξε μέσα στη σκοτίδα το άσπρο πρόσωπο της μιας, με τα μεγάλα ματόφρυδα- η δεύτερη ένα δυνατό πηγούνι πεταμένο, με τρίχες - μιλούσε για το φαί που ’χε στημένο σπίτι της· η τρίτη μελαχρινή, λεπτοκαμωμένη. Περάσαν. Μένω μόνος μέσα στο λασπωμένο δρόμο- κάνω να γυρίσω πίσω... Ψιχαλίζει... Μια φωνή, να βγω απ’ τα σκοτεινά, να δω στον κάμπο φως· προχωρώ· βλέπω το φεγγάρι σκεπασμένο. Γυρίζω απ’ τη γραμμή του μικρού τραίνου που πάγει μες από τις πρασινάδες κι ανταμώνει το μεγάλο δρόμο με τα καφενεία, ακριβώς στη γέφυρα. Βρέχει... απάνω στις ράγες ένα τσούρμο βιαστικό ξωτάρηδες, γυναίκες που βιάζονται μέσα στη βροχή· στη μέση, ένας γέρος με ύφος σκοτεινό, που ’χουν οι ξωτάρηδες τούτο τον καιρό στα μάτια, ένα σκοτείνιασμα ζεστό· περάσαν. Πηγαίνω, σκέπτομαι. Άλογα περνούν τρέχοντας... βρέχει τώρα για καλά. Στρέφω προς την πόλη· ο δρόμος με τα δέντρα σκοτεινός· περνώ απ’ το μύλο· δίπλα, η κάμαρα φωτισμένη, πράσινη, υγρή. Μέσα μια γυναίκα, καθισμένη σε τραπέζι χαμηλό, με λάμπα που της φωτίζει από κάτω το πρόσωπο δυνατά- πάνω της ένα κεφάλι ανδρικό, χάλκινο, βαρύ, που το βλέπω προφίλ. Γράφει, θαρρείς, εκείνη, αυτός της υπαγορεύει·δίπλα το κρεβάτι, θα πέσουν. Οι άλλες κάμαρες σκοτεινές, κλειστές· δε θα ’χουν παιδιά· μια συγκίνηση μέσα μου βαθειά. Το πράσινο, το βαθύ σκούρο της κάμαρας, με κάνει να θέλω να μάθω·γυρίζω πίσω στο σκοτάδι. Έφεξε... βλέπω το φεγγάρι αχνό, μέσ’ απ’ τα σύννεφα τα μαύρα· πηγαίνω πίσω στο γιοφύρι· απάνω του ένα πράγμα σκοτεινό, στρατιώτες πεζοί, πάει μαζωμένο. Μου θυμίζει νύχτες σκοτεινές βαθιές. Πλησιάζουν, σκορπιούνται κι έπειτα σμίγουν. Οι αξιωματικοί τρέχουν με τ ’ άλογα με τους υπηρέτες πίσω τρέχουν. Θυμούνται το εστιατόριο, το φωτισμένο δωμάτιο·μέσ’ απ’ την πόλη ένα αυτοκίνητο βγαίνει με το ’να φανάρι αναμμένο· μέσα, τρόμαξα που το ’δα, χωρικοί. Φτάνω στα καμίνια: ένα στόμα κόκκινο, μέσα μια μορφή σκοτεινή· πάνω έχει κρυφτεί το φεγγάρι. Γυρίζω τη ματιά μου στην πόλη· κοντινά βουνά σκοτεινά. Βλέπω στον κάμπο. Ένα κάλεσμα λευκό· δεν πάω· περνώ απ’ το μύλο, να δω την κάμαρη... δεν βλέπω τίποτα...

Ο άρρωστος τη νύχτα θέλει ήσυχο φως· απάνω στο τραπέζι το ρολόι·χτυπά, τ ’ ακούς· «Ήταν μια παλιά πολιτεία, σπίτια στοιβαγμένα ως το κάστρο, δρόμοι στενοί, με στέγες που κλείνουν, από τα παράθυρα μιλούν, το βράδυ στα κατώφλια, σκοτεινά περνάς, τους βλέπεις. Μέσα η γυναίκα πολεμά, τα παιδιά συμμαζωμένα: «στο μαγέρικο άχνιζε το φαί,είχε και σταφύλια με τυρί». Στην κάμαρη μια μυρουδιά ξυνή, δάχτυλα λιγνεμένα, πρόσωπο που ανοίγει στο φως, σιωπή... Η μάνα ξυπνά, κοιμάται ο άντρας, χείλι πικρό, τα γένεια, οι κρόταφοι βαθουλοί· τα κορμιά ζεστά. Ο άρρωστος κάνει ακόμα εμετό· κατεβαίνει η μάνα νύχτα, να βρει μαντζουράνα· τη βρίσκει, τη δείχνει με το δάχτυλο· θέλει και τρισαγί! Θυμάται. Τη νύχτα ψάχνουν οι μάνες με τ ’ άρρωστα παιδιά...
Ξημέρωσε. Ο ήλιος, οι κορμοί γυαλίζουν μαύροι, πράσινα φύλλα, τα λουλούδια άσπρα, ρόδινα· οι στέγες, η γης, αχνίζουν· ο ήλιος γεμίζει το τραπέζι· μέσα οι διάδρομοι σκοτεινοί· οι κάκτοι μέσα στους καθρέφτες. Το μάτι κοιτάζει τους δρόμους γυαλισμένους, το ποτάμι, που έχει κατεβάσει λασπωμένο νερό· ανεβαίνεις πιο πάνω, να περάσεις το γιοφύρι· κάτω πεσμένα φύλλα, στα δένδρα απάνω χρυσά- για τα φύλλα δεν ξέρω, θυμάμαι κείνον που τα ’ξερε όλα. Τα μαθαίνει κανένας, μικρός. Θυμάμαι μια κορούλα· πηγαίναμε μαζί να κόψουμε λουλούδια· μπροστά στο παρτέρι το ανθισμένο, εγώ δυνατά: A... A... Α... ακούγω πίσω μου σιγανά... α... α... α... σε λίγο που το ’μάθε βάζει τις φωνές... A... A... Α… Να, αυτό ζηλεύω· να βλέπω καθένα να κάνει με κόπο τη δουλειά τουτο επιστημονικό, το οργανωμένο, μου επιβάλλεται· μπροστά στο παλιό, πέτρινο κτίριο, ένα μπαξεδάκι μικρό· φυτεύουν-άντρας, γυναίκα-σιάχνουν το χώμα, ποτίζουν λουλούδια, παραπέρα κουκκιά· η ζωή ανοιχτή, που δεν κλείνεται... Ο άρρωστος σηκώνεται κομμένος, μα καμώνεται, περισσότερο σκυφτός. Μας αρέσει... τίποτε, τα νεύρα οι μύγες που με τσιμπούν. Φύγαν όλοι στη δουλειά τους· μόνος· σκεπάζω τα μάτια, σκοτεινά, πέφτω στο κρεβάτι. «Μητέρα, ζηλεύω τ ’ άσπρο κεφάλι σου»· ύπνος ταραγμένος, μουγγός· τα δάχτυλα ζαρωμένα... Να δοκιμάσω· τα μάτια βουρκώνουν χωρίς να στάξουν. «Θέλω ένα δωμάτιο βαθύ γαλάζιο μ ’ ένα βασιλικό»... Νύχτα, μέρα, κλεισούρα κι η δουλειά να μην προχωρεί. Βράδυ σχέδιασα το κεφάλι το γυναικείο· κοίταξα τα μαλλιά να πέφτουν στους ώμους. Στην κάμαρη Μόνη - απόγνωση· τράβηξα στη θάλασσα, σκοτεινά· τα μάτια μου άδεια· ένα μαύρο κύμα, που έκανε να χυθεί και συγκρατιούνταν κι έβγαζε ένα γδούπο· αισθάνθηκα την εκμηδένιση: μια δυστυχία, απ’ όπου αισθάνεσαι μια ευτυχία άρρητη· ο κόσμος συγκεντρωμένος σε μια παρουσία· ευτυχία που υπάρχει αυτή η παρουσία, αυτός ο κόσμος έτσι, σα μια πόλωση στη δυστυχία μου.Σηκώθηκα· τι, ποιον να ευχαριστήσω; Η Κυρία έφυγε στην πόλη με το αμάξι· ησυχασμένος από μια νάρκη, αισθάνομαι τα μάτια μου να έχουν βγει. Το κορίτσι το ασθενικό, απάνω στο ξεγύρισμά του, στο δέσιμο, με κοιτάζει· ένα αίσθημα πικρό· δε βλέπουν μέσα μου τα ικριώματα; στάθηκα εξετάζοντας ως πού γελιέται το ένστιχτο η γοητεία που εξασκούσε, η έλξη από κατάδικο. Η πόρτα η κλειστή, άνοιξε· το μικρό υπηρετριάκι, μεγάλα μάτια, που έκλαιγε· με κοίταξε, βγήκε· σε λίγο έρχεται γυμνό- πετάχτηκα σαν κολασμένος· μα τι ήθελαν; έμεινα ως αργά τη νύχτα, σκέφτηκα. Τα μνήματα μας γεννούν την ηδονή, είπα. Πήγα ν’ αποχαιρετήσω·έπιασα το χεράκι από τη μικρούλα· της είπα που θα
ξανάρθω, να τη βρω· κούνησε το κεφάλι, το πρόσωπο σκεπασμένο με το
χεράκι του· μου είπε «ναι»... Τρίτη θέση δίπλα μου μια υπηρέτρια Στρατηγού· χαμογελώ ηλίθια· το τραίνο ξεκινά· βιάζομαι να χωθώ, στους σταθμούς κρύβομαι· επιστρέφω πίσω, στην πολιτεία, στους δικούς μου, με το αμάξι, από την αγορά· κοιτάζω στην κάμαρη τη στρωμένη να ’ρχεται τρεχάτη, τη Μητέρα μου· την είδα στα μάτια, παλιό μαλακό βελούδο, την έβλεπα· μέσα τους ζητούσα μια δικαιολογία που ζω...

Ξανάπεσα στη δουλειά· κούραση, ούτε καν κούραση· αγέρας, βροχή- χαρούμενος δεν είμαι· νομίζω τον εαυτό μου πως φοβάται το έξω· φοβάμαι πια, δε θέλω να βρέχομαι· μέσ’ απ’ το τζάμι κοιτάζω: πόρτες, παράθυρα, κλειστά· μισοκατεβασμένα τα στάρια, οι κουρτίνες. Μέσα στο σπίτι σκοτάδι. Δεν άναψαν ακόμα τα φώτα· τα παιδιά διαβάζουν προσπαθημένα. Κοιτάζω έξω αναστατωμένος, τα μολυβιά σύννεφα, τα φύλλα· ένας πόνος με τρυπά κάτω απ’ τ ’ αριστερό μου βυζί· καταλαβαίνω πως δεν μπορώ να ’μαι έξω· τα δέντρα όμως τα μεγάλα, τ ’ αψηλά, τι να γίνονται, με τους μεγάλους κλώνους, σαν κατοικίες από πουλιά, με πολλά πατώματα; Μέσα στον ουρανίσκο νιώθω μια σπιρτάδα από θειαφοκέρι· η ζέστη του σπιτιού, σα φαί ψημένο σε στάχτη, πάνω από κάρβουνα. Θα σηκωθώ να κοιτάξω στον καθρέφτη- το βράδυ οι καθρέφτες ομιλούν...
Τα θλιβερά μαντάτα έφθασαν καλογραμμένα, απάνω σε γαλάζιες γραμμές· ξανθά μου μαλλιά, πάει το γέλιο, η ελπίδα μιας ζωής ανακουφισμένης· έχω τη διαίσθηση κινδύνου, από βύθισμα σε βούρκο· οι αδυναμίες μου... τι είναι λοιπόν ο δυνατός; Πλάθει τη λάσπη του βρίζοντας. Έμεινα στα όνειρα, μένω στα όνειρα. Δε θα πιάσω το άσπρο χέρι, ανθό στα χέρια μου, δε θ’ ακούσω δικό μου, το τραγούδι ποτέ· μακριά απ’ τη θερμή ζύμη που ανεβαίνει και παίρνει τα δικά μας σχήματα· την αυγή, το χειμώνα, τη νύχτα ζύμωναν για με, τα γυμνά μπράτσα της· επανέρχομαι εκεί που κρίνομαι. Ο ΘΕΟΣ, η μεγάλη πραγματικότητα που μ ’ ελέγχει. «Ύπαρξη» του πατέρα, της μάνας μου· να σηκωθώ· ίσως· αλίμονο· νόμιζα πως θα ’σαι πάντα δική μου· τι πλάνη! έχασα το πολύτιμο πούθε να γυρίσω; τι να βρω; Δυο παιδάκια στο δρόμο μ ’ ένα λάχανο στην αμασχάλη· κοιτάζω τα λιγνά, άπλαστα ποδαράκια τους· ο πόνος μού συσπά το πρόσωπο. «Απώλεια»· δακρύζω· περνώ το ποταμάκι που άλλαξε με τη βροχή κοίτη· ένας αξιωματικός έρχεται καλπάζοντας, πίσω μου·με προσπερνά πηδώντας. Δεν αισθάνομαι ζήλια, περηφάνια που πάω πεζός· σα να μη θέλω να κρίνω από τη θέση μου. Περνώ μέσ’ από τη λάσπη· σκέφτουμαι: υπάρχει δρόμος; Κι αμέσως. «Δε μου μένουν παρά τα μισά χρόνια μου». Μια ησυχία παλιά με πλημμύρισε· μια ετοιμασία για το θάνατο- τα μάτια μου ησύχασαν. Είδαν μέσα στον κάμπο βαθιά, με τους καπνούς που καίουν...

Στρατής Δούκας
Στρατής Δούκας (1895 - 1983)

έλληνας πεζογράφος.

Βιογραφία

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ