Σιμά στο φωτεινό παράθυρο παίρνω κάτι για να φάω.
Η κάμαρη είναι σκοτεινή και μπορεί να δει κανείς τον ουρανό.
Βγαίνοντας έξω, οι ήσυχοι δρόμοι οδηγούν
μετά από λίγο, στην ανοιχτή εξοχή.
Τρώω και κοιτάζω τον ουρανό - ποιός ξέρει άραγε πόσες γυναίκες
να τρώνε αυτή την ώρα - το σώμα μου είναι ήρεμο·
η δουλειά κι η κάθε γυναίκα μού παραλύουν το σώμα.
Έξω, μετά απ' το απογευματινό φαγητό, θά 'ρθουν τ' αστέρια ν' αγγίξουν
τη γη πάνω στην απέραντη πεδιάδα. Τ' αστέρια είναι ζωντανά,
μα δεν αξίζουν όσο αυτά τα κεράσια, που τρώω εδώ μοναχός.
Βλέπω τον ουρανό, όμως ξέρω πως ανάμεσα
στις σκουριασμένες στέγες
κάποιο φως είναι κιόλας αναμμένο και, κάτω, αρχίζουν οι θόρυβοι.
Μια ρουφηξιά μεγάλη και το σώμα μου γεύεται τη ζωή
απ' τα φυτά κι απ' τα ποτάμια, και νοιώθει ξεκομμένο απ' όλα.
Αρκεί λίγη σιωπή κι όλα μένουν ακίνητα
στον πραγματικό τους τόπο, όπως ακίνητο είν' το σώμα μου.
Όλα είναι απομονωμένα μπροστά στις αισθήσεις μου,
που τα δέχονται χωρίς να τα ταράζουν: ένας ήχος σιωπής.
Μπορώ να ξέρω το κάθε τι μες στο σκοτάδι
όπως ξέρω ότι το αίμα κυλάει στις φλέβες μου.
Η πεδιάδα είναι η μεγάλη ροή του νερού μέσα στη χλόη,
τροφή για το κάθε τι. Όλα τα φυτά κι όλες οι πέτρες
ζουν ακίνητα. Ακούω τις τροφές μου να μού τρέφουν τις φλέβες
με το κάθε τι που ζει σ' αυτή την πεδιάδα.
Η νύχτα δεν έχει σημασία. Το τετράγωνο τ' ουρανού
μου ψιθυρίζει όλους τους θορύβους, κι ένα μικρό αστέρι
αγωνίζεται στο κενό, απομακρυσμένο από τις τροφές,
τα σπίτια, ξεχωριστό. Δεν αρκείται στον εαυτό του,
και χρειάζεται πολλούς συντρόφους. Εδώ στο σκοτάδι, μόνο,
το σώμα μου είναι ήρεμο και νοιώθει κυρίαρχο.
Μετάφραση: Χρίστος Γούδης