Φραντς Γιόζεφ Χάιντν: Ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της Δυτικής Μουσικής

Φραντς Γιόζεφ Χάιντν (Thomas Hardy, 1792)
Φραντς Γιόζεφ Χάιντν (Thomas Hardy, 1792)

Ο αυστριακός συνθέτης Φραντς Γιόζεφ Χάιντν (Franz Joseph Haydn, στην Ελλάδα τον γνωρίζουμε και ως Χάυδν) είναι ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της Δυτικής Μουσικής, με καθοριστική παρουσία και συμβολή στην κλασσική της περίοδο. Ευτύχησε να ζήσει πολλά χρόνια για την εποχή του και να παραστεί μάρτυς πολλών σημαντικών αλλαγών στη μουσική και την κοινωνία (Διαφωτισμός, Γαλλική και Αμερικανική Επανάσταση).

Με το έργο του επηρέασε την εξέλιξη της συμφωνίας, της σονάτας και του κουαρτέτου εγχόρδων κι έγινε κύρια πηγή έμπνευσης για συνθέτες όπως ο Μότσαρτ και ο Μπετόβεν, που με την πληθωρική παρουσία τους επισκίασαν την προσφορά του δασκάλου τους.

Ο Χάυδν άφησε πίσω του ένα μεγάλο σε έκταση και ποιότητα έργο, αποτελούμενο από σχεδόν 1.200 συνθέσεις. Μεταξύ αυτών: 104 Συμφωνίες, 80 κουαρτέτα εγχόρδων, 50 σονάτες για πιάνο, 24 κοντσέρτα, 20 όπερες, 90 χορωδιακά έργα, 100 τραγούδια.

Παιδικά Χρόνια (1732-1739)

Το σπίτι του Χάυδν στο Ροράου
Το σπίτι του Χάυδν στο Ροράου

Ο Φραντς Γιόζεφ Χάυδν γεννήθηκε στις 31 Μαρτίου 1732 στο Ροράου, ένα χωριό της Αυστρίας, στα σύνορα με την Ουγγαρία. Ήταν το δεύτερο από τα 12 παιδιά του αμαξοποιού Ματίας Χάυδν και της υπηρέτριας Άννας Μαρίας Κόλερ. Ο πατέρας του κέρδιζε αρκετά για να παρέχει μια άνετη διαβίωση στην πολυμελή οικογένειά του.

Από μικρός, ο Φραντς Γιόζεφ έδειξε ενδιαφέρον για τη μουσική και στα έξι του ο πατέρας του τον εμπιστεύθηκε στον θείο του Ματίας Φρανκ, δάσκαλο στη γειτονική πόλη Χάινμπουργκ, για να πάρει τα πρώτα του μαθήματα.

Συμμετείχε στη χορωδία του σχολείου και γρήγορα ξεχώρισε για τη φωνή του, ενώ έμαθε να παίζει διάφορα όργανα. Του έλειπε, όμως, η οικογενειακή θαλπωρή και -όπως έλεγε αργότερα- «έτρωγε πολλές βουρδουλιές, παρά φαγητό». Στο σπίτι του δεν ξαναγύρισε, παρά μόνο για σύντομες επισκέψεις.

Ο Γιόζεφ, μόλις πέντε χρονών παιδάκι, καθόταν δίπλα στους γονείς του και κρατώντας ένα μπαστουνάκι το κινούσε ρυθμικά πάνω στον βραχίονά του, θέλοντας να μιμηθεί ένα μουσικό που έπαιζε βιολί. Ο δάσκαλό τους, τότε, παρατήρησε ότι ο μικρός Γιόζεφ κρατούσε με ακρίβεια τον χρόνο και συμπέρανε ότι ήταν προικισμένος με ταλέντο μουσικού.

Στη Χορωδία του Αγίου Στεφάνου (1739-1749)

Ο καθεδρικός του Αγίου Στεφάνου
Ο καθεδρικός του Αγίου Στεφάνου

Σε ηλικία επτά ετών, ο Γιόζεφ Χάυδν γίνεται μέλος της παιδικής χορωδίας στον καθεδρικό ναό του Αγίου Στεφάνου στη Βιέννη, χάρη στη γνωριμία του θείου του με τον διευθυντή της Γκέοργκ Ρόιτερ, διακεκριμένο συνθέτη εκκλησιαστικής μουσικής εκείνο τον καιρό. Παραμένει εσώκλειστος στο Κάπελχάους, ένα παλιό και χωρίς ανέσεις κτίριο, όπου διαβιούσαν οι μικροί χορωδοί.

Οι πολλές υποχρεώσεις της χορωδίας καθιστούσαν προβληματική τη μουσική εκπαίδευση των παιδιών. Ο Χάιδν μελετούσε μόνος του όσο μπορούσε. Μυήθηκε στα έργα των μεγάλων συνθετών κι έμαθε λατινικά. Ήταν, εν πολλοίς, ένας αυτοδίδακτος μουσικός.

Τον Νοέμβριο του 1749 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χορωδία, επειδή η φωνή του δεν ικανοποιούσε πλέον τον Γκέοργκ Ρόιτερ.

Φαίνεται ότι στην απόφαση του Ρόιτερ να απομακρύνει τον Χάιδν από τη χορωδία συνέτεινε η γνώμη της αυτοκράτειρας Μαρίας Θηρεσίας, η οποία κάποια μέρα ακούγοντας το παιδί να τραγουδάει είπε στον Ρόιτερ «Αυτός δεν τραγουδάει, αλλά τσιρίζει σαν φασιανός».
Την εποχή του Χάυδν οι ευνούχοι (καστράτοι) είχαν ακόμη πέραση στη μουσική. Ήταν άνδρες που υποβάλλονταν εν γνώσει τους σε εκτομή των γεννητικών τους οργάνων, για να διατηρήσουν την παιδική τους φωνή (σοπράνο ή άλτο), αφού γυναίκες ήταν αποκλεισμένες από τις εκκλησιαστικές χορωδίες και την όπερα. Ο Χάυδν είχε μια θαυμάσια φωνή ως παιδί και ο διευθυντής της χορωδίας του πρότεινε να γίνει καστράτος. Δέχθηκε με ενθουσιασμό την ιδέα, μέχρι τη στιγμή που ο έντρομος πατέρας του επισήμανε στο νεαρό παιδί τις συνέπειες. Στις 28 Ιουλίου 1741 άφησε την τελευταία του πνοή στη Βιέννη ο Αντόνιο Βιβάλντι. Στη νεκρώσιμη ακολουθία, που έγινε στον καθεδρικό ναό του Αγίου Στεφάνου, ο Γιόζεφ Χάυδν έψαλε μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της χορωδίας.

Ως ελεύθερος επαγγελματίας (1749-1761)

Ο Γιόζεφ Χάυδν σε νεαρή ηλικία
Ο Γιόζεφ Χάυδν σε νεαρή ηλικία

Εγκαταλείποντας την παιδική χορωδία, ο Χάιντν αναγκάζεται να εργαστεί ως ελεύθερος επαγγελματίας, παίζοντας βιολί και άλλα πληκτροφόρα όργανα ή διδάσκοντας μουσική. 

Αυτή την περίοδο, που διαρκεί περίπου δέκα χρόνια, λαμβάνει κάποια επιπλέον μαθήματα μουσικής σύνθεσης από τον Νίκολα Πόρπορα, σημαντικό ιταλό συνθέτη και δάσκαλο τραγουδιού.

Μετά την εκδίωξή του από τη χορωδία του Αγίου Στεφάνου, ο νεαρός Γιόζεφ έπρεπε να επιστρέψει είτε στο Ροράου, είτε στον θείο του Χάινμπουργκ. Χωρίς λεφτά για το εισιτήριο της επιστροφής, πέρασε το πρώτο βράδυ σ' ένα παγκάκι της Βιέννης, μέσα στο κρύο και τη βροχή. Την επόμενη μέρα συνάντησε κατά τύχη ένα παλιό του γνώριμο, τον τενόρο Γιόχαν Σπάνγκλερ, ο οποίος τον βοήθησε στα πρώτα του βήματά στη Βιέννη. Του παραχώρησε τη σοφίτα του σπιτιού του και μοιραζόταν το φαγητό με την οικογένειά του.

Μεταξύ 1750 και 1754 ο Χάυδν παρουσιάζει συνθέσεις του (μενουέτα, αλεμάντ, βαλς, τρίο), που τράβηξαν την προσοχή των φιλόμουσων Βιεννέζων για τη φρεσκάδα και την πρωτοτυπία τους, αν και οι κριτικοί επισήμαναν τα πολλά λάθη σε σχέση με τους κανόνες της αντίστιξης και της αρμονίας. Ο Χάυδν είχε γνώση της ελλιπούς μουσικής του μόρφωσης και συνέχισε να αποκαλεί τον εαυτό του αυτοδίδακτο.

Σε μία κρίσιμη καμπή της ζωής του, η μητέρα του τον συμβούλευσε να γίνει κληρικός. Ο Γιόζεφ με όλη την αγάπη και τον σεβασμό που της έτρεφε, δεν παρέλειψε να της πει ότι πίστευε στον Θεό, αλλά η αποστολή του στη γη ήταν διαφορετική.

Το 1759  ο Χάυδν διορίζεται ως μουσικός διευθυντής στην αυλή του κόμη Καρλ φον Μόρτζιν, όπου διευθύνει μία μικρή ορχήστρα, για την οποία συνθέτει και την πρώτη του συμφωνία. Ο Χάυδν κατορθώνει να αποκτήσει για πρώτη φορά μία μόνιμη θέση εργασίας και η ζωή του αλλάζει προς το καλύτερο. Στις 26 Νοεμβρίου 1860, σε ηλικία 28 ετών, παντρεύεται στον Άγιο Στέφανο της Βιέννης την 31χρονη Άννα Μαρία Κέλερ, κόρη γνωστού περουκοποιού και κομμωτή της Βιέννης και χρηματοδότη του Χάυδν. Σύντομα, όμως, ο κόμης Μόρτζιν, αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες και απολύει όλους τους μουσικούς της Αυλής του και τον Χάυδν.

Ο Χάυδν προμηθευόταν περούκες από το κομμωτήριο του Γιόχαν Πέτερ Κέλερ στο κέντρο της Βιέννης, γιατί «Η περούκα κάνει τον άνδρα», σύμφωνα με τις επικρατούσες αντιλήψεις της εποχής του. Σύντομα άρχισε να παραδίδει μαθήματα πιάνου στην κόρη του Κέλερ, Άννα Μαρία. Στο σπίτι των Κέλερ γνώρισε τη μικρότερη αδελφή της, την Τερέζα, και μεταξύ τους αναπτύχθηκε ένας κρυφός έρωτας. Ο Χάυδν ήταν έτοιμος να τη ζητήσει σε γάμο, αλλά η Τερέζα ήταν έτοιμη να αφιερωθεί στον Θεό.

Έτσι, ο Χάυδν αποφάσισε να παντρευτεί την Άννα Μαρία, από την υποχρέωση που ένοιωθε προς τον πατέρας της. Ένας άλλος βιογράφος του υποστήριξε ότι Χάυδν δεν είχε αγγίξει ποτέ του γυναίκα μέχρι τα 28 του. Κουβαλούσε ένα κόμπλεξ κατωτερότητας, καθώς θεωρούσε ότι ήταν άσχημος, κακοφτιαγμένος, κοντόχοντρος και το σκούρο δέρμα του απωθούσε τις γυναίκες. Δέχθηκε να κάνει γυναίκα του την Άννα Μαρία, ευρισκόμενος σε κακή ψυχολογική κατάσταση, από την άρνηση της Τερέζας. 

Ο γάμος του σύντομα θα αποδειχθεί αταίριαστος και γεμάτος προβλήματα. Η Άννα Μαρία ήταν ψυχρή, αυταρχική και θρησκόληπτη, περιφρονούσε τη μουσική του και αγαπούσε τη μεγάλη ζωή, τα ακριβά κοσμήματα και ό,τι κολάκευε την εμφάνισή της. Ο Χάυδν αναγκαζόταν να δανείζεται για να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της συζύγου του. Μη αντέχοντας τα καμώματά της κι επειδή δεν μπορούσε να του χαρίσει ένα παιδί, εύρισκε παρηγοριά στις αγκαλιές εφήμερων ερωμένων.

Πιο σοβαρός ήταν ο δεσμός του με τη νεαρή ιταλίδα σοπράνο Λουίτζα Πολτσέλι, παντρεμένη με συμπατριώτη της τενόρο. Το Παλάτι (των Εστερχάζι) βούιζε ότι ο μικρός γιος της ήταν καρπός του ερωτά της με τον Χάυδν.

Στην Αυλή των Εστερχάζι (1761-1790)

Την 1η Μαΐου 1761 ο Γιόζεφ Χάιντν βρίσκει μόνιμη εργασία στο παλάτι του ούγγρου πρίγκιπα Παλ (Παύλου) Άνταλ (Αντώνιου) Εστερχάζι στο Αϊζενσταντ (48 χιλιόμετρα νότια της Βιέννης), όπου μεταξύ άλλων είχε ένα θέατρο όπερας και δύο μεγάλα δωμάτια μουσικής. Οι Εστερχάζι  ήταν μία από τις ισχυρότερες και πλουσιότερες οικογένειες της Αυστριακής Αυτοκρατορίας και από τους σημαντικότερους υποστηρικτές της μουσικής και των τεχνών.

Ο Χάυδν ήταν υπεύθυνος, όχι μόνο για τη σύνθεση της μουσικής και τη διεύθυνση της ορχήστρας, αλλά και για την εκπαίδευση των μουσικών και τη συντήρηση ακόμα των οργάνων. Έφερε τον βαθμό του αξιωματικού και όχι του υπηρέτη, όπως όλοι οι άλλοι μουσικοί.

Το 1762 ο Παλ Άνταλ πέθανε και τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Μίκλος (Νικόλαος), ο επονομαζόμενος και Μεγαλοπρεπής για τα πανάκριβα και εκκεντρικά ρούχα που φορούσε, αλλά και τα πολλά χρήματα που ξόδευε για τη μουσική. Ο Χάυδν πηγαινοερχόταν μεταξύ Αϊζενσταντ και Εστερχάζα, της θερινής κατοικίας των Εστερχάζι, την οποία ο πρίγκιπας είχε ανακαινίσει πλήρως.

Έχοντας λύσει το βιοποριστικό του πρόβλημα, επιδόθηκε απερίσπαστος στη μουσική, γράφοντας μία σειρά από σπουδαία έργα. Δεν ένοιωθε αποκομμένος από την πολιτιστική ζωή, καθώς περιοδεύοντες θίασοι παρουσίαζαν έργα επιφανών συγγραφέων στα κάστρα του πρίγκιπα, ενώ αρκετά συχνά επισκεπτόταν τη Βιέννη.

Το καλοκαίρι του 1784, σ’ ένα ταξίδι του στη Βιέννη, ο Χάυδν γνωρίζει τον Μότσαρτ, που τότε μεσουρανούσε. Ο Χάυδν ήταν 58 ετών και ο Μότσαρτ 29 και σχεδόν αμέσως αναπτύχθηκε μεταξύ τους μια μεγάλη και ειλικρινής φιλία. Μετά από μία συναυλία ο Χάυδν είπε στον πατέρα του Μότσαρτ: «Σας δηλώνω ενώπιον του Θεού και στην τιμή μου ότι θεωρώ τον γιο σας ως τον μεγαλύτερο συνθέτη που γνώρισα». Την ίδια χρονιά ο Μότσαρτ αφιέρωσε στον Χάυδν τα έξι Βιεννέζικα Κουαρτέτα για έγχορδα (Κ 387, Κ421, Κ 428, Κ458, Κ464 και Κ465).
Ο πρίγκιπας Μίκλος Α’ Εστερχάζι ήταν λάτρης του μπάριτον, ενός οργάνου, που μοιάζει με το βιολοντσέλο και σήμερα είναι σχεδόν ξεχασμένο. Σ’ αυτόν οφείλεται το μεγαλύτερο μέρος της φιλολογίας του οργάνου. Μόνο ο Χάυδν συνέθεσε για τον εργοδότη του 175 έργα για μπάριτον, από τα οποία 126 ήταν τρίο για βιόλα, τσέλο και μπάριτον. Ο πρίγκιπας στις ελεύθερες ώρες του συνήθιζε να παίζει μπάριτον, με τη συνοδεία του Χάυδν στη βιόλα και του εκάστοτε τσελίστα της Αυλής. Ο Μίκλος ήταν καθαρά ερασιτέχνης μουσικός και ο Χάυδν φρόντιζε να του γράφει εύκολα μέρη για το όργανο, δεδομένης και της δυσκολίας στην εκτέλεσή του.

Λονδίνο και Βιέννη (1790-1809)

Μετά το θάνατο του πρίγκιπα Μίκλος, το 1790, ο διάδοχός του Άνταλ (Αντώνιος), που δεν ενδιαφερόταν για τη μουσική, αποφάσισε να απολύσει όλους τους μουσικούς της αυλής. Ο Χάυδν, πάντως, παρέμεινε και εξακολουθούσε να εισπράττει το μισθό του. Το γεγονός αυτό του επέτρεψε να έχει αρκετό ελεύθερο χρόνο και να αποδεχτεί την πρόσκληση του ατζέντη Γιόχαν Σάλομον για μία περιοδεία στο Λονδίνο, με την υποστήριξη μιας μεγάλης ορχήστρας.

Παρότι δεν γνώριζε ούτε μια λέξη αγγλικά και παρά τις προειδοποιήσεις των φίλων του, επιχείρησε το μεγάλο ταξίδι για εκείνη την εποχή. Έφτασε στο Λονδίνο την πρωτοχρονιά του 1791, όπου παρέμεινε για τους επόμενους 18 μήνες και οι εμπειρίες που αποκόμισε είχαν ζωηρό αντίκτυπο στο έργο του. Οι συμφωνίες που έγραψε κατά την πρώτη και δεύτερη επίσκεψη στο Λονδίνο (1794-1795) αποτελούν το αποκορύφωμα του συμφωνικού του έργου. Στην Αγγλία γνώρισε τέτοια δόξα, που δεν είχε ποτέ του φανταστεί στην Αυστρία.

Μετά τις περιοδείες του στο Λονδίνο, ο Χάυδν εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Βιέννη, όπου συνέθεσε κυρίως θρησκευτική μουσική. Πέθανε στη Βιέννη στις 31 Μαΐου 1809. Στην κηδεία του τιμές του απέδωσαν τόσο οι Βιεννέζοι όσο και οι Γάλλοι, που εκείνο τον καιρό κατείχαν την Αυστρία. Την τελευταία στιγμή δεν παρέστη ο Μέγας Ναπολέων, θερμός θαυμαστής του Χάυδν.

Ο Χάυδν υπήρξε δάσκαλος του Μπετόβεν το 1792. Εκτιμούσε ιδιαίτερα τον μαθητή τους και αποδείχτηκε προφητικός όταν δήλωνε: «Αυτός ο νεαρός θα γίνει μια μέρα ένας από τους μεγαλύτερους συνθέτες της Ευρώπης και θα είμαι περήφανος που θα του μιλώ ως δάσκαλός του». Αντιθέτως, ο Μπετόβεν, γνωστός για την αλαζονεία του, δεν τον εκτιμούσε ιδιαίτερα ως δάσκαλό του. «…Δεν έμαθα τίποτα από αυτόν» είπε κάποτε σε μια ομήγυρη. Οι βιογράφοι του Χάυδν δίνουν κάποιο δίκιο στον Μπετόβεν, γιατί τον καιρό της μαθητείας τους ο Χάυδν ήταν ένας πολυάσχολος μουσικός, κινούμενος μεταξύ Λονδίνου και Βιέννης κι ένας περιστασιακός δάσκαλος, μη έχοντας αναπτύξει ένα δικό του σύστημα διδασκαλίας.

Μια μέρα στη ζωή του Γιόζεφ Χάυδν

  • Εγερτήριο στις 6:30 π.μ. το καλοκαίρι και στις 7 π.μ. το καλοκαίρι.
  • Ντύσιμο και καθημερινό ξύρισμα.
  • Στις 8 το πρωινό. Αμέσως μετά καθόταν στο πιάνο και σχεδίαζε τα πρώτα σκίτσα των συνθέσεών του.
  • Στις 11:30 δεχόταν καλεσμένους ή έβγαινε βόλτα.
  • 2 - 3 μ.μ. Ωρα του μεσημεριανού φαγητού.
  • Μετά το γεύμα διάβασμα κάποιου βιβλίου.
  • 4 - 8 μ.μ. Επιστροφή στις μουσικές του ασχολίες.
  • 8 - 9 μ.μ Βραδινή έξοδος.
  • 9 με 10 μ.μ. Διάβασμα ή ενορχήστρωση κάποιου έργου του.
  • 10 μ.μ. Δείπνο αποκλειστικά με ψωμί και κρασί, εκτός αν είχε φιλοξενούμενους στο σπίτι, οπότε αυτή η συνήθεια παραβιαζόταν. Του άρεσαν τα αστεία στο τραπέζι και οι εύθυμες συζητήσεις.
  • 11:30 - 12 μ.μ. Βραδινή κατάκλιση.

Σπουδαία έργα του Χάυδν

Κοντσέρτο για βιολοντσέλο αρ. 2 σε ρε μείζονα

Γράφτηκε το 1783 για το φίλο του βιολοντσελίστα Αντονίν Κραφτ, ο οποίος το πρωτοερμήνευσε. Για πολλά χρόνια αμφισβητείτο η αυθεντικότητά του, μέχρι που το 1951 ανακαλύφθηκε μια παρτιτούρα με την υπογραφή του Χάυδν.

Κουαρτέτο Εγχόρδων αρ. 62 σε ντο μείζονα

Μία από τα πιο γνωστές και ωραιότερες συνθέσεις του συνθέτη είναι το κουαρτέτο εγχόρδων αρ. 62, που έγραψε το 1797 και αφιέρωσε στον ούγγρο κόμη Ερντέντι. Ονομάζεται και Αυτοκρατορικό, επειδή το δεύτερο μέρος του έργου (Αντάτζιο) βασίζεται στον ύμνο των Αψβούργων Ο θεός σώζει τον αυτοκράτορα Φραγκίσκο, που γράφτηκε από το Χάυδν και αργότερα έγινε ο Εθνικός Ύμνος της Γερμανίας.

Κοντσέρτο για τρομπέτα σε μι ύφεση

Το Κοντσέρτο για τρομπέτα είναι ένα από τα πιο γνωστά του έργα. Γράφτηκε το 1796, όταν ο συνθέτης ήταν 64 ετών, για τον φίλο και συμπατριώτη του τρομπετίστα Άντον Βάιντιγκερ, που μεσουρανούσε εκείνο το διάστημα στο καλλιτεχνικό στερέωμα και συνεισέφερε αρκετά στην εξέλιξη του οργάνου.

Συμφωνία αρ. 94 σε σολ μείζονα

Είναι η δεύτερη από τον κύκλο των Συμφωνιών που γράφτηκαν στο Λονδίνο. Φέρει και την επωνυμία Συμφωνία της Εκπλήξεως, εξαιτίας μιας ξαφνικής έντονης συγχορδίας που έρχεται από το πουθενά, μετά την ήρεμη εισαγωγή του Αντάντε. Λέγεται ότι ο Χάυδν είχε διαπιστώσει ότι το λονδρέζικο κοινό που παρακολουθούσε τις συναυλίες του μετά το δείπνο είχε την τάση να αποκοιμιέται, όταν η μουσική ήταν αργή ή ήρεμη. Για να «εκδικηθεί» όσους δεν έδιναν σημασία στη μουσική του, έγραψε αυτό το δυνατό σημείο, οπότε όσοι είχαν παραδοθεί στις αγκάλες του Μορφέως εύκολα προδίδονταν στους διπλανούς τους. Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στις 23 Μαρτίου 1792 στο Λονδίνο, με μεγάλη επιτυχία.

Συμφωνία αρ. 100 σε σολ μείζονα

Είναι η όγδοη από τις 12 Συμφωνίες του Λονδίνου και ολοκληρώθηκε το 1794. Ονομάζεται και Στρατιωτική, επειδή ο Χάυδν χρησιμοποίησε κρουστά που σχετίζονται με την οθωμανική στρατιωτική μουσική (τύμπανα, ντέφια κλπ.), αλλά και για τις φανφάρες που περιέχει.

Συμφωνία αρ. 101 σε ρε μείζονα

Είναι η ένατη από τις 12 Συμφωνίες του Λονδίνου και ολοκληρώθηκε το 1794. Ονομάζεται και Συμφωνία του Ρολογιού, εξαιτίας των ρυθμικών της μερών, που θυμίζουν το εκκρεμές του ρολογιού. Η πρεμιέρα δόθηκε στις 3 Μαρτίου του 1794, με μεγάλη, όπως πάντα, επιτυχία για έργο του Χάυδν.

Συμφωνία αρ. 104 σε ρε μείζονα: Finale - Spiritoso 06:50

Το συμφωνικό φινάλε του Χάυδν. Ονομάζεται και του Λονδίνου, καθώς είναι η τελευταία από τις 12 Συμφωνίες του Λονδίνου. Γράφτηκε το 1795 και η πρεμιέρα της δόθηκε στις 4 Μαΐου του ίδιου χρόνου στο Λονδίνο, με μεγάλη επιτυχία.

Συμφωνία αρ. 45 σε Φα δίεση

Γράφτηκε για τον πάτρονα του Χάυδν πρίγκιπα Μικλός Εστερχάζι, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη θερινή του κατοικία στην Εστερχάζα το καλοκαίρι του 1772. Ονομάστηκε του Αποχαιρετισμού, επειδή σχετίζεται με ένα περιστατικό που συνέβη στην πρεμιέρα της. Η παραμονή των μουσικών στην Εστερχάζα είχε παραταθεί πέραν του αναμενομένου και οι μουσικοί της ορχήστρας δυσανασχετούσαν, επειδή είχαν καιρό να δουν τις οικογένειές του. Ο Χάυδν μετέφερε το αίτημα στον πρίγκιπα, αλλά αυτός αδιαφόρησε. Έτσι, κατά τη διάρκεια του φινάλε της Συμφωνίας οι μουσικοί άρχισαν να αποχωρούν ένας - ένας, αφού πρώτα έσβηναν το κερί του αναλογίου τους. Στο τέλος έμειναν δύο μουγγά βιολιά, που τα κρατούσαν ο Χάυδν και ο εξάρχων Λουίτζι Τομαζίνι. Ο πρίγκιπας εκτέθηκε στους υψηλούς προσκεκλημένους του και έξω φρενών απείλησε να απολύσει όλη την ορχήστρα. Την επομένη φαίνεται ότι έλαβε το μήνυμα και άφησε τους μουσικούς τους να επιτρέψουν στο Αϊζενσταντ.

«Η Δημιουργία», ορατόριο

Επηρεασμένος από τα ορατόρια του Χέντελ, ο Χάυδν έγραψε τη Δημιουργία, που βασίζεται σ’ ένα λιμπρέτο, μεταφρασμένο και διασκευασμένο στα γερμανικά, το οποίο προμηθεύτηκε στο Λονδίνο. Το αγγλικό κείμενο προοριζόταν αρχικά για τον ίδιο τον Χέντελ και ήταν έργο του Τόμας Λίνλεϊ. Βασίζεται σε εδάφια της Γενέσεως της Παλαιάς Διαθήκης και του Χαμένου Παραδείσου του Μίλτον και αναφέρεται στη δημιουργία του κόσμου. Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στις 29 Απριλίου 1798 στο παλάτι του πρίγκιπα Σβάρτζενμπεργκ στη Βιέννη. Η συναυλία, που επρόκειτο να δοθεί σε κλειστό κύκλο, προκάλεσε τέτοιο ενδιαφέρον, ώστε η αστυνομία της Βιέννης αναγκάστηκε να διαθέσει 12 πεζούς και 18 έφιππους αστυφύλακες για την τήρηση της τάξης. Η Δημιουργία ήταν το πιο δημοφιλές έργο του Χάυδν τον 19ο αιώνα και εξακολουθεί να παραμένει ένα από τα γνωστότερα ορατόρια.

«Οι τελευταίες επτά λέξεις του Σωτήρα μας στον Σταυρό»

Υπήρξε παραγγελία του επισκόπου της ισπανικής πόλης Κάδιξ για να παιχθεί κατά τη διάρκεια των λειτουργιών της Μεγάλη Παρασκευής. Η πρεμιέρα του δόθηκε το μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής του 1787 στον καθεδρικό ναό του Κάδιξ, μέσα σε υποβλητική ατμόσφαιρα. Η Εκκλησία ήταν καλυμμένη εσωτερικά με μαύρα πανιά. Το μοναδικό φως προερχόταν από ένα αναμμένο κερί στο κέντρο της εκκλησίας. Ο Χάυδν στοχάζεται μουσικά πάνω στα τελευταία λόγια του Χριστού, προτού παραδώσει το πνεύμα πάνω στο Σταυρό και μας δίνει ένα από τα πιο δυνατά έργα του.

«Οι Εποχές», ορατόριο

Μετά τη μεγάλη επιτυχία της Δημιουργίας, ο Χάυδν αποφάσισε να γράψει ακόμη ένα ορατόριο, τις Εποχές, που βασίστηκε στο ομώνυμο ποίημα του σκωτσέζου Τζέιμς Τόμσον. Το λιμπρέτο επεξεργάστηκε στα γερμανικά ο βαρώνος Γκότφριντ φαν Σβίτεν και αναφέρεται στην καθημερινότητα στη διάρκεια του χρόνου. Η πρεμιέρα δόθηκε στη Βιέννη στις 24 Απριλίου 1801, με επιτυχία όχι ανάλογη της Δημιουργίας. Ο Χάυδν παραπονιόταν για τις αδυναμίες του λιμπρέτου, γεγονός που οδήγησε σε ρήξη τις σχέσεις του με τον Σβίτεν. Οι κριτικοί επισήμαναν ότι ένα ορατόριο πρέπει να έχει «βαρύ» θέμα από την κλασική μυθολογία ή τη θρησκευτική ζωή και όχι ένα καθημερινό θέμα, όπως οι Εποχές.

Κοντσέρτο για πιάνο σε ρε μείζονα

Γράφτηκε μεταξύ 1780 και 1783, αρχικά για τσέμπαλο και στη συνέχεια ο Χάυδν το μετέγραψε για πιάνο. Είναι γνωστό περισσότερο το καταληκτικό του τμήμα Ρόντο αλ’ ουνγκαρέζε, αλλά και το εναρκτήριο Βιβάτσε είναι ένα απολαυστικό κομμάτι που σφύζει από ζωντάνια και χαρά.

Κουαρτέτο Εγχόρδων αρ. 53 σε ρε μείζονα, έργο 64 αρ. 5

Γράφτηκε μεταξύ 1787 και 1790 και είναι γνωστό και ως Κουαρτέτο του Κορυδαλλού (Lark Quartet), επειδή το πρώτο βιολί μιμείται τη φωνή του πουλιού. Είναι ένα από τα έξι κουαρτέτα εγχόρδων, που αφιέρωσε ο Χάυδν στον επικεφαλής των δεύτερων βιολιών της ορχήστρας του πρίγκιπα Εστερχάζι, Γιόχαν Τοστ. Τα έξι αυτά έργα είναι γνωστά και ως Tost Quartets και είναι από τα κορυφαία δείγματα του Χάυδν στο είδος αυτό.

Συμφωνία αρ. 31 σε ρε μείζονα

Η Συμφωνία αυτή είναι γνωστή και ως το Κάλεσμα του κόρνου, εξαιτίας των εκτεταμένων μερών για κόρνο που περιέχει. Το έργο γράφτηκε το 1865 και η πρεμιέρα δόθηκε το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου στο παλάτι των Εστερχάζι στο Αϊζενσταντ.

Συμφωνία Κοντσερτάντε σε σι ύφεση

Γράφτηκε το 1792 για τέσσερα σολιστικά όργανα: βιολί, τσέλο, όμποε και φαγκότο.

Κουαρτέτο Εγχόρδων σε φα μείζονα, έργο 3, αρ. 5

Το κουαρτέτο αυτό, όπως και τα υπόλοιπα πέντε της σειράς, αποδίδονται σήμερα στο μοναχό και συνθέτη Ρόμαν Χοφστέτερ (1742-1815), θαυμαστή μέχρι μιμητισμού του Χάυδν.

Κοντσέρτο για βιολί αρ.3 σε λα μείζονα

Ανακαλύφθηκε μόλις το 1949 στο μοναστήρι Μελκ της Αυστρίας από τον μουσικολόγο Ρόμπινς Λάντον. Σήμερα θεωρείται ως το πρώτο σπουδαίο κοντσέρτο για βιολί που μας έδωσε η περίοδος του κλασικισμού. Γράφτηκε πριν από το 1771 και είναι αφιερωμένο στον Λουίτζι Τομαζίνι, βιολονίστα στην αυλή των Εστερχάζι.

Τρίο για πιάνο, φλάουτο και βιολοντσέλο σε σολ μείζονα

Γράφτηκε μεταξύ 1789 και 1790 και η πρεμιέρα του δόθηκε στις 28 Ιουνίου 1790 στο παλάτι της Εστερχάζα. Είναι γνωστό ως Τρίο για Φλάουτο ή Τρίο για Πιάνο σε σολ μείζονα.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ