Όταν στην ηλικία των 17 ετών, ο Βίκτωρ Ουγκώ (Victor Hugo) κέρδισε το πρώτο βραβείο σ' ένα ποιητικό διαγωνισμό, ο ξακουστός Σατωβριάνδος τον αποκάλεσε «εξαιρετική φυσιογνωμία», προφητεύοντας έτσι το λαμπρό μέλλον του νεαρού συγγραφέα. Ο Ουγκώ επαλήθευσε την προφητεία κι έγινε μία από τις μεγαλύτερες λογοτεχνικές φυσιογνωμίες, όχι μόνο της Γαλλίας, αλλά και όλου του κόσμου.
Τη φήμη δεν την κέρδισε με την ποίησή του, αλλά με τα μυθιστορήματά του «Παναγία των Παρισίων» («Notre Dame de Paris», 1831) και «Οι Άθλιοι» («Les Miserables», 1862), που τον ανέδειξαν ως τον σπουδαιότερο συγγραφέα του Γαλλικού Ρομαντισμού. O Βίκτωρ Ουγκώ ασχολήθηκε και με την πολιτική και ως διακεκριμένος συγγραφέας πολιτικών κειμένων που ασκούσαν δριμεία κριτική στον βοναπαρτισμό και τον αυταρχισμό. Υπήρξε θερμός φιλέλληνας και υπέρμαχος της ενωμένης Ευρώπης.
Ο Βίκτωρ Ουγκώ («Βικτόρ Ιγκό» τον προφέρουν οι Γάλλοι) γεννήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1802 στην πόλη Μπεζανσόν της Ανατολικής Γαλλίας. Μεγάλωσε στη Ναπολεόντειο εποχή, τη γεμάτη από χλιδή, επίδειξη και επιτήδευση. Από μικρός βρέθηκε μέσα στην ατμόσφαιρα και τον ρυθμό της, γιατί ο πατέρας του που ήταν στρατιωτικός και ανήκε στην αυλή του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, ταξίδευε πολύ ως απεσταλμένος του Αυτοκράτορα. Η οικογένειά του τον συνόδευσε στα ταξίδια αυτά, και η Ρώμη, η Νεάπολη, η Μαδρίτη, είναι μερικά από τα μέρη όπου έζησε ο μικρός Βίκτωρ.
Η πτώση όμως του Ναπολέοντα στέρησε την οικογένεια Ουγκώ από την άνετη και πλούσια ζωή. Ο πατέρας, που είχε φτάσει τον βαθμό του κόμη, τέθηκε υπό περιορισμό στην Μπλουάζ και του μειώθηκε το εισόδημα μόλις στις 40 λίρες το χρόνο.
Ο ποιητής Βίκτωρ Ουγκώ
Ο Βίκτωρ Ουγκώ φοίτησε σε σχολείο του Παρισού και μόλις τα έβγαζε πέρα με τα λίγα χρήματα που είχε. Δεν φαίνεται όμως να ενδιαφερόταν πολύ γι’ αυτό, γιατί οι λογοτεχνικές του φιλοδοξίες είχαν αρχίσει να ικανοποιούνται. Σε ηλικία 14 ετών έγραφε σ' όλα τα είδη του λόγου, από απλούς στίχους ως μελοδράματα. Το βραβείο της ποίησης που κέρδισε, του έδωσε θάρρος να συνεχίσει.
Αν και επί ένα έτος μετά το ευτυχές εκείνο γεγονός ήταν αναγκασμένος να μένει σε μια σοφίτα της οδού Ντι Ντραγκόν, παρέα με ποντίκια, έγραφε ωστόσο με μεγάλη επιμέλεια, επιμονή και αυτοπεποίθηση, αρετές που δεν του έλειψαν ποτέ στη ζωή του.
Το 1822 η πρώτη έκδοση του ποιητικού τόμου «Ωδές και άλλα ποιήματα» («Odes et poésies diverses») προσέλκυσε την προσοχή και την εύνοια του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΗ’, που του εξασφάλισε μία ετήσια χορηγία. Με γεμάτο το βαλάντιο, ήταν σε θέση να επιχειρήσει κάτι που πάντα σκεπτόταν, αλλά ποτέ δεν είχε τολμήσει - τον γάμο. Παντρεύτηκε την αγαπημένη του Αντέλ Φουσέ, με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά μέχρι τον θάνατό της το 1868.
Η συγγραφική του σταδιοδρομία τώρα είχε αρχίσει επίσημα. Η ποίηση της εποχής εκείνης ήταν έντονα ρομαντική, αλλά ρηχή και επιτηδευμένη. Ο Ουγκώ εγκατέλειψε τον παλιό αυτό ποιητικό τύπο και με τον δροσερό έντονο λυρισμό του εγκαινίασε μία νέα ποιητική τέχνη. Το έργο που του εξασφάλισε τον τίτλο του επαναστάτη του ρομαντισμού και του ηγέτη των νεωτεριστικών τάσεων της τέχνης, σ' όλες της τις εκδηλώσεις, ήταν το ποιητικό δράμα «Κρόμβελ», με τον περίφημο πρόλογο του.
Κι όμως, παρ’ όλες τις ποιητικές του δάφνες, τα οικονομικά του δεν ήταν πολύ ανθηρά ως την εποχή που καταπιάστηκε με το δράμα. Έγραψε το θεατρικό έργο «Ερνάνης» («Hernani»), το οποίο πρωταπαρουσιάστηκε στις 25 Φεβρουαρίου 1830. Η έκδοσή του, αλλά και η μεταφορά του σε όπερα από τον Τζουζέπε Βέρντι το 1844 του απέφερε πολλά κέρδη.
«Η Παναγία των Παρισίων» και ο πολιτικός Βίκτωρ Ουγκώ
Λίγο αργότερα, το 1831, εξέδωσε το ιστορικό μυθιστόρημα «Η Παναγία των Παρισίων» («Notre Dame de Paris»), μία αναδρομή στη ζωή του μεσαίωνα επί βασιλείας Λουδοβίκου ΙΑ', που τον έκανε ακόμη πιο πλούσιο. Το έργο του αυτό καταδίκαζε μία κοινωνία, η οποία, στο πρόσωπο τού αρχιδιακόνου Φρολό και του στρατιωτικού Φοίβου, έκανε ακόμη μεγαλύτερη τη δυστυχία του καμπούρη Κουασιμόδου και της τσιγγάνας Εσμεράλδας.
Ενώ γραφόταν ακόμη η «Παναγία των Παρισίων», οι φοιτητές και οι φιλελεύθεροι αστοί ενθρόνιζαν έναν συνταγματικό βασιλιά Λουδοβίκο-Φίλιππο, κατά τις τρεις μέρες της Ιουλιανής Επανάστασης. Προς τιμήν τους, ο Ουγκώ έγραψε ένα ποίημα που το τιτλοφόρησε «Εμπνευσμένο από τον Ιούλιο του 1830» («Dicté après juillet 1830»), που ήταν ο προάγγελος της πλούσιας πολιτικής ποίησής του.
Εκείνη την περίοδο έγραφε ρόλους για μία νεαρή και όμορφη ηθοποιό, τη Ζιλιέτ Ντρουέ, με την οποία είχε συνδεθεί από το 1833. Η νεαρή ερωμένη του διέθετε όμως περιορισμένο ταλέντο και γρήγορα εγκατέλειψε τη σκηνή για ν’ αφοσιωθεί αποκλειστικά σ' αυτόν, παραμένοντας διακριτική και πιστή σύντροφός του έως τον θάνατό της, το 1883.
Η λογοτεχνική προσφορά του Ουγκώ αναγνωρίστηκε το 1841 με την εκλογή του, ύστερα από τρεις διαδοχικά αποτυχημένες προσπάθειες, ως μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας και με την είσοδό του, το 1845, στη Βουλή των Ομοτίμων (την Άνω Βουλή της Γαλλίας από το 1814 έως το 1848). Στις πολιτικές του παρεμβάσεις ο Ουγκώ υποστηρίζει μεταξύ άλλων την κατάργηση της θανατικής ποινής και κατακεραυνώνει την κοινωνική αδικία.
Μετά την ανατροπή του Λουδοβίκου Φιλίππου από την Επανάσταση του 1848, ο Βίκτωρ Ουγκώ εξελέγη βουλευτής της περιφέρειας του Παρισιού στη Συντακτική Εθνοσυνέλευση, προσχωρώντας στους δημοκρατικούς συντηρητικούς. Επανεξελέγη βουλευτής και στη Βουλή του 1849.
Ήταν μεταξύ των βουλευτών που ψήφισαν τον Λουδοβίκο-Ναπολέοντα, ανιψιό του Μεγάλου Ναπολέοντα, ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ο Λουδοβίκος-Ναπολέων όμως στις 2 Δεκεμβρίου 1851 οργάνωσε πραξικόπημα, που προκάλεσε έντονη αντίδραση των δημοκρατικών και του Ουγκώ προσωπικά, καθώς ανακήρυξε τον εαυτό του αυτοκράτορα, ανασύστασε τη γαλλική αυτοκρατορία και κυβέρνησε ως Ναπολέων Γ’.
Η αντίδραση κατεστάλη στις 4 Δεκεμβρίου και ο Ουγκώ για ν’ αποφύγει τις διώξεις δραπέτευσε στις Βρυξέλλες μεταμφιεσμένος σε εργάτη. Η εξορία του έμελλε να διαρκέσει έως την επανεγκαθίδρυση τhς δημοκρατίας, στις 4 Σεπτεμβρίου 1870.
Η εξορία και η παγκόσμια φήμη του Ουγκώ
Εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από την πατρίδα του έγραψε ένα από τα πιο δυνατά μυθιστορήματά του - τους «Αθλίους», (εκδόθηκε το 1862). Στις σελίδες του ξετυλίγεται μια ζωντανή εικόνα της Γαλλίας στο πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα, μία εικόνα που χρησίμευσε ως πλαίσιο της δραματικής ιστορίας του κυνηγημένου μικροκακοποιού Γιάννη Αγιάννη από τον αστυνόμο Ιαβέρη.
«Οι Άθλιοι» («Les Misérables») χαρακτηρίστηκαν σαν κοινωνικό ευαγγέλιο των ηθικών και πολιτικών αρετών και φραγγέλιο των κακών της τότε αστικής κοινωνίας. Το πολυσέλιδο μυθιστόρημά του γιγάντωσε τη φήμη του Ουγκώ σε όλο τον κόσμο. «Οι σελίδες του αποτελούν λυρικές εποποιίες πρωτογενούς φύσεως» έγραψε ο Κωστής Παλαμάς. Η έκδοση των «Αθλίων» σημείωσε πρωτοφανή επιτυχία στα εκδοτικά χρονικά. Μία επιτυχία που κανένα άλλο βιβλίο, εκτός από την «Αγία Γραφή» δεν γνώρισε.
Με την ανακήρυξη της Γ’ Γαλλικής Δημοκρατίας το 1870, που ακολούθησε την ήττα της Γαλλίας από την Πρωσσία, επιτράπηκε στον Ουγκώ να επιστρέψει στη Γαλλία. Η είσοδός του στο Παρίσι υπήρξε θριαμβευτική. Η φήμη του ήταν ήδη παγκόσμια. Επανεκλέγεται βουλευτής, αλλά παραιτείται έπειτα από ένα μήνα.
Κατά τη διάρκεια της Κομμούνας των Παρισίων, την οποία αποδοκίμασε, αναγκάστηκε και πάλι να εγκαταλείψει τη Γαλλία και να ζήσει στις Βρυξέλλες και μετά στο Λουξεμβούργο. Επιστρέφοντας στο Παρίσι, δεν εξελέγη βουλευτής, αλλά ονομάστηκε ισόβιος Γερουσιαστής το 1876. Είναι το είδωλο της ριζοσπαστικής αριστεράς κι ένας κατ’ εξοχήν δημοφιλής λαϊκός συγγραφέας.
Ο Βίκτωρ Ουγκώ και η Ελλάδα
Ένα από τα πιο αξιόλογα έργα του Ουγκώ, τα «Ανατολικά» («Les Orientales», 1826), είναι εμπνευσμένο από την Ελληνική Επανάσταση του 1821. O φιλελληνισμός του, που φανερώνεται με το έργο αυτό, παρέμεινε θερμός και αγνός και δεν άφησε ευκαιρία, από το '21 μέχρι τον Κρητικό Αγώνα του 1866, να εκδηλώνεται, σαν ένα ιερό σύμβολο της θρησκείας του που λεγόταν Ελευθερία. Το πιο γνωστό ποίημα από αυτή τη συλλογή είναι «Το Ελληνόπουλο» («L' enfant grec»), το οποίο αναφέρεται στην Καταστροφή της Χίου (1822) και πρωτομεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Κωστή Παλαμά.
Την 1η Δεκεμβρίου 1866, συγκλονισμένος από τον αγώνα του Κρητικού λαού για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού μετά και την ανατίναξη της Μονής Αρκαδίου, ο Ουγκώ έστειλε επιστολές στους αγωνιζόμενους Κρητικούς, οι οποίες δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Κλειώ» της Τεργέστης. Μία από τις οποίες κατέληγε: «Η Κρήτη είναι Ελλάδα. Λογαριάστε με κοντά σας και σαν συγγραφέα και σαν πολίτη [...] Ανήκω στην Ελλάδα όσο και στη Γαλλία».
Η σχέση του Ουγκώ με την Ελλάδα υπήρξε αμφίδρομη. Ο ρομαντικός συγγραφέας δεν εμπνεύσθηκε μόνο από τους αγώνες των Ελλήνων για ελευθερία και δικαιοσύνη, αλλά υπήρξε και ο ίδιος με το πληθωρικό του έργο πηγή έμπνευσης για την ελληνική λογοτεχνία, αλλά και για την ελληνική πολιτική σκέψη. Η πρώτη μετάφραση των «Αθλίων» στα ελληνικά έγινε το 1863 – σχεδόν ταυτόχρονα με τη γαλλική έκδοση – από τον λόγιο και εκδότη Ιωάννη Ισιδωρίδη Σκυλίτση (1819-1890) και αποτέλεσε πραγματικό σταθμό στην πορεία της ελληνικής πεζογραφίας.
Το 1882 η φήμη του Βίκτωρος Ουγκώ είχε φθάσει στο απόγειό της. Στην 80ή επέτειο των γενεθλίων του τον επευφήμησαν 600.000 συμπατριώτες του και μία από τις κεντρικές λεωφόρους του Παρισιού πήρε το όνομά του. Τρία χρόνια αργότερα, στις 22 Μαΐου 1885, ο Βίκτωρ Ουγκώ άφησε την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 83 ετών. Του έγινε δημόσια κηδεία. Η σορός του εκτέθηκε σε δημόσιο προσκύνημα με τιμητική φρουρά κάτω από την Αψίδα του Θριάμβου – ταιριαστή τιμή στον μεγάλο άνδρα των Γαλλικών Γραμμάτων – και τάφηκε στο Πάνθεον.
- Διαβάστε: Βίκτωρ Ουγκώ - Αποφθέγματα