Ο Πέλος Κατσέλης υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του ελληνικού θεάτρου και δασκάλους της υποκριτικής τέχνης.
Γιος του Νικόλαου και της Ελεωνόρας Κατσέλη, ο Πελοπίδας Κατσέλης γεννήθηκε στο Ναζλί της Μικράς Ασίας το 1907. Ξεκίνησε τις γυμνασιακές του σπουδές στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης και τις ολοκλήρωσε στο παράρτημά της στην Αθήνα. Το 1924 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου, όπου είχε δάσκαλο τον Φώτο Πολίτη.
Στη διάρκεια των φοιτητικών του χρόνων πραγματοποίησε δημοσιεύσεις σε νεανικά περιοδικά, ενώ αργότερα συνεργάστηκε ως κριτικός και αρθρογράφος με περιοδικά έντυπα (Εμπρός, Ελληνικά Γράμματα, Επιθεώρηση Τέχνης, Νεοελληνικά Γράμματα κ.ά.), στα οποία συχνά υπέγραφε ως «Σουδενίτης» από τον τόπο καταγωγής του πατέρα του, το χωριό Σουδενά της Ηπείρου (νυν Άνω Πεδινά Ιωαννίνων).
Συνέχισε τις θεατρικές σπουδές του στην Αυστρία (Βιέννη, 1933) και τη Γερμανία από το 1937 έως το 1939 (Μόναχο, Βερολίνο, Δρέσδη, Φρανκφούρτη). Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γερμανία συνεργάστηκε με την εφημερίδα «Η Καθημερινή», ως ανταποκριτής της. Εξέδωσε δύο μελέτες για το έργο του Σέξπιρ: «Οθέλλος: Νόημα και χαρακτήρες (1933) και «Κριτικά δοκίμια και μελέτες γύρω απ’ το θέατρο: Ρωμαίος και Ιουλιέτα – Ο Σαίξπηρ κωμωδιογράφος» (1943).
Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε ως ηθοποιός, ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια, ως ιδρυτικό μέλος του Θεατρικού Φοιτητικού Ομίλου. Η πρώτη του σκηνοθετική παρουσία χρονολογείται το 1929, οπότε σκηνοθέτησε το έργο του Λέοντος Τολστόι «Το ζωντανό πτώμα» (θίασος «Σπουδή», θέατρο Αθήναιον). Το 1939 ανέλαβε καθήκοντα ως διευθυντής και σκηνοθέτης του περιοδεύοντος κλιμακίου του Εθνικού Θεάτρου «Άρμα Θέσπιδος», θέση στην οποία παρέμεινε ως το 1941.
Συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, την Εθνική Λυρική Σκηνή, την Εθνική Ραδιοφωνία, τον εταιρικό θίασο του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών «Άρμα Θεάτρου», καθώς και με θιάσους του ελεύθερου θεάτρου. Από το 1951 έως το 1959 διετέλεσε καλλιτεχνικός σύμβουλος της Ελληνικής Περιηγητικής Λέσχης. Στη διάρκεια της συνεργασίας του πραγματοποίησε θεατρικές παραστάσεις σε ανοικτούς χώρους και με τη συμμετοχή του κοινού (Ύδρα, Ναύπακτος, Μεσολόγγι, Λίνδος), στο πλαίσιο της θεωρίας του για μια λαϊκή και στρατευμένη θεατρική τέχνη, την οποία ο ίδιος ονόμασε «Φυσικό Θέατρο».
Από το 1941 έως το 1946 δίδαξε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, ενώ δίδαξε, επίσης, στην Ανωτέρα Σχολή Κινηματογράφου και Θεάτρου Σταυράκου (1956). Το 1957 ίδρυσε δική του δραματική σχολή, η οποία έφερε το όνομά του.
Στον κινηματογράφο κατέγραψε μόνο μία σκηνοθεσία, όταν το 1933 μετέφερε στη μεγάλη οθόνη το θεατρικό έργο του Θεόδωρου Συναδινού «Δεσποινίς Δικηγόρος» με πρωταγωνίστρια τη Μιράντα Θεοχάρη. Η ταινία άρχισε να προβάλλεται στις 17 Απριλίου 1933 κι έλαβε αρνητικές κριτικές.
Στην προσωπική του ζωή νυμφεύτηκε σε πρώτο γάμο με την πρόωρα χαμένη ηθοποιό και σταρ του βωβού κινηματογράφου Μαίρη Σαγιάνου (1909-1932) και σε δεύτερο γάμο με την επίσης ηθοποιό Αλέκα Κατσέλη, με την οποία απέκτησε δύο κόρες, την ηθοποιό Νόρα Κατσέλη και την οικονομολόγο και πολιτικό Λούκα Κατσέλη.
Ο Πέλος Κατσέλης πέθανε στην Αθήνα στις 19 Αυγούστου 1981, σε ηλικία 74 ετών.