Ο Γιώργος Σαραντάρης ήταν έλληνας ποιητής, φιλόσοφος, κριτικός, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, που εντάσσεται στη γενιά του ‘30. Υπήρξε ένας από τους πρώτους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης στο μεσοπόλεμο κι ένας από τους πρώτους εισηγητές του υπαρξισμού στη χώρα μας.
Ο Γιώργος Σαραντάρης γεννήθηκε στις 20 Απριλίου 1908 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γιος του εμπόρου Δημητρίου Σαραντάρη και της Μαθίλντας Σωτηρίου. Και οι δύο γονείς του κατάγονταν από το Λεωνίδιο Αρκαδίας. Σε ηλικία τεσσάρων ετών εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Μπολόνια της Ιταλίας. Φοίτησε σε ιταλικά σχολεία και σπούδασε νομικά στα πανεπιστήμια της Μπολόνια και της Μετσεράτα. Παρότι αναγορεύτηκε διδάκτωρ με τη διατριβή «Το δίκαιο ως τεχνικός κανόνας» δεν ασχολήθηκε επαγγελματικά με τα νομικά στη διάρκεια του σύντομου βίου του, αλλά αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στην ποίηση και τη φιλοσοφία και ζούσε με ένα μικρό εισόδημα που του απέφεραν κάποια ακίνητα που είχε κληρονομήσει. Στην Ιταλία έγραψε τους πρώτους στίχους του, στα ιταλικά και στα ελληνικά και δημοσίευσε ποιήματα στην ιταλική και γαλλική γλώσσα.
Το Μάρτιο του 1931 ήρθε στην Αθήνα για να υπηρετήσει τη θητεία του και τα επόμενα χρόνια κινήθηκε στους λογοτεχνικού κύκλους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, παίρνοντας μέρος στις πνευματικές ζυμώσεις της δεκαετίας του ‘30. Στα ελληνικά γράμματα πρωτοεμφανίστηκε ουσιαστικά το 1933 μέσα απ’ τις σελίδες του περιοδικού «Νέα Ζωή» με το διήγημα «Μάρθας βίος», με το οποίο εισήγαγε στον ελληνικό χώρο το είδος του γαλλικού αντιμυθιστορήματος (antiroman) και τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε και την πρώτη του ποιητική συλλογή «Οι αγάπες του χρόνου. Ακολούθησαν οι συλλογές «Ουράνια» (1934), «Αστέρια» (1935) και «Στους φίλους μιας άλλης χαράς» (1940). Πολλά ποιήματά του υπήρχαν διάσπαρτα στα «Νέα Γράμματα», «Νέα Εστία», «Κύκλος» και «Μακεδονικές Ημέρες».
Η ποίησή του, με επιρροές από τον ιταλό μοντερνιστή ποιητή Τζουζέπε Ουνγκαρέτι, κινείται στο πλαίσιο της αναζήτησης του απολύτου ενάντια στη φθορά της ανθρώπινης υπόστασης, εκφρασμένης μέσω της κατάργησης της παραδοσιακής ποιητικής φόρμας και της γλωσσικής έκφρασης. Το 1961, ο φίλος του Γιώργος Μαρινάκης εξέδωσε συγκεντρωμένα γνωστά και άγνωστα ποιητικά και άλλα κείμενά του, καθώς κι ένα μέρος των ιταλικών και γαλλικών ποιημάτων του με τον τίτλο «Ποιήματα ιταλικά και γαλλικά». Το 1987 ο Μαρινάκης επιμελήθηκε, σχολίασε κι εξέδωσε σε πέντε τόμους το σύνολο του ποιητικού του έργου (ελληνικό και ξενόγλωσσο) με τίτλο «Ποιήματα».
Ως στοχαστής, ο Σαραντάρης, όπως γράφει ο δικηγόρος και ποιητής Κώστας Σοφιανός, «συμπλέει εκλεκτικά με τον Κίρκεγκωρ, του οποίου υπήρξε εκ των εισηγητών στη μεσοπολεμική Ελλάδα· αποδέχεται κριτικά τον Νίτσε· ανάγεται, όπως ο Παρμενίδης, στο απόλυτο είναι, που νοεί όμως ως Φύση, Θεό, άνθρωπο και όχι ως αφηρημένο τι «άσχετο προς τη ζωή» και συγκλίνει με τον Ντοστογιέφσκι στην πορεία προς τον Χριστό – πρότυπο έμπρακτης αγάπης του συγκεκριμένου ανθρώπου (του πλησίον, του άλλου, όχι του αφηρημένως νοουμένου ανθρώπου), ενώ αντιτίθεται προς τον Εγελιανισμό, τον Φροϋδισμό και τον Μαρξισμό. Το φιλοσοφικό του έργο είναι εκ προθέσεως ασυστηματικό και αντιακαδημαϊκό, κατά το ύφος· δεν παραθέτει βιβλιογραφία, πρωτοτυπεί στη σύλληψη των βασικών του ιδεών και, μολονότι συγκροτημένος, πολύγλωσσος και γνώστης σοβαρός του αντικειμένου του, υπόκειται μάλλον στις αιφνίδιες τροπές της έμπνευσης παρά στην πειθαρχία του σπουδαστηρίου». Ο Γιώργος Σαραντάρης, εξέδωσε τα δοκίμια «Συμβολή σε μια φιλοσοφία της ύπαρξης» (1937), που θεωρείται η πρώτη μελέτη του υπαρξισμού στην Ελλάδα, «Η παρουσία του ανθρώπου» (1938) και «Δοκίμιο λογικής σα θεωρία του απολύτου και του μη απολύτου» (1939).
Το 1940 πολέμησε στο Μέτωπο της Βορείου Ηπείρου, κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του συμπολεμιστή του, Οδυσσέα Ελύτη, η υγεία του κλονίστηκε και αρρώστησε, πιθανότατα από τύφο. Στις 25 Φεβρουαρίου 1941, ο ποιητής και στοχαστής Γιώργος Σαραντάρης έφυγε από τη ζωή, στα 32 χρόνια του.
Ποιήματα του Γιώργου Σαραντάρη έχουν μελοποιήσει ο Μάνος Χατζιδάκις («Ποιος είν τρελός από έρωτα» με τη Φλέρυ Νταντωνάκη), ο Νότης Μαυρουδής («Τα λιποθυμισμένα περιβόλια» με τη Νένα Βενετσάνου και «Μου φαίνεται πως η Άνοιξη» με τη Μόρφω Τσαϊρέλη), ο Θέμος Λεονάρδος («Δε σε φιλάω» με τη Σωτηρία Λεονάρδου) και η Δάφνη Αλεξανδρή.