Ο Μεσσήνιος στρατιωτικός και πολιτικός Κωνσταντίνος Κουμουνδούρος διετέλεσε Πρόεδρος της Βουλής από τις 12 Οκτωβρίου 1908 έως τις 12 Μαΐου 1909.
Γεννήθηκε στην Καλαμάτα (κατ’ άλλους στην Αβία της Μεσσηνιακής Μάνης ή το Οίτυλο της Λακωνικής Μάνης) στις 20 Νοεμβρίου 1846 και ήταν γιος του κορυφαίου πολιτικού και δεκάκις πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κουμουνδούρου από τον πρώτο του γάμο με την Αικατερίνη Κωνσταντήμπεη Μαυρομιχάλη.
Σταδιοδρόμησε ως στρατιωτικός,φτάνοντας μέχρι τον βαθμό του υποστρατήγου. Κατατάχθηκε στο στράτευμα ως εθελοντής τον Απρίλιο του 1867 και κατόπιν φοίτησε επί πενταετία στην Σχολή Ευελπίδων. Έλαβε μέρος στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897, ως επικεφαλής μικτού αποσπάσματος της 2ας Ταξιαρχίας του Στρατού Ηπείρου και κατόρθωσε να ανακόψει τις προελαύνουσες τουρκικές φάλαγγες στην περιοχή «Πέντε Πηγάδια».
Μετά τον πόλεμο, εφ' όσον δεν ήταν βουλευτής, υπηρέτησε σε μονάδες και μετά την Επανάσταση του 1909 ανέλαβε τη διοίκηση της 1ης Μεραρχίας (Λάρισας), την οποία άσκησε ως την αποστράτευσή του.
Αρκετά νέος εξελέγη δήμαρχος Οιτύλου και στη συνέχεια, ενώ έφερε το βαθμό του υπολοχαγού, έλαβε μέρος στις βουλευτικές εκλογές του 1879 και εξελέγη εκπροσωπώντας την επαρχία Μεσσήνης (1879-1886). Ακολούθως διετέλεσε βουλευτής Μεσσηνίας (1887-1892), Οιτύλου (1899-1904), Καλαμών (1906- 1910) και Μεσσηνίας (1910, 1912-1922).
Μετά τον θάνατο του πατέρα του, συνεργάστηκε με την πολιτική παράταξη του Θεόδωρου Δηλιγιάννη και υπήρξε σημαίνον στέλεχος του κόμματός του. Στη δεύτερη κυβέρνηση Δηλιγιάννη ανέλαβε τη διεύθυνση του Υπουργείου Ναυτικών (24/10/1890-18/2/1892). Διαφωνώντας, όμως, με την πολιτική γραμμή του αρχηγού του, αποχώρησε από το κόμμα του, και συντάχθηκε με την αντίπαλη (τρικουπική) παράταξη, στην οποία γινόταν τότε αλλαγή ηγεσίας.
Όταν νέος αρχηγός αναδείχθηκε ο Γεώργιος Θεοτόκης, τον οποίο υποστήριξε, ανέλαβε το Υπουργείο Στρατιωτικών στις 2 Απριλίου 1899. Σύντομα ήρθε σε ρήξη με τον διάδοχο Κωνσταντίνο για τον οργανισμό του Στρατού και παραιτήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου. Τέτοια ήταν η συμπάθεια των στελεχών του στρατεύματος προς το πρόσωπό του, ώστε κατά την τελετή του Νέου Έτους οι αξιωματικοί επιδεικτικά αντί να μεταβούν να χαιρετίσουν τον νέο υπουργό Νικόλαο Τσαμαδό, μετέβησαν στην οικία του Κουμουνδούρου.
Κατά την συνεδρίαση της 12ης Οκτωβρίου 1908, ο Κωνσταντίνος Κουμουνδούρος εκλέχθηκε Πρόεδρος της Βουλής και επιτέλεσε τα υψηλά καθήκοντά του έως τις 12 Μαΐου 1909.
Ως κοινοβουλευτικός άνδρας ήταν «δριμύτατος και επιθετικός εις τας πολιτικάς αγορεύσεις του εις την Βουλήν, οι δε πολιτικοί αρχηγοί τόν ησθάνοντο. Ήτο θαρραλέος με ύφος έντονον και ζωηρόν, παραστατικώτατος δε εις τας εικόνας του και με μεγάλην ετοιμότητα πνεύματος απήντα εις τας προς αυτόν διακοπάς. Ο τόνος του δε ήτο τοιούτος, ώστε απεστόμωνε και αφώπλιζε τον αντίπαλόν του. Η φράσις του “Ό Θεός επενέβη σκανδαλωδώς υπέρ της Ελλάδος” διά την πρόληφιν των κινδύνων, ους διέρχετο το Έθνος, θα μείνη παροιμειώδης», έγραψε στην νεκρολογία του η εφημερίδα «Σκριπ».
Μετά τον θάνατο του Γεωργίου Θεοτόκη ακολούθησε τον Δημήτριο Γούναρη στην ίδρυση του Λαϊκού Κόμματος. Υπήρξε αδιάλλακτος πολέμιος του βενιζελισμού και οι αγορεύσεις κατά των πολιτικών του Ελευθερίου Βενιζέλου «ηκούοντο μετά πολλής προσοχής». Όταν ο Γούναρης έγινε για πρώτη φορά πρωθυπουργός, ο Κουμουνδούρος, ο οποίος χαρακτήριζε την πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου ως «αντεθνικήν και ξενόφιλον», πήγε στο Υπουργείο Στρατιωτικών για να χαιρετίσει τον Γούναρη είπε με συγκίνηση:«Πατώ επί τέλους επί ελληνικού εδάφους».
Ο Κωνσταντίνος Κουμουνδούρος πέθανε στην Αθήνα στις 26 Ιανουαρίου 1924, σε ηλικία 77 ετών. «Ο εκλιπών υπήρξε ως άνθρωπος αγαθώτατος και ανεξίκακος, επισύρων την γενικήν αγάπην και συμπάθειαν, υπερήφανος δε και με επίγνωσιν του στρατιωτικού του καθήκοντος. Γενναίος προς τους αντιπάλους του, ευθύς και ειλικρινής τον χαρακτήρα, ερρίπτετο αποφασιστικώς εις τους πολιτικούς και εθνικούς αγώνας άνευ ουδεμιάς ιδιοτελείας και υστεροβουλίας και αποθνήσκει χωρίς να έχη κανένα εχθρόν, πλείστους όμως φίλους ευεργετηθέντας παρ’ αυτού, όστις αφιλοκερδώς ηννόει να εξυπηρετή πάντα φίλον και γνωστόν αυτώ», καταλήγει η νεκρολογία του «Σκριπ».