Έλληνας πεζογράφος που διακρίθηκε ως διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος και εκπαιδευτικός.
Ο Χριστόφορος Μηλιώνης γεννήθηκε το 1932 στο Περιστέρι Ιωαννίνων. Φοίτησε στη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων και σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης.
Υπηρέτησε τη Μέση Εκπαίδευση στην Ελλάδα και την Κύπρο, ως καθηγητής, γυμνασιάρχης και σχολικός σύμβουλος. Από το 1976 έως το 1983 μετείχε στην ομάδα εργασίας, η οποία συνέταξε τα κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας για τους μαθητές της Μέσης Εκπαίδευσης.
Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1954 με ένα διήγημα στο περιοδικό «Ηπειρωτική Εστία». Την πρώτη συλλογή διηγημάτων του εξέδωσε το 1961, με τίτλο «Παραφωνία». Ακολούθησαν οι συλλογές διηγημάτων «Το πουκάμισο του Κενταύρου» (1971), «Ακροκεραύνια», (1976), «Τα διηγήματα της Δοκιμασίας» (1978), Καλαμάς και Αχέροντας (1985), « Χειριστής ανελκυστήρος» (1993), «Το μικρό είναι όμορφο» (1997), «Τα φαντάσματα του Γιορκ» (1999), «Μια χαμένη γεύση» (1999), «Η φωτογένεια» (2002), «Το μοτέλ. Κομμωτής κομητών» (2005) και τα μυθιστορήματα «Δυτική Συνοικία» (1980) και «Σιλβέστρος» (1987). Το έργο του περιλαμβάνει, ακόμη, φιλολογικές μελέτες, δοκίμια, μεταφράσεις από τα αρχαία ελληνικά («Αποταμίευμα ποιητικής ύλης», 2002) και άρθρα σε εφημερίδες.
Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1986), το Βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω» (2000) και το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (2005). Υπήρξε μέλος των εκδοτικών ομάδων των περιοδικών «Ενδοχώρα» (1959-1966) και «Δοκιμασία» (1973-1974) και ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Ήταν σύζυγος της ομότιμης καθηγήτριας της γαλλικής φιλολογίας Τατιάνας Τσαλίκη.
Ο Χριστόφορος Μηλιώνης πέθανε στις 5 Ιανουαρίου 2017, σε ηλικία 85 ετών.
Είπαν...
Το σύνολο σχεδόν τής κριτικής που ασχολήθηκε με την πεζογραφία του Χριστόφορου Μηλιώνη έχει επισημάνει τις αυτοβιογραφικές πηγές της και τον παράγοντα μνήμη που την εμψυχώνει. Ταυτόχρονα έχει επισημανθεί ότι, μέσα από τους προσωπικούς τόνους, αναγνωρίζονται καταστάσεις που παραπέμπουν σε γεγονότα τής σύγχρονης ιστορίας. Εκείνο που τελικά εκτιμάται στο έργο του δεν είναι τα ίδια τα γεγονότα, αλλά η ανθρώπινη συνείδηση στην οποία εγγράφηκαν ανεξίτηλα. Αυτή η μετατόπιση τού κέντρου βάρους τής αφήγησης από το περιστατικό στην τραυματική του διάσταση, αυτές οι «αδέσποτες εικόνες», που όμως έχουν υπαγορευθεί από εκτενές αναμνησιακό τοπίο, συναρμολογούν μια δική τους πραγματικότητα. Ξεκινώντας από μια αισθητική αντίληψη, όπου ο λόγος έχει απολήξεις άμεσα ή έμμεσα λυρικές και οι συμβολισμοί δεν αναγνωρίζονται, και αφού δοκιμάστηκε σε νεωτερικούς τρόπους, ευαίσθητα επιλέγοντας τα σημεία προσέγγισής τους, στα τελευταία πεζογραφήματά του, χωρίς κάθε φορά να απομακρύνεται αισθητά από τον ρεαλισμό, τουλάχιστον κατά τις επί μέρους ενότητες τής αφήγησης, έχει οδηγηθεί σε μια γραφή ομαλή και βατή, που δρα υποβλητικά και πειστικά, δίχως η ροή της να διακόπτεται από εξωτερικά τεχνάσματα.
Αλέξανδρος Αργυρίου, κριτικός λογοτεχνίας
Κεντρική σημασία σε όλα τα πεζά του Χριστόφορου Μηλιώνη έχει η μνήμη, ο απεριόριστος και αεικίνητος χρόνος της αναθύμησης, της αναπόλησης. Όλα συμβαίνουν εκεί, καθώς σχεδόν όλες οι ιστορίες του εκκινούν από προσωπικά βιώματα και αναπτύσσονται έπειτα διασταλτικά μέσω της συγγραφικής φαντασίας, με τη χρησιμοποίηση προσώπων που αφηγούνται για λογαριασμό του. Επίσης, κεντρικό ρόλο στις μικρές και μεγάλες ιστορίες του Μηλιώνη παίζει το περιβάλλον, συνήθως ο εξω-αστικός χώρος, η ενδοχώρα των Ιωαννίνων και το φυσικό τοπίο της, εκεί όπου ο ίδιος άρχισε να σχηματίζεται ως συνείδηση και εκεί όπου απέκτησε τα νεανικά και παιδικά του βιώματα, συσχετισμένα σχεδόν πάντοτε με το βαρύ αποτύπωμα της ιστορίας της Κατοχής και του Εμφυλίου, και των δραματικών επιπτώσεών της δράσης της στη ζωή των ανθρώπων.
Ως άξιος συνεχιστής μιας πεζογραφικής παράδοσης που ξεκινά από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και φτάνει ως τον Δημήτρη Χατζή και τον Γιώργο Ιωάννου, στην οποία παράδοση η αίσθηση και η έννοια του γηγενούς, της μητέρας πατρίδας, αποτελούν τον πυρήνα της ποιητικής τους, ο Μηλιώνης αντέταξε ως διαρκέστερο πυρήνα των μυθοπλασιών του την περιοχή της Ηπείρου. Εκεί έστησε το τοπίο της προσωπικής του μυθολογίας. Θρύλοι, ακούσματα δικά του, εικόνες από δημοτικά τραγούδια, παραμύθια, αναμνήσεις που διαπλέουν τον παρελθόντα και παρόντα χρόνο, υπήρξε η πρωταρχική του ύλη. Ο μετρημένος, βασανισμένος, ασκητικός μικρόκοσμος της Ηπείρου, έγινε μέσω της λογοτεχνικής του αναπαράστασης, ο κόσμος της δημιουργικής φαντασίας που τον έκαναν στη συνέχεια αγαπητικά δικό τους οι αναγνώστες του. Αυτός ο λογοτεχνικός χώρος έγινε, βιβλίο το βιβλίο, το πεδίο της νοσταλγικής του καταφυγής, της κάθαρσης από τη φθορά του αστικού βίου, της λύτρωσης από τον ισοπεδωτικό και απρόσωπο ρυθμό της ζωής στην πόλη. Ακόμα κι όταν δεν κατονομάζεται γεωγραφικά, υπονοείται καθαρά από την υποβλητική περιγραφή του αδρού, ορεινού τοπίου και των αρχέγονων σχέσεων των ανθρώπων. Από την ελεγειακή ψυχική διάθεση όσων έζησαν εκεί σε συνθήκες άκρως λιτοδίαιτες, αλλά πλούσιες ως προς την εσωτερική ζωή.Αλέξης Ζήρας, κριτικός λογοτεχνίας