Βιντεοκάμερα «Panasonic»

    Είχαν περάσει τόσα χρόνια χωρίς να πάρω μήνυμά του, ώστε όταν πέρσι το καλοκαίρι μου έστειλε από τη Γερμανία τη βιντεοκάμερα «Panasonic», ήταν σα να ’βγαινε από άλλον κόσμο. Τι είναι ο άνθρωπος! είπα με το νου μου. 'Οταν τον πάρουν τα χρόνια, πιάνεται από τα μαλλιά του...
    Τον πρώτο καιρό βέβαια είχαμε ταχτική αλληλογραφία. Ήταν από τους πρώτους που είχαν φύγει για τη Γερμανία, πριν ακόμα ξεκινήσουν τα μεγάλα καραβάνια. Θυμάμαι μάλιστα καλά την τελευταία χρονιά που ήμασταν μαζί, καλοκαίρι του ’50, και με είχε αναστατώσει με τα εξωφρενικά όνειρά του. Τον έβλεπα εκείνες τις ημέρες αμίλητο και συλλογισμένο, σαν να ήθελε κάτι να μου εξομολογηθεί και πάλι δίσταζε. Το φέρσιμό του δεν ήταν καθόλου συνηθισμένο γι’ αυτόν, που ήταν πάντα  αυθόρμητος και εκδηλωτικός, σχεδόν θορυβώδης, και στην αρχή υπέθεσα πως είχε να κάνει με την αναχώρησή του και την ταραχή που ήταν
φυσικό να τον διακατέχει, όπως άλλωστε κι εμένα.
    «Σου συμβαίνει τίποτε;» τον ρώτησα κάποια στιγμή που ήμασταν μόνοι.
    «Δε θα με κοροϊδέψεις», μου λέει. «Κι ούτε θα το πεις σε κανένα».
    «Τάφος!» του λέω. Τον είδα που χλόμιασε:
    «Τι τάφος;» μου λέει.
    «Με ξέρεις, εγώ δε βγάζω κουβέντα».
    Κι άρχισε να μου διηγείται, σχεδόν τραυλίζοντας, το πρώτο όνειρό του:
    «Ήμουνα, λέει, πίσω από τον Αη-Νικόλα, στο ίσιωμα, κι εκεί φανερώθηκε μπροστά μου ένας άντρας ψηλόλιγνος, σαν ίσκιος – έμοιαζε κάπως με τον πατέρα μου, όπως τον ξέρω από κάτι παλιές φωτογραφίες. Προχώρησε μπροστά και μου ’κάνε νόημα να τον ακολουθήσω. Στάθηκε  “τρεις δρασκελιές” πιο πέρα από τον μεγάλο γκρέμμιθα. “Εδώ”, μου λέει, “να σκάψεις. Θα βρεις ένα κεφάλι με χρυσά δόντια. Αλλά πρόσεξε! Δε θα το πεις σε κανένα!”».
    Το ασυνήθιστο όνειρό του μου έκανε κι εμένα εντύπωση. Αργότερα έμαθα πως όνειρα σαν κι αυτά είναι από τα πιο συνηθισμένα. Εξάλλου κι ο τόπος, το πλάτωμα του Αη-Νικόλα, όπου περνούσαμε συχνά τις μέρες μας, βοηθούσε τέτοιες φαντασίες. Φαίνεται πως κάποτε το χρησιμοποιούσαν για νεκροταφείο, χωρίς καθορισμένα όρια. Αργότερα, όταν στα τέλη του περασμένου αιώνα, καθώς δείχνουν οι σκαλισμένες επιγραφές  σε διάφορα χτίσματα, η Κοινότητα απόχτησε ευμάρεια με τα εμβάσματα «των απανταχού συγχωριανών» και κυρίως της Κωνσταντινούπολης, έχτισαν τον περίβολο και περιόρισαν, όπως ήταν φυσικό, την έκτασή του, γύρω από την εκκλησία. Οι τάφοι, τότε, συνήθως δεν είχαν σταυρούς πέτρινους, αλλά «μάρτυρες», δηλαδή μια πέτρα στο μέρος του κεφαλιού, όπου κολλούσαν το κερί για τον νεκρό και το προστάτευαν από τον αγέρα στήνοντας γύρω του όρθιες πλάκες. Όσοι τάφοι είχαν μείνει έξω από τον περίβολο εγκαταλείφθηκαν, οι «μάρτυρες» με τον καιρό εξαφανίστηκαν κι ο χώρος έγινε τόπος βοσκής για τα γαϊδούρια την άνοιξη και παιγνιδαριό το καλοκαίρι. Κι επειδή, ως φαίνεται, είχε διατηρηθεί η ανάμνηση για την ιερότητά του, οι χωρικοί είχαν σεβαστεί τα μεγάλα του δέντρα, κάτι γκρεμμίθια με χοντρούς κορμούς —τριμμιθιές, που τα λένε αλλού- και στον ίσκιο τους καθόντουσαν καμιά φορά οι γερόντοι της γειτονιάς κι αγνάντευαν πέρα τα βουνά της Μουζίνας. Μόνο που
σε μια πλαγιά του, προς το ρέμα, είχαν ανακαλύψει άσπρη άμμο και τη βγάζανε για τις ανάγκες τους. Σκάβοντας όλο και πιο πάνω άρχισαν να ξεχώνουν τα παλιά μνήματα. Έβγαζαν τις πλάκες που σχημάτιζαν το «αντράκλωμα», δηλαδή το θάλαμο του νεκρού, και σκορπίζανε τα οστά του στο ρέμα. Αλλά όλα αυτά τα σκέφτηκα αργότερα, τότε δε με απασχολούσαν.
    «Λοιπόν;» ρώτησα τον Γιάννη.
    «Φοβάμαι να πάω μόνος μου», μου λέει.
    Συμφωνήσαμε να πάμε μαζί, μετά το μεσημέρι, την ώρα που δεν υπήρχε ψυχή έξω, στην κάψα του Αυγούστου. Ανεβήκαμε στο λόφο και πήγαμε ίσια στο μεγάλο δέντρο. Μετρήσαμε και ξαναμετρήσαμε «τρεις δρασκελιές» και μπήξαμε για σημάδι ένα λοστάρι, εκεί που λογάριαζε ο Γιάννης: «Να, εδώ μου ’δειξε». Αρχίσαμε ύστερα να σκάβουμε. Κάποια στιγμή ακούσαμε βήματα. Αφήσαμε τα σύνεργα και τρέξαμε πίσω από κάτι θάμνους. Η ζέστη ήταν αφόρητη κι ήμασταν κάθιδροι. Ξαπλώσαμε μπρούμυτα στο χώμα και περιμέναμε, ώσπου ένας περαστικός ξενοχωρίτης ξεμάκρυνε καβάλα στο άλογό του. Κάποια στιγμή ο
Γιάννης μου ψιθύρισε:
    «Ακούς;... Ένα ντουκ-ντουκ-ντουκ!... Σαν να κατεβαίνει μόνος του  ο λοστός!...»
    Σήμερα βέβαια όλα αυτά εξηγούνται, ακόμα κι εκείνος ο ρυθμικός χτύπος, όμως εκείνη τη στιγμή ένιωσα να χάνω τον κόσμο από τα μάτια μου. Ωστόσο πηδήσαμε επάνω και ριχτήκαμε πάλι στη δουλειά. Σε λίγο φάνηκε μια οριζόντια πλάκα. Ο Γιάννης την ανασήκωσε με την αξίνα. Αποκαλύφθηκε τότε η κάρα κι εκείνος την πήρε με τα δυο του χέρια. Ήταν κατάχλομος. Οι δυο σειρές, τα πάνω και τα κάτω δόντια του, ήταν όλα στη θέση τους, εφτάγερα, από κιτρινισμένο κόκαλο. Μείναμε
για λίγο άφωνοι, ύστερα ο Γιάννης εκσφενδόνισε το άχρηστο και απατηλό καύκαλο στη ρεματιά, εκεί που ροβολούσαν κατά καιρούς και τα άλλα. Ακούστηκε ο κούφιος του ήχος, ο τελευταίος στεναγμός του, καθώς έσκασε πάνω στο βράχο και θρυμματίστηκε.
    Σκεπάσαμε όπως όπως το σκάμμα και φύγαμε αμίλητοι – εκείνος προφανώς γυροφέρνοντας στο νου του τη μεταμέλειά του κι εγώ την ενοχή μου.
    Ωστόσο, λίγες μέρες πριν χωρίσουμε με πλησίασε και μου είπε: «Τον είδα πάλι απόψε...»
    «Πώς ήταν;»
    «Οπως και την πρώτη φορά, ψηλόλιγνος. Σαν ίσκιος. “Γιατί”, μου λέει, “το μαρτύρησες;”  Και προχώρησε στην άλλη άκρη, δίπλα στην πατουλιά, στο “κιβούρι του μπέη”. Μου ’δείξε μια τετράγωνη πέτρα, ένα αγκωνάρι, κάτω από τον γκρέμμιθα. “Θά ’ρθεις”, μου λέει, “εδώ και θα σηκώσεις την πέτρα. Θα σκάψεις και θα βρεις μια στρώση κάρβουνα. Θα σκάψεις πιο κάτω και θα βρεις μια κεραμίδα. Θα σηκώσεις την κεραμίδα και τότε θα βγει από κάτω ένα μεγάλο φίδι - να μη φοβηθείς. Αυτό θα γυρίζει εκεί γύρω, αλλά δε θα σε πειράξει. Να συνεχίσεις το σκάψιμο και θα βρεις ένα κλειδοπίνακο με χρυσαφικά. Αλλά πρόσεξε! Δε θα το πεις σε κανένα!”»
    «Και λοιπόν;» τον ρώτησα.
    «Πήγα», μου λέει. «Και τα βρήκα, όπως τα είπε. 'Εσκαψα ως τα κάρβουνα και πιο κάτω, ώσπου φάνηκε η κεραμίδα. Τότε φοβήθηκα και σκέπασα ξανά το λάκκο...»
    Τι να του ’λεγα; Ούτε κι εγώ θα τολμούσα. Άλλωστε, αν αλήθευε το όνειρό του, θα ήταν μάταιο πια. Πέρασα μονάχα κάποια μέρα από μακριά και κοίταξα. Φαινόταν ακόμα το χώμα σκαμμένο. Όλο και κάτι είχε αρχίσει να ψιθυρίζεται και στο χωριό, αλλά τότε όλοι φεύγανε, δεν τους κρατούσε τίποτε. Μπαίνοντας το φθινόπωρο φύγαμε κι εμείς - προσωρινά, όπως λογαριάζαμε. Εγώ για να σπουδάσω στη Θεσσαλονίκη, «ν’ ανοίξω τα μάτια μου», κι εκείνος στην Αθήνα, να βγάλει το ψωμί του. Κι όλα αυτά έπαψαν να ’χουν σημασία και ξεχάστηκαν.
    Στην αρχή λοιπόν δούλευε γκαρσόνι, πότε στου «Τσίτα» και στο
«Πικαντίλι», πότε στις ψαροταβέρνες του Τουρκολίμανου. Στη Γερμανία -ούτε ξέρω πώς βρήκε το δρόμο- έπιασε πρώτα δουλειά στο Μπόχουμ, αν καλά θυμάμαι, ύστερα στο Ντύσσελντορφ και μετά στην Κολωνία. Όλο και έβρισκε κάποιες δικαιολογίες να μου αραδιάσει στα γράμματά του για τις μετακινήσεις του, λες κι έπρεπε κάπου να λογοδοτεί: «Τώρα εσύ είσαι για μένα και πατέρας και μάνα και αδερφός, κανείς δε μου ’χει μείνει. Γι’ αυτό σου τα γράφω...» Εγώ όμως υποψιαζόμουν πως ο Γιάννης είχε βρει το πεδίο ελεύθερο, η Γερμανία μαστιζόταν τότε από λειψανδρία, εξαιτίας του πολέμου, ο Γιάννης προκαταλήψεις και αναστολές δεν είχε, γεροδεμένος ήταν, κι έβοσκε «σαν πουλάρι στα σπαρμένα»,
όπως άλλωστε ο ίδιος κάποια φορά μου θύμισε: «Θυμάσαι που βοσκούσαμε τα ζώα στους Μπακαλάδες και μας έφευγε το πουλάρι μου κι έμπαινε στα σπαρμένα; Τρέχαμε να το μαζέψουμε. Εκείνο άρπαζε από δω, άρπαζε από κει, φρούμαζε και κλωτσούσε, όταν ζυγώναμε, πηδούσε στο παρακάτω πεζούλι, ξαναγύριζε και τα ’κάνε όλα λίμπα...» Όλο έτσι μου ’γράφε, με τέτοιες αναδρομές, που, όπως φαίνεται, είχαν γίνει η γλώσσα του.
    Αλλά κι αυτή η ελευθερία του δεν κράτησε πολύ, κι ο Γιάννης βρέθηκε με την τριχιά στο λαιμό. «Μην τα ψιλοκοσκινίζεις», μου ’γράφε. «Είμαι τώρα σαν το άλογο του Δούκα που του περάσανε την τριχιά στο λαιμό κι η Λένη το σέρνει εδώ κι εκεί... Κι οι Γερμανίδες, ξέρεις, δεν είναι σαν τις δικές μας, σου κάνουν μαύρη τη ζωή. Τους θυμάσαι τους Γερμανούς στην Κατοχή; Ράουζ! Καπούτ! Όλο τέτοια. Για να καταλάβεις, τώρα είμαι δεμένος στο στύλο του αλωνιού, στον στρόερα, και φέρνω γύρα όσο φτάνει το σκοινί μου. Εδώ, στην Κολωνία...»
    Συνέχισε ωστόσο να μου γράφει για την οικογενειακή του ζωή - «εγώ δεν ήμουν μαθημένος από τέτοια, σωστό αργκελέδι, κι η δόλια η μάνα μου πώς να μ’ έκανε καλά; Το ότι έγινα κι εγώ άνθρωπος το χρωστάω στο σπίτι σας». Έγραφε για το «σόι» που σιγά σιγά ανακάλυπτε στη Γερμανία, τους «συμπεθέρους» - «κάτι κοκκινοπρόσωπους Γερμαναράδες, χιτλερικούς, και κάτι θειάδες χοντροκώλες», που τον βάζανε σε πειρασμό να τους τσιμπήσει τα καπούλια. Και τελικά, έλεγε, το αποτόλμησε στην πιο χοντρή, κι «αυτή χλιμίντρισε σαν τη φοράδα του Μάρκου στο κατώι, όταν την άφηναν απότιστη». Μου ’γράφε ακόμα για τ’ απαίσια φαγητά τους - «έχεις φάει ποτέ σου ρέγγες με μαρμελάδα» - για την τσιγκουνιά τους και για κείνο «το γερμανικό», δηλαδή το μισά μισά στην πληρωμή, όταν καθόντουσαν να πιούνε μια μπίρα.
    Μου τα ’γράφε σ’ έναν τόνο ανάλαφρο, κάτι σαν εντυπώσεις από σαφάρι στην Ευρώπη, θα λέγαμε, όμως εγώ που τον είχα ζήσει –σχεδόν είχε μεγαλώσει στο σπίτι μας- μπορούσα να διαβάζω περισσότερα στα γραφόμενά του. Ιδιαίτερα όταν μου έγραφε:
    «Χτες, Κυριακή, κατέβηκα μονάχος στο κέντρο της Κολωνίας. Κάθησα στα σκαλιά της Μητρόπολης - μια εκκλησιά δυο φορές σαν το Μελισσαριό, για να καταλάβεις. Ήμουν ένα μυρμήγκι, φοβόμουν πως θα με πατήσει κανένα ποδάρι...» Κι άλλοτε πάλι: «Το βράδυ βγήκα έξω από την πόλη. Περπάτησα στην όχθη του Ρήνου. Πλημμυρισμένος άκρη σε άκρη, τόσο νερό δεν έχεις δει. Θυμήθηκα το χωράφι μου στην Ποταμιά, που το ποτίζαμε με το κακάβι. Κερνούσαμε το καλαμπόκι ρίζα τη ρίζα... Μ’ έπιασε το παράπονο...»
    Αργότερα μου ’γράφε πως η Γερμανία γέμισε μετανάστες, Έλληνες, Ιταλούς, Τούρκους -« εγώ δεν έχω πολλά πάρε-δώσε μαζί τους. Μου θυμίζουν τις ακρίδες που είχαν πέσει σύννεφο, αν θυμάσαι, άνοιξη του ’47, και δεν αφήσανε φύλλο. Βρώμαγε ο τόπος...»
    Με τον καιρό τα γράμματα αραίωσαν, περιπλανιόμουν κι εγώ, μου ’χανε τον τορό. Όταν, ύστερα από μεγάλα διαστήματα, ξανάπαιρνα γράμμα του, παραπονιόταν: «Θυμάσαι που ακολουθούσαμε τις πατημασιές του λαγού πάνω στο φρέσκο χιόνι, στα χωράφια; Εκεί που λέγαμε πως να τος, λίγο ακόμα και τον πιάνουμε, σ’ εκείνες τις βουρβαλιές, ξαφνικά ο τορός του χανόταν, λες κι είχε βγάλει φτερούγες κι είχε πετάξει. Έτσι μου το πας κι εσύ».
    Εγώ του έγραφα: «Και γιατί δεν έρχεσαι κι εσύ μια φορά, να σου φύγει ο πόνος; Τόσος κόσμος πάει κι έρχεται. Τι ’ναι πια τα ταξίδια; Τρως λουκάνικα στη Γερμανία, που λέει ο λόγος, και πίνεις τη μπίρα σου στην Αθήνα». Στην αρχή μου απαντούσε πως ήθελε να μεγαλώσουν πρώτα τα παιδιά, να τα πάρει μαζί του, να ιδούν τα πατρικά τους –ποια πατρικά;- η Ρενάτε και ο Μπιλ, που είχαν τα ονόματα των γονιών του, της κυρα-Ρήνης και του Βασίλη, του πατέρα του - ούτε αυτός τον είχε γνωρίσει. Κι όταν τα παιδιά του θα ’πρεπε πια να είχαν μεγαλώσει, στις
υπομνήσεις μου απλώς δεν απαντούσε. Και τελικά έπαψε να μου γράφει κι έχασα, εγώ πια, τον τορό του. Κι όταν καμιά φορά τον έφερνα στο νου μου και μετρούσα τα χρόνια, «Ποιος ξέρει!» σκεφτόμουν. «Από δω και πέρα όλα είναι πιθανά».
    Και ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι πήρα ένα τηλεφώνημα. Ήταν ένας
άγνωστος. Έψαξε, μου είπε, στον Κατάλογο για το τηλέφωνό μου, ρώτησε και τις Πληροφορίες - και μου έκανε ένα σωρό ερωτήσεις, για να βεβαιωθεί πως ήμουν εγώ αυτός που ζητούσε και δεν είχε κάνει λάθος. Κι όταν βεβαιώθηκε, με πληροφόρησε πως ερχόταν από τη Γερμανία, και να περάσω από το ξενοδοχείο «Τιτάνια» στην Πανεπιστημίου, να παραλάβω ένα δέμα που μου στέλνει ο Γιάννης. Να το ζητήσω στη ρεσεψιόν, γιατί εκείνος έφευγε πρωί πρωί για την Κρήτη, την πατρίδα του. Τον ρώτησα για τον Γιάννη, τι γίνεται, και μου απάντησε πως ο ίδιος δεν τον γνώριζε προσωπικά, αλλά ένας κοινός φίλος τού το ’χε παραδώσει.
    Κατέβηκα και παρέλαβα το δέμα. Ήταν η βιντεοκάμερα, συσκευασμένη μέσα σε σακίδιο, με όλα τα εξαρτήματα κι ένα φυλλάδιο με οδηγίες. Πάνω στο φυλλάδιο καρφιτσωμένο ένα σύντομο γράμμα: «Ζεις; Ελπίζω πως θα φτάσει το δώρο στα χέρια σου. Η μηχανή είναι αυτόματη, εύκολη στη χρήση. Όταν μπορέσεις να πας στα μέρη μας, τράβηξέ μου μια δυο κασέτες και στείλε μού τες με το Ταχυδρομείο, συστημένες. Σου στέλνω αδειανές». Τόσο μόνο έγραφε, και τη διεύθυνσή του. Κατάλαβα. Ο Γιάννης δεν είχε πια καμιάν ελπίδα. Έπρεπε εγώ να
το φροντίσω...
    Μελέτησα με προσοχή τις οδηγίες, τράβηξα και μερικά δοκιμαστικά πλάνα στην Αθήνα. Παρά τις κάποιες ατέλειες στην αρχή, τα χέρια μου σε λίγο στρώσανε, το μάτι μου έπιανε αμέσως το θέμα. Τόσο βολική στη χρήση της και τόσο αποτελεσματική στη λειτουργία της. Συμπυκνώνει τον κόσμο, σκεφτόμουνα, σ’ ένα μικρό πακέτο που χωράει άνετα στην τσέπη του σακακιού. Multum in parvo, που λέγανε τα παλιά λεξικά. Όχι σε λέξεις πια, αλλά σε εικόνες.
    Αλλά μολονότι από τεχνική άποψη ήμουν έτοιμος, διάφορες απασχολήσεις ρουτίνας και υποχρεώσεις δε μου επέτρεψαν να ταξιδέψω μέσα στο καλοκαίρι, κι ούτε το φθινόπωρο. Αργότερα παρουσιάστηκε κάποια υπόθεση κι ήταν ανάγκη να πάω στα Γιάννενα. Σκέφτηκα λοιπόν να το συνδυάσω και να πεταχτώ κι ως το χωριό, έστω και στο μεσοχείμωνο, να τελειώνω και μ’ αυτή την εκκρεμότητα.
    Το ταξίδι μου ήταν μια ολόκληρη περιπέτεια, κι ίσως το διηγηθώ μιαν άλλη φορά. Έφτασα πάντως στο χωριό μια χειμωνιάτικη μέρα, μουντή, μ’ έναν ουρανό κρεμασμένο, θαρρείς και δεν αποφάσιζε αν έπρεπε να ρίξει βροχή ή να το γυρίσει στο χιόνι. Είχα μάλιστα αμφιβολίες για το φως, αν ήταν αρκετό για τις λήψεις μου - δεν ήξερα ακόμη τις δυνατότητες της Panasonic και την ευαισθησία του φακού της και του ηλεκτρονικού της συστήματος.
    Πρώτη φορά βρέθηκα σε τόση ερημιά! Ένα ολόκληρο χωριό χωρίς ούτε μια ψυχή, ούτε ένα τζάκι να καπνίζει μέσα στην παγωνιά. Στην απόλυτη κυριότητά μου. Γύριζα ολομόναχος στους έρημους δρόμους, σταματούσα και τραβούσα πλάνα από διάφορες οπτικές γωνίες. Έπαιρνα ένα ένα τα κατάκλειστα σπίτια της γειτονιάς μας, με τα σφιχτά σφαλισμένα παντζούρια και τις αμπαρωμένες αυλόπορτες - μαζί και το δικό μου.Μονάχα το δικό του δεν τόλμησα να το τραβήξω, αλλά το προσπέρασα επιδέξια, επειδή δεν ήταν πια παρά μια λιθοσουριά, σκεπασμένη από βάτα και χλίμερες. Φωτογράφιζα και μιλούσα, σχολιάζοντας τις εικόνες, για να βοηθήσω τη μνήμη του. Άκουγα τη φωνή μου στην ερημιά κι αγριευόμουν, έχανα την αίσθηση της πραγματικότητας, που λέμε.
    Ύστερα ανηφόρισα στον Αη-Νικόλα για μια τελική, πανοραμική λήψη. Στάθηκα σ’ ένα μικρό ύψωμα κι άρχισα να περιφέρω αργά τη μηχανή, ονοματίζοντας πάντα, φωναχτά, το κάθε πλάνο. Κάθε τόσο ζουμάριζα κι έφερνα κοντά τα αντικείμενα που υπέθετα πως θα είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για κείνον: Τους δύο καταρράχτες στο ρέμα, τους Μπακαλάδες, το Μελισσαριό με τους πανύψηλους γκρεμούς, τα βουνά της Μουζίνας, κι ύστερα το πλάτωμα του Αη-Νικόλα, τα μεγάλα δέντρα με τα γυμνά κλωνάρια και τους φαγωμένους κορμούς, σκούρους από τις υγρασίες, τον περίβολο όπου αναπαύονταν πια, ο ένας κοντά στον άλλον, όλοι οι χωριανοί μου κι όλοι οι δικοί μας. Κι όταν επιτέλους φάνηκε μπροστά στο φακό η ένδειξη THE END, δηλαδή Τέλος της ταινίας, τη στιγμή
που άρχιζε κιόλας να ψιχαλίζει, μπήκα στο αυτοκίνητο κι έβαλα μπρος
τη μηχανή.
    'Οταν γύρισα στην Αθήνα, έφτιαξα ένα αντίγραφο για μένα, έγραψα δύο λόγια του Γιάννη για το ταξίδι, πρόσθεσα κάποιες πληροφορίες για τη ζωή μου, τον ρωτούσα για κείνον -πότε λοιπόν θα σε δούμε;- και ταχυδρόμησα το γράμμα μαζί με την κασέτα. Συστημένο, όπως μου είχε πει.
    Σ’ ένα μήνα περίπου έλαβα το δικό του γράμμα. Όχι πια σαν εκείνα τ ’ ανάλαφρα και παιγνιώδη που ήξερα, αλλά εμφανώς ταραγμένο. Μετά τα τυπικά και τις ευχαριστίες, που έκανα τόσον κόπο για το χατήρι του, «αλλά πες μου, σε παρακαλώ», έγραφε, «ποιος είναι εκείνος ο ψηλόλιγνος που στέκεται όρθιος, ακουμπισμένος στον γκρέμμιθα, δίπλα στην πατουλιά που τη λέγαμε “του μπέη το κιβούρι”; Δεν μπορώ να ιδώ το πρόσωπό του και μ’ έχει κυριέψει μια ανεξήγητη αγωνία. Πέφτω στο κρεβάτι μου κι όλη τη νύχτα στέκεται μπροστά μου. Κοντεύω να τρελαθώ!»
    Το γράμμα του με αναστάτωσε. Βρήκα την κασέτα -κάπου την είχα τρυπώσει ανάμεσα στα βιβλία μου και δυσκολεύτηκα- και την έβαλα στο βίντεο. Ήμουν ολομόναχος στο σπίτι, νύχτωνε. Την παρακολούθησα από την αρχή με πολλή προσοχή, ώσπου έφτασα στα πλάνα με τον Αη-Νικόλα. Τα κοίταξα ένα ένα, καρέ καρέ που λένε, «πάγωσα» το πλάνο με την πατουλιά και το μεγάλο δέντρο, κοίταξα τον κορμό του. Και τότε πραγματικά είδα να διαγράφεται μέσα στη μουντή εικόνα μια όρθια φιγούρα ανθρώπου, ακουμπισμένη στον κορμό του δέντρου. «Ψηλόλιγνη», όπως το έγραφε. Ένας άντρας ασάλευτος, που είχε στραμμένο αλλού το πρόσωπό του. Πώς δεν την είχα παρατηρήσει την πρώτη φορά; Κι όσο επέμενα να την κοιτάζω, τόσο εκείνη πρόβαλλε πιο καθαρά, ώστε να μην αφήνει καμιά αμφιβολία. Μ’ έπιασε κάτι σαν πανικός κι έκλεισα το βίντεο. Έβγαλα ύστερα την κασέτα, κρατώντας την με προσοχή, σχεδόν με τις άκρες των δαχτύλων, και την έβαλα στο κουτί της.
    Από τότε δεν την έχω ανοίξει. Καμιά φορά, καθώς γυρίζουν στο μυαλό μου τα ίδια και τα ίδια πλάνα κι εξήγηση δε βρίσκω -αυτό σίγουρα δεν είναι από κείνα που εξηγούνται ούτε και σήμερα-, σκέφτομαι μήπως ήταν παιγνίδι της ερεθισμένης φαντασίας μου και της χειμωνιάτικης ατμόσφαιρας, της κορεσμένης από σκιές και υδρατμούς. Και λέω να καλέσω στο σπίτι μου ένα φίλο μου, έναν τρίτο δηλαδή και ουδέτερο, να την κοιτάξουμε μαζί. Αλλά πάλι, θα ήταν ανώφελο. Αυτές οι μορφές, όπως ξέρουμε, χάνονται μπροστά σε τρίτους.

Χριστόφορος Μηλιώνης
Χριστόφορος Μηλιώνης (1932 - 2017)

έλληνας πεζογράφος, που διακρίθηκε ως διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος και εκπαιδευτικός.

Βιογραφία

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ