Γουότεργκεϊτ: Το σκάνδαλο που «γκρέμισε» τον Νίξον

Ο αμερικανός πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον

Το επονομαζόμενο «Σκάνδαλο Γουοτεργκέιτ» υπήρξε το μεγαλύτερο πολιτικό σκάνδαλο στην ιστορία των ΗΠΑ. Ξεκίνησε ως μία υπόθεση ποινικού ενδιαφέροντος το 1972 και γρήγορα απέκτησε πολιτικές διαστάσεις οδηγώντας σε παραίτηση τον αμερικανό πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον το καλοκαίρι του 1974.

Το κουβάρι της υπόθεσης άρχισε να ξετυλίγεται με τη σύλληψη πέντε ατόμων, τα οποία, τις πρώτες πρωινές ώρες της 17ης Ιουνίου 1972 διέρρηξαν τα κεντρικά γραφεία του Δημοκρατικού Κόμματος στο κτιριακό συγκρότημα «Γουοτεργκέιτ» (Watergate) της Ουάσινγκτον.

Οι αποκαλύψεις της «Washington Post»

Την επομένη η τοπική εφημερίδα «The Washington Post» δημοσίευσε το θέμα με την πληροφορία ότι οι διαρρήκτες είχαν σκοπό να τοποθετήσουν «κοριούς», προκειμένου να παρακολουθούν τις κινήσεις του Δημοκρατικού Κόμματος, ενόψει της προεκλογικής περιόδου. Στις 19 Ιουνίου ανέλαβαν δράση οι δύο ερευνητές ρεπόρτερ της εφημερίδας Καρλ Μπερνστάιν και Μπομπ Γούντγουορντ, οι οποίοι προέβησαν σε συνταρακτικές αποκαλύψεις μέσω μιας πηγής τους στον Λευκό Οίκο, που έμεινε στην ιστορία ως «Βαθύ Λαρύγγι».

Tο κτιριακό συγκρότημα «Γουοτεργκέιτ»Λίγες μέρες μετά τη σύλληψή τους, οι πέντε δράστες οδηγήθηκαν στη δικαιοσύνη με τις κατηγορίες της διάρρηξης και της υποκλοπής τηλεφωνημάτων και, μαζί τους, με τις ίδιες κατηγορίες, δύο ακόμη άτομα υπεράνω υποψίας: ο Χάουαρντ Χαντ, πρώην σύμβουλος του Λευκού Οίκου και ο Γκόρντον Λίντι, σύμβουλος της επιτροπής προεκλογικού αγώνα για την επανεκλογή του Ρίτσαρντ Νίξον στην προεδρία των ΗΠΑ.

Αρχικά, οι αποκαλύψεις που είδαν το φως της δημοσιότητας δεν κόστισαν πολιτικά στον Νίξον, που επανεξελέγη θριαμβευτικά στην προεδρία του ΗΠΑ στις 7 Νοεμβρίου 1972, με το 60,7% των ψήφων έναντι 37,5% του υποψηφίου των Δημοκρατικών, Τζορτζ ΜακΓκόβερν (520 εκλέκτορες για τον Νίξον έναντι μόλις 17 για τον ΜακΓκόβερν).

Ο Λευκός οίκος αρνήθηκε τα πάντα

Κατά τους μήνες που μεσολάβησαν από τη σύλληψη έως τη δίκη των επτά στις αρχές Ιανουαρίου του 1973, ο υπεύθυνος Τύπου του Λευκού Οίκου Ρόναλντ Ζίγκλερ χαρακτήριζε την παραβίαση των γραφείων του Δημοκρατικού Κόμματος ως μία απλή διάρρηξη και ο πρόεδρος Νίξον, παρά τα επίμονα δημοσιεύματα του Τύπου – της «Washington Post» πρωτοστατούσης – που υποστήριζαν το αντίθετο, απέρριπτε κατηγορηματικά τις καταγγελίες, με τη δήλωση ότι κανένα πρόσωπο της δημόσιας διοίκησης δεν είχε την παραμικρή ανάμιξη στην υπόθεση. Μάλιστα, ο Ζίγκλερ κατηγόρησε τους Μπερνστάιν και Γούντγουορντ για «τρισάθλια δημοσιογραφία» και «δολοφονία χαρακτήρα».

Οι επτά κατηγορούμενοι της υπόθεσης Γουοτεργκέιτ δικάστηκαν τον Ιανουάριο του 1973 από ορκωτό δικαστήριο της Ουάσινγκτον με δικαστή τον Τζον Σίρικα. Από τους επτά, πέντε ομολόγησαν ενοχή και δύο καταδικάστηκαν. Πριν από την ανακοίνωση της απόφασης, ο δικαστής Σίρικα διάβασε μία επιστολή ενός εκ των κατηγορουμένων, του Τζέιμς ΜακΚορντ, με την οποία ο τελευταίος κατήγγειλε ότι ο Λευκός Οίκος κατηύθυνε μια επιχείρηση συγκάλυψης των πραγμάτων, για να αποκρύψει την ανάμιξή του στη διάρρηξη. Κατήγγειλε ακόμη ότι και οι επτά κατηγορούμενοι είχαν πιεστεί από τον Λευκό Οίκο να αποδεχθούν την κατηγορία και να «κρατήσουν κλειστό το στόμα τους».

Ο βοηθός επικοινωνίας του Λευκού Οίκου Τζεμπ Μαγκρούντερ ομολόγησε ότι είχε ψευδομαρτυρήσειΟ κλοιός για τον Λευκό Οίκο άρχισε να σφίγγει, όταν ο Τζεμπ Στιούαρτ Μαγκρούντερ (βοηθός του επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας του Νίξον και πρώην υπουργού Δικαιοσύνης, Τζον Μίτσελ) άλλαξε την προηγούμενη μαρτυρική κατάθεσή του (ότι, δηλαδή, η επιτροπή προεκλογικού αγώνα δεν είχε ανάμιξη στη διάρρηξη) και ομολόγησε ότι είχε ψευδομαρτυρήσει με υποκίνηση του Μίτσελ και του προεδρικού συμβούλου Τζον Ντιν.

Ύστερα από αυτή τη συνταρακτική αποκάλυψη περί ανάμιξης του Λευκού Οίκου, ο πρόεδρος Νίξον ανήγγειλε, στις 17 Απριλίου 1973, ότι έδωσε εντολή να αρχίσει νέα ανακριτική έρευνα γύρω από την υπόθεση. Στις 30 Απριλίου, ο Νίξον δήλωσε δημόσια ότι αναλαμβάνει την ευθύνη για τις πράξεις μελών του επιτελείου του, που είχαν αναμιχθεί στην υπόθεση, και ότι έκανε δεκτές τις παραιτήσεις των συμβούλων του Mπομπ Χάλντεμαν, Τζον Έρλιχμαν και Τζον Ντιν, καθώς και του υπουργού Δικαιοσύνης, Ρίτσαρντ Κλάιντιστ. Αρνήθηκε ωστόσο ότι εκείνος ο ίδιος ήξερε οτιδήποτε, είτε για την υπόθεση της παρακολούθησης πολιτικών προσώπων, είτε για τις προσπάθειες απόκρυψης οποιοσδήποτε έκνομης ενέργειας.

Την ίδια μέρα διορίστηκε υπουργός Δικαιοσύνης ο Έλιοτ Ρίτσαρντσον, στη θέση του Κλάιντινστ. Ο Ρίτσαρντσον τότε διόρισε ειδικό δημόσιο κατήγορο για τη διερεύνηση του σκανδάλου Γουοτεργκέιτ τον Άρτσιμπαλντ Κοξ, καθηγητή νομικής στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ.

Τον Μάιο, όμως, το γενικό ενδιαφέρον στράφηκε προς τη Γερουσία. Οι συνεδριάσεις της «Ειδικής Επιτροπής για τις δραστηριότητες της προεκλογικής εκστρατείας του Προέδρου», που είχε συσταθεί στις 7 Φεβρουαρίου 1973 με πρόεδρο τον Δημοκρατικό γερουσιαστή της Βόρειας Καρολίνας Σαμ Έρβιν, άρχισαν να μεταδίδονται τηλεοπτικά.

Ο Τζον Ντιν, που υπηρέτησε ως σύμβουλος του Προέδρου Νίξον, ορκίζεται ενώπιον της επιτροπής της Γερουσίας για το Σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ. Ήταν ο μόνος μάρτυρας που κατηγόρησε τον Νίξον για συμμετοχή στη συγκάλυψη.Οι ηχογραφήσεις

Η Επιτροπή έλαβε μαρτυρικές καταθέσεις που θεμελίωναν την ενοχή τού Λευκού Οίκου και των επιτελών της προεκλογικής εκστρατείας του Νίξον. Ο πρώην σύμβουλός του Τζον Ντιν, όμως, ήταν ο μόνος μάρτυρας που κατηγόρησε τον πρόεδρο Νίξον για άμεση συμμετοχή στη συγκάλυψη της αλήθειας. Στις 16 Ιουλίου 1973, ο Αλεξάντερ Μπάτερφιλντ, πρώην μέλος του προσωπικού του Λευκού Οίκου, αποκάλυψε ότι είχαν ηχογραφηθεί κρυφά συνομιλίες που είχαν γίνει μέσα στο γραφείο του προέδρου.

Τόσο ο Κοξ όσο και η Επιτροπή της Γερουσία διέταξαν, στις 23 Ιουλίου 1973, να τους δοθούν οι μαγνητοταινίες. Ο Νίξον αρνήθηκε να τις παραδώσει, επικαλούμενος ειδικό προνόμιο της προεδρικής εξουσίας και λόγους εθνικής ασφαλείας. Όταν ο δικαστής Σίρικα διέταξε προσωπικά τον Νίξον να παραδώσει τις μαγνητοταινίες και η απόφασή του αυτή επικυρώθηκε από το Ομοσπονδιακό Εφετείο, τον Οκτώβριο, ο Νίξον προσφέρθηκε να δώσει γραπτές περιλήψεις του περιεχομένου των μαγνητοταινιών, με αντάλλαγμα τη συμφωνία να μη ζητηθούν στο εξής άλλα προεδρικά απόρρητα.

Ο Κοξ απέρριψε την πρόταση και στις 20 Οκτωβρίου 1973, ο Νίξον διέταξε τον υπουργό Δικαιοσύνης Έλιοτ Ρίτσαρντσον να τον απολύσει. Ο Ρίτσαρντσον, τότε, καθώς και ο αναπληρωτής του Γουίλιαμ Ρακελσχάους, προτίμησαν να παραιτηθούν παρά να εκτελέσουν την προεδρική διαταγή. Ο Κοξ τελικά απολύθηκε από τον επικεφαλής νομικό σύμβουλο του Λευκού Οίκου.

Διαδήλωση έξω από τον Λευκό ΟίκοΕν τω μεταξύ, ένας άλλος πονοκέφαλος ήρθε να προστεθεί στους άλλους τόσους του Νίξον. Ο αντιπρόεδρός του, ο ελληνικής καταγωγής Σπίρο Άγκνιου, αναγκάστηκε να παραιτηθεί στις 10 Οκτωβρίου 1973 για φορολογικές παραβάσεις. Δύο μέρες αργότερα ορκίστηκε αντιπρόεδρος ο γερουσιαστής Τζέραλντ Φορντ, σύμφωνα με το αμερικανικό Σύνταγμα.

Ο Νίξον υπό την πίεση των δημοσιευμάτων και της κοινής γνώμης αναγκάστηκε να καταθέσει κάποιες από τις μαγνητοταινίες στις 8 Δεκεμβρίου 1973. Από τις εννέα όμως μαγνητοταινίες, που όριζε η απόφαση του δικαστή Σίρικα, μόνο επτά κατατέθηκαν (ο Λευκός Οίκος ισχυρίστηκε ότι οι άλλες δύο δεν υπήρξαν ποτέ) και η μία από τις επτά αυτές παρουσίαζε ένα κενό που, σύμφωνα με μια μεταγενέστερη έκθεση πραγματογνωμόνων, δεν ήταν δυνατό να είχε δημιουργηθεί τυχαία.

Η αρχή του τέλους για τον Νίξον

Ως τις αρχές του 1974, πολλοί πρώην παράγοντες του Λευκού Οίκου ή είχαν παραπεμφθεί για ανάμιξη ή είχαν παραδεχτεί την ανάμιξή τους στην υπόθεση Γουότεργκεϊτ. Κάτω από το βάρος όλων αυτών των κατηγοριών, κινήθηκε η διαδικασία απαγγελίας κατηγορίας κατά του προέδρου από τη Γερουσία τον Μάιο του 1974. Στις 20 Μαΐου, ο αρχιδικαστής Σίρικα διέταξε τον Νίξον να παραδώσει και τις υπόλοιπες μαγνητοταινίες στον Λίον Γιαβόρσκι, διάδοχο του Κοξ στη θέση του ειδικού δημοσίου κατηγόρου. Στις 24 Ιουλίου, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ομόφωνα ότι ο Νίξον όφειλε να καταθέσει ηχογραφημένα αντίγραφα των μαγνητοταινιών.

Ο Ρίτσαρντ Νίξον απευθύνεται στο υπουργικό συμβούλιο και στο προσωπικό του Λευκού Οίκου μετά την παραίτησή του από την Προεδρία.Στις 5 Αυγούστου, ο Νίξον αναγκάστηκε να καταθέσει αντίγραφα τριών μαγνητοταινιών που τον ενοχοποιούσαν ξεκάθαρα για την προσπάθεια συγκάλυψης του σκανδάλου. Ύστερα από τις αποκαλύψεις αυτές, τα τελευταία στηρίγματα του Νίξον στο Κογκρέσο κατέρρευσαν. Στις 8 Αυγούστου ανήγγειλε την παραίτησή του, δηλώνοντας ότι «δεν είχε πια αρκετά ισχυρή πολιτική βάση» για να μπορεί να κυβερνήσει. Εγκατέλειψε τον Λευκό Οίκο την επομένη, όταν την προεδρία ανέλαβε ο αντιπρόεδρός του Τζέραλντ Φορντ.

Το 1975 οι Χάλντεμαν, Έρλιχμαν και Μίτσελ δικάστηκαν για συνωμοσία, παρεμπόδιση του έργου της δικαιοσύνης και ψευδομαρτυρία. Καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης από 2,5 έως 8 χρόνια. Για τον πρώην πρόεδρο Νίξον έπαψε κάθε άλλη ποινική δίωξη, όταν ο διάδοχός του Τζέραλντ Φορντ χορήγησε γενική αμνηστία για την υπόθεση Γουότεργκεϊτ, στις 8 Σεπτεμβρίου 1974.

«Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου»

Ο Καρλ Μπέρνσταϊν και ο Μπομπ Γούντγουορντ, μαζί με την «Washington Post», πιστώθηκαν σε μεγάλο βαθμό την αποκάλυψη του σκανδάλου και η εφημερίδα τιμήθηκε με το έγκριτο δημοσιογραφικό βραβείο Πούλιτζερ το 1973.

Στον απόηχο του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ, ο Μπερνστάιν και ο Γούντγουορντ έγραψαν τα βιβλία «All the President's Men» (1974) και «The Final Days» (1976). Το 1976, το πρώτο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον σκηνοθέτη Άλαν Πάκουλα («Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου» ο ελληνικός τίτλος) με πρωταγωνιστές τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ (ως Μπομπ Γούντγουορντ) και Ντάστιν Χόφμαν (ως Καρλ Μπερνστάιν).

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ