Τον ήλιο δες, Λυδία, πώς γέρνει ανάμεσα
στων καταρτιών το δάσος, π’ αργοτρέμοντας
τις άπειρες κορφές σαλεύει μ’ έκσταση
στο θαύμα μπρος που φλέγεται της δύσης.
Α, πόσο είναι μεθυστικό το λίκνισμα
των καραβιών, π’ απλώνουνε στη θάλασσα
το ρίγος των μακρών σκιών, που πάλλονται
σαν κόμη εξαίσια οι αύρες π’ ανεμίζουν.
Τον κύκλο δες, Λυδία, π’ αστράφτει πύρινος,
στων καταρτιών μπλεγμένος το κυμάτισμα,
σαν πορφυρή καρδιά πελώριου γίγαντος
που ένας μεγάλος πόθος τη φλογίζει