Πίσω από τη βιτρίνα

Α

Μόλις ο κυρ Θόδωρος έφτασε το μεσημέρι σπίτι του, φορτωμένος το δίχτυ με τα ψώνια, πήγε ίσια στο εργαστήρι της γυναίκας του και από την πόρτα τη ρώτησε σα ν’ ανυπομονούσε:
«Ε, το λοιπόν τι απόγινε, τέλειωσε, Ερασμία;»
Η Ερασμία, που έραβε στη μηχανή, τα κορίτσια είχαν φύγει, σταμάτησε το γάζωμα, σήκωσε το κεφάλι και τ' αποκρίθηκε γελαστή:
«Εν τάξει, Θόδωρε, τέλειωσε».
«Μπράβο... Δόξα σοι ο Θεός».
«Ήρθε να μου το πει, και βγήκε. Όπου να ’ναι έρχεται».
«Έφερα μπριτζόλες χοιρινές... αλλά μη σηκώνεσαι, θα τις φτιάξω εγώ... κάνε τη δουλειά σου...»
«Όχι, εγώ θα τις φτιάξω. Να ξεμουδιάσουν και τα πόδια μου. Από το πρωί κάθομαι».
Και τράβηξαν μαζί στην κουζίνα.
«Πώς φαινόταν; Ήτανε ευχαριστημένος;» εξακολούθησε να τη ρωτά ο κυρ Θόδωρος αδειάζοντας το δίχτυ, ενώ η Ερασμία έβαζε την ποδιά της κουζίνας κι ανασκούμπωσε τα μανίκια της.
«Ευχαριστημένος; Όχι. Αυτό, μου είπε, γένηκε για τον τύπο. Τίποτα άλλο».
«Σωστά». Σώπασαν κι ύστερα από λίγο ξαναρώτησε: «Ούτε είπε αν θα μας αφήκει να πάει με τον πατέρα του;»
«Να μας αφήκει;» Κι η Ερασμία ένοιωσε σαν δια μιας η καρδιά της να ’παψε να δουλεύει, και κόπηκαν τα γόνατά της.
Να τους αφήκει; Μα ναι, πώς δεν το συλλογίστηκε; Σωστά. Τώρα μπορούσε μια χαρά να τους αφήκει. Τώρα έχει τον πατέρα του, τον παντοδύναμο κομματάρχη, με το τρανό συγγενολόι και το μεγάλο όνομα...Να βρει κοντά του όσα στερήθηκε. Να προχωρέσει στην κοινωνία, με τα μέσα που διαθέτει η φαμελιά του πάππου προς πάππου...
Η αυλόπορτα άνοιξε κι ο Γιωργάκης φάνηκε στο δρομάκι της αυλής ανάμεσα στ’ ανθισμένα παρτέρια.
«Καλώς τόνε», είπε ο κυρ Θόδωρος, «μονάχα θα ’χεις λίγη υπομονή να γίνουν οι μπριτζόλες».
«Μπριτζόλες!» απάντησε εύθυμα ο νέος. «Τι ωραία! Κ’ έχω μια πείνα». Και μπήκε κ εκείνος στην κουζίνα.
«Τις κρατούσε ο πατέρας», είπε η Ερασμία, «έφερε και γλυκά και φρούτα...»
«Είπα να γιορτάσουμε. Έχει κρασί, γυναίκα;»
«Δεν έχει, Θόδωρε... το μπουκάλι είναι στο ντουλάπι».
«Να πάω εγώ...» έκαμε ο νέος.
«Εγώ θα πάω... εσύ δεν ξέρεις πού ’ναι το καλό. Γυρνάς εσύ τις ταβέρνες σαν το γέρο σου;»
Κι ο κυρ Θόδωρος βγήκε.
Ο νέος ένοιωθε να τον πλημμυρά πάλε μια απέραντη στοργή, και μια ασυγκράτητη ανάγκη να πέσει στην αγκαλιά τους σαν όταν ήταν μικρός. Τώρα όμως ήτανε άντρας πια.
Έστρωσε η Ερασμία το τραπέζι και κάθησαν να φάνε. Αλλά όχι σαν κάθε μέρα. Η μητέρα, που όλο κάτι είχε να πει σαν μαζευόταν κ’ οι τρεις, σώπαινε σήμερα, κι έμοιαζε κουρασμένη.
«Έλα, γυναίκα, βάλε να πιούμε... Μπα σε καλό σου, πού τρέχει ο νους σου;»
«Αλήθεια», είπε ο Γιωργάκης, «είσαι άκεφη, μανούλα, τι έχεις;»
«Τίποτα, παιδί μου... να, λίγο το κεφάλι μου». Κ’ έβαλε κρασί.
«Ελάτε, εβίβα...» κι ο κυρ Θόδωρος τσούγκρισε το ποτήρι του με τους άλλους. «Πάντα με το καλό. Όπως επιθυμείς, Γιωργάκη».
«Ευχαριστώ, πατέρα, στην υγειά σου... Έλα, μητέρα, στην υγειά σου».
Κι όπως έτρωγαν το φρούτο, είπε πως εφέτος, χωρίς άλλο, η μητέρα του έπρεπε να πάει στα λουτρά.
«Να πάτε κ’ οι δυο, να πας κ’ εσύ, πατέρα».
Η Ερασμία έσκυψε το κεφάλι, και πέρασε το χέρι της στο μέτωπο. Ένοιωσε πάλι εκείνο το σβήσιμο, και κείνη την κομάρα στα γόνατα.
Τι ήθελε να πει μ’ αυτό; Πως τώρα που θα τους άφηνε μπορούσαν να λείψουν, μια και δε θα ’χαν την έγνοια του; Βέβαια, αυτό ήθελε να πει.
Έπειτα σήκωσε το τραπέζι. Οι άντρες άναψαν τσιγάρο και περίμεναν τον καφέ κουβεντιάζοντας.
Θα της το πει, μπορεί και σήμερα. «Μητέρα», να της πει, «ετοίμασε τη βαλίτζα μου». Κι αν άκουε τα λόγια τούτα δε θα ’πεφτε ξερή; Κι ο Θόδωρος; Και πώς ν’ απομείνουν δυο κούτσουρα τώρα στο έμπα των γερατειών; Ποιος θ? άνοιγε το σπίτι τους; Ποιον θα περίμεναν;...Και βιαζόταν να της το πει, μια ώρα αρχύτερα. Δεν άντεχε να περιμένει... Πώς δεν το στοχάστηκε αυτό που θα γίνει; Ο Σαρρής τώρα πια αναγνώρισε το γιο του. Θα θέλει λοιπόν να τον πάρει μαζί του. Κι ο Γιωργάκης θα το θέλει. Ναι, δε γίνεται αλλιώς... θα τους αφήσει. Εκείνος που του χρειάζεται από δω κ εμπρός είναι ο Σαρρής. Τι να του κάμει ο Θόδωρος ο καημένος; Ένας φτωχός συνταξιούχος; Τι να του κάμει κι αυτή, μια ταπεινή ράφτρα...
Και τότε άρχεψαν να κυλούν τα δάκρυά της εκεί καθώς έπλενε τα πιάτα. Γιατί στάθηκε τόσο άτυχη; Άτυχη; Άτυχη γιατί ο γιος της δε θα ’ναι το μούλικο, χωρίς όνομα, χωρίς θέση στην κοινωνία; Άτυχη, γιατί θα μπορέσει να προχωρέσει στη ζωή; Ώστε έτσι ήθελε; Να πληρώσει ο Γιωργάκης τις δικές της αμαρτίες; Γιατί πήγε ν’ αγαπήσει ένα αρχοντόπουλο, αυτή η μοδιστρούλα, το φτωχοκόριτσο; Έλπισε ποτέ να την κάμει γυναίκα του ο Σαρρής; Κι ό,τι γένηκε σήμερα δεν είναι από τις μεγαλύτερες χαρές απ' όσες μπορούσε να περιμένει;
...Θυμάται τα περασμένα... Θυμάται την πίκρα της εγκατάλειψης... την απονιά του... τη σκληρότητά του... Όνειρα της νιότης... σκέδια για το μέλλον... όλα ήρθε σαν το ληστή και της τα ρήμαξε... Την αποζημίωσε ο Γιωργάκης... Θυμάται το μαιευτήριο, όταν για πρώτη φορά πήρε το μωρό στην αγκαλιά της... Ντροπή, μετανοιωμός, πίκρες, όλα διαλύθηκαν... Θυμάται όταν βγήκε από την πόρτα, και είδε το ανοιξιάτικο πρωινό, όλο φως, και την πλατειά λεωφόρο. Τι όμορφος της φάνηκε ο κόσμος και πόσο πλούσια και γλυκεία η ζωή... Είχε τη δουλειά της... Δεν είχε κανένα ανάγκη... κι όταν ύστερα από λίγα χρόνια παρουσιάστηκε και τούτος ο άγιος άνθρωπος και τη ζήτησε. Ήθελε να φτιάξει σπιτικό, να νοικοκυρευτεί... δε μπορούσε πια να ζει μαγκούφης και μοναχός.. κι αγάπησε το Γιωργάκη, και ο Γιωργάκης τον αγάπησε και ζούσανε ευτυχισμένοι κι οι τρεις...

Πλάι μιλούσανε κι έστησε τ' αυτί ν’ ακούσει τι έλεγαν. Τους άκουσε να γελούν, και γέλασε κι εκείνη χωρίς να ξέρει τι έλεγαν. Είχε τελειώσει την κουζίνα, κ’ έφτιαξε τον καφέ. Κι όπως τον απίθωσε στο τραπέζι, ο Γιωργάκης την είδε κλαμένη.
«Μητέρα, κλαις! Μα τι έχεις; Κάτι έχεις. Ξέρεις εσύ, πατέρα, τι έχει;»
«Δεν ξέρω…δε μου τίποτα…κι εγώ τη βλέπω στεναχωρημένη…»
«Δεν έχω τίποτα...» κι άλλαξε κουβέντα, να μην ξεσπάσει στο κλάμα... Κι έλεγε για το γιασεμί, πως έπρεπε να του κάμουν τσαρντάκι, και φωνάξουν το γείτονά τους τον περβολάρη να το φτιάξει.
Ο κυρ Θόδωρος έφυγε κ’ έμειναν οι δυο τους, μάνα και γιος.
Τα κορίτσια έφταναν και τράβαγαν στο εργαστήρι.
«Και πότε λογαριάζεις να φύγεις, Γιωργάκη;» είπε σε μια στιγμή η Ερασμία, παίρνοντας την απόφαση να μάθει, ευτύς, χωρίς αναβολή, τι την περίμενε...
«Να φύγω; Πού να πάω;» έκαμε απορημένος ο νέος.
«Στου πατέρα σου, πού αλλού; Τώρα που σου ’δώσε τ ’ όνομά του, δε θα το ’θελε να πας κοντά του;»
«Να πάω κοντά του! Πρώτα-πρώτα δε θα το ’θελε χωρίς άλλο, και έπειτα δεν το θέλω εγώ». Και γελαστός σηκώθηκε κι αγκάλιασε τη μάνα του... «Α, ώστε αυτό ήτανε... Τρελή μου μάνα, τι έβαλε ο νους σου... Εγώ, ν’ αφήσω εσένα και τον πατέρα μου να πάω μ’ αυτούς! Δε σου το ’πα πως όλα τούτα είναι για τον τύπο... για τη βρωμοκοινωνία που ζούμε; Το σπίτι μου κ’ η φαμελιά μου είσαστε σεις οι δυο και κανείς άλλος». Κι όπως την είχε αγκαλιασμένη, η Ερασμία έγειρε το κεφάλι στον ώμο του και πια άφησε τα δάκρυά της να τρέξουν. Κλάμα και γέλιο μαζί.
«Κυρία Ερασμία!» ακούστηκε μια φωνή από το εργαστήρι.
«Έρχομαι, κορίτσια, έρχομαι!»
Ποτέ, ποτέ δε στάθηκε έτσι ευτυχισμένη όσο αυτή τη στιγμή.

Β

Ο Σαρρής παντρεύτηκε ευτύς μόλις εγκατάλειψε την Ερασμία. Πήρε μια με πολλά λεπτά, χωρίς ν' αποχτήσουν παιδιά. Για το Γιωργάκη δε γνοιάστηκε ποτέ. Μονάχα σα μεγάλωσε κ’ έγινε φτυστός ο πατέρας του, κι ακόμα πρώτης τάξεως νέος, ένας αδερφός του Σαρρή, άνθρωπος, φαίνεται, τίμιος και αγαθός, σκέφτηκε πως δεν ήτανε σωστό να μην δώσουν στο παιδί τ’ όνομά τους. Βρήκε το Σαρρή.
«Άκου, Παύλο», του λέει, «στο ένα άδικο που γένηκε δε μπορούμε να προστέσομε και δεύτερο. Εξ άλλου του αξίζει. Λοιπόν χωρίς αναβολές να αναγνωρίσεις το παιδί σου. Σε λίγο πάει στρατιώτης και πρέπει στο μεταξύ να ’χει αποκατασταθεί, για να λάβει τη θέση που δικαιωματικά του ανήκει στην κοινωνία».
Ο Σαρρής δέχτηκε αμέσως. Βέβαια για το παιδί του δεν ένοιωθε τίποτα. Ούτε στοργή, ούτε ενδιαφέρον. Αλλά μια και έμπαινε έτσι το ζήτημα δεν έφερε αντίρρηση.
Ευτύς ο θείος του κάλεσε το Γιωργάκη και του έκαμε γνωστή την απόφαση του Σαρρή. Ο Γιωργάκης δεν έδειξε καμιά ευγνωμοσύνη. Το όνομα του φυσικού του πατέρα δεν του ’λεγε τίποτα. Βέβαια ήτανε άντρας πια και τον πείραζε να τον ξέρουν νόθο... Από κει όμως ως να ζητήσει ο ίδιος την επανόρθωση, όχι, αυτό δε θα το ’κάνε ποτέ!
Όταν το βράδυ γύρισε ο κυρ Θόδωρος βρήκε την Ερασμία άλλον άνθρωπο. Συγυρισμένη, καλοχτενισμένη, καταγινόταν με τα λουλούδια της. Τον υποδέχτηκε πρόσχαρα και κάθησαν στη δροσιά να περιμένουν όπως πάντα το Γιωργάκη. Ήσυχη κ’ ευτυχισμένη έλεγε τώρα στον άντρα της, τι της απάντησε ο Γιωργάκης.
«Έτσι σου ’πε!» έκαμε με χαρά, ωσάν κι ο ίδιος να χε περάσει από την ίδια αγωνία.
«Τι πέρασα ως να μου το πει, δε με ρωτάς;»
«Θαρρείς δεν ήξερα τον πόνο σου; Για φαντάσου, έλεγα, να φύγει...πώς θα παρηγορηθεί... Και πάλι έλεγα: μα και να φύγει δε θα μας έρχεται; Κάθε μέρα εδώ θα ναι... Δόξα σοι ο Θεός... όλα πήγαν καλά».
Και ήρθε ο Γιωργάκης και δείπνησαν στη λουλουδισμένη αυλή, και κουβέντιασαν και γέλασαν, χωρίς κανένας τους ν αναφέρει εκείνο που έγινε. Ένας τύπος, όπως είχε πει ο Γιωργάκης. Τίποτα άλλο.

Γ

Πόσος καιρός μεσολάβησε; Πόσος καιρός αβασίλευτης ευτυχίας, ως να καλέσουν το Γιωργάκη στο στρατό και ύστερα να φύγει στο μέτωπο; Κι ακλούθηξαν οι ακαταλάγιαστες λαχτάρες του αντρόγυνου, έτοιμες να φουντώσουν αν αργούσε το γράμμα του να ' ρθει; Οι εφημερίδες όλο κ’ έγραφαν για σκληρές μάχες, για σκοτωμένους, για τραυματίες. Κι όλο να του στέλνουν δέματα με μάλλινα κι όλο να του δίνουν ορμήνιες, να προσέχει τα κρυώματα, να ντύνεται, κι όλο να του γράφει και να του ξαναγράφει η μάνα του να τους ζητά ό,τι έχει ανάγκη. Και τους απαντούσε πως δε χρειάζεται τίποτα γιατί κ’ οι δυο τους όλα τα προλαβαίνουν. Και σ' ένα άλλο γράμμα τους έγραφε: «Από τον "‘πατέρα μου”, για να ξέρετε, δεν έλαβα ποτέ ούτε ένα δελτάριο. Σας το γράφω, γιατί θυμάμαι το κλάμα σου, μητέρα, να νομίζεις πως θα σας άφηνα να πάω μαζί του. Ακούς; Ούτε ένα δελτάριο! Αλλά, στο κάτω, γιατί να μου το γράψει... μήπως εγώ τον νοιώθω πατέρα μου, για να με νοιώσει κ’ εκείνος γιο του;»
Κι ώσπου να φτάσει ύστερα η είδηση πως σκοτώθηκε, πόσος καιρός πέρασε; Κι από τη στιγμή του χαμού ώσπου να μάθουν πως τον έφεραν νεκρό, πόσος καιρός πέρασε, κι ασπρίσανε τα μαλλιά της Εράσμιας και έγειρε το στητό κορμί, ν' έμειναν άνεργα τα δουλευτάρικα χέρια, κι ο κυρ Θόδωρος έρεψε κι απογέρασε, κ’ έκλεισε το μοδιστράδικο και τύλιξε το σκοτάδι το φεγγερό, χαρούμενο σπίτι;...

Είδε τον κυρ Θόδωρο να μιλά με κάποιον στην πόρτα... ν' ύστερα τον
είδε να την κλει σιγά και να ’ρχεται μέσα σκυφτός... Δεν της είπε ποιος
ήτανε ο άνθρωπος και τι ζητούσε... Την είδε πως στεκόταν στο παράθυρο, κ’ ήξερε πως περίμενε να της πει... αλλά δεν της είπε. Τράβηξε στην κουζίνα... Και να τες απολούθες οι υποψίες την έζωσαν και πάγωσαν το αίμα της... κ' έτρεξε... κ’ ήταν γερμένος στο τραπέζι, με την όψη κρυμμένη στα χέρια του...
«Ο Γιωργάκης!» πρόφερε αχνά... «Ο Γιωργάκης!» κι ήτανε τα μάτια της γουρλωμένα, κ έμοιαζε παραλοϊσμένη.
«Σώπα, Ερασμία... σώπα, κυρά μου...» και πήγε κοντά της και της χάδευε τα μαλλιά και το πρόσωπο... «Σώπα, σώπα», και στην απόγνωσή του, της έλεγε να τον λυπηθεί αυτόν, τον κυρ Θόδωρο...
Η κηδεία του Γιωργάκη θα γινόταν εδώ, στην Αθήνα. Δε μπορούσε ο γιος του Σαρρή να μη λάβει τις τιμές του ονόματος. Τηλεγραφήματα στάλθηκαν, συνεννοήσεις γινόντουσαν μέρες στις στρατιωτικές αρχές, ώσπου όλα έγιναν όπως έπρεπε. Τα νεκρώσιμα αγγελτήρια τοιχοκολλήθηκαν, στάλθηκαν σε υπουργούς, σε στρατηγούς, σε επίσημους και φίλους. Θα κηδευόταν στη Μητρόπολη το πρωινό εκείνο του Δεκέμβρη. Στηριγμένη απάνω στον κυρ Θόδωρο, κουκουλωμένη από κορφής στα μαύρα, πιότερο πεθαμένη παρά ζωντανή μπήκε η Ερασμία στην εκκλησία. Κόσμος πολύς επίσημος και λουλούδια και στεφάνια και ψαλμωδίες. Κι ο κυρ Θόδωρος την πήγε αριστερά στην είσοδο, στο πρώτο γωνιακό στασίδι... Και πια δε σάλεψαν από κει, και κανένας δεν κατάλαβε την παρουσία τους.

Ο Σαρρής στεκόταν αλύγιστος, αξιοπρεπής, χωρίς τίποτα στη μορφή του να προδίνει την παραμικρότερη συγκίνηση... Μόνο οι παρακατιανοί φανερώνουν τα αισθήματά τους... οι άνθρωποι της τάξης του δε γίνουνται ποτέ θέαμα...
Άξαφνα σώπασαν οι ψαλμωδίες και κάποιος έβγαλε λόγο: «Ένας εισέτι ηρωικός νεκρός του καθήκοντος... Μια πολύτιμος ύπαρξις φεύγει αφήνουσα αναντικατάστατον; κενόν εις την καρδίαν ευγενούς πατρός! Διάττων η ζωή σου έλαμψε μίαν στιγμήν και εξηφανίσθη, προσφιλέστατε νεκρέ! Συνεχίζων τας υψηλάς πράξεις, αίτινες ανέκαθεν ετίμησαν και ελάμπρυναν τους ενδόξους προγόνους σου, και ακολουθών τα παραδείγματα ενός τοιούτου πατρός, θα προσέθετες δια των ιδίων σου αρετών εις την οικογένειαν Σαρρή ένα ακόμη αντάξιον αυτής απόγονον...Και όμως ναι, υπάρχει παραμυθία, και αυτήν επικαλούμεθα να χύσει βάλσαμον εις την πατρικήν καρδίαν. Είναι εκείνην ην θα σου δίδει η σκέψις ότι ο Γιωργάκης σου, Παύλε Σαρρή, ευρίσκεται μεταξύ όλων εκείνων οίτινες έδωσαν την ζωήν των εις τον βωμόν της Πατρίδος στεφανωμένοι με την αμάραντον δάφνην των ηρώων».
Κάποια βουβή αναταραχή έγινε προς το γωνιακό στασίδι, και όλοι γύρισαν τα κεφάλια κατά κει.
«Λιποθύμησε μια γυναίκα...»
«Ναι... ναι... κοντά στην είσοδο...»
«Κάποια χωρίς άλλο που θα ’χασε κι αυτή δικό της άνθρωπο».
«Γυρεύεις, από νεκρούς του πολέμου άλλο τίποτα τούτο τον καιρό...»
Σήκωσαν το φέρετρο, η εκκλησία άδειασε και ο κυρ Θόδωρος πήρε πάλι την Ερασμία και την κατέβασε ένα-ένα τα σκαλιά... Όλοι είχαν φύγει... κόσμος περνοδιάβαινε, τα τραμ κουδούνιζαν... Ο κυρ Θόδωρος φώναξε ένα ταξί και τράβηξαν στο νεκροταφείο. Στάθηκαν πάλι παράμερα. Και μόνο όταν και οι τελευταίοι της συνοδείας έφυγαν και τέλειωσε το θέατρο, η Ερασμία έπεσε πάνω στο νωπό τάφο του Γιωργάκη και θρήνησε το χαμό του, χωρίς καμιά «παραμυθία» να φτάνει τα ορφανεμένα μητρικά της σπλάχνα.
«Παιδάκι μου», μοιρολσγιόταν σιγά, «γιατί μου το 'κανες αυτό; Γιατί μ' άφησες έρημη και μοναχή: Εσύ μου 'λεγες πως δε θα ’φευγες ποτέ από κοντά μου... Κι ούτε είδα το γλυκό σου πρόσωπο, κι ούτε σε φίλησα, βλαστέ μου... ούτε σε στόλισαν τα χέρια μου... όλα, όλα τα πήρες από τους ξένους, κι από μένα τίποτα... και παραστάθηκα και στη θανή σου, σαν ξένη, γιόκα μου».

Κ' έμεινε ως το βράδυ να κλαίει...
Ο καιρός άλλαζε στη βροχή. Τα κυπαρίσσια έγερναν στο φύσημα του αγέρα... Οι βελόνες των πεύκων βούιζαν... Μύρισε το νοτισμένο χώμα... Ένα κουδούνι ακούστηκε. Νύχτωνε κι ο φύλακας ειδοποιούσε πως θα κλείσει.
Μια απέραντη σιωπή απλωνόταν πάνω από τους τάφους.

Γαλάτεια Καζαντζάκη
Γαλάτεια Καζαντζάκη (1881 - 1962)

ελληνίδα πεζογράφος, θεατρική συγγραφέας, κριτικός και μεταφράστρια, πρώτη σύζυγος του Νίκου Καζαντζάκη.

Βιογραφία

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ