Ο άνθρωπος με το φλεμόνι

Στον Ηλία Βενέζη

Ολ' αυτά που θα ιστορήσουμε παρακάτω, έγιναν σ’ ένα δρομάκι της πολιτείας μας. Ένα δρομάκι αρκετά μακρύ και πολύ στενό, που ίσως λίγοι από σας να το ξέρετε. Όχι πως είναι απόκεντρο, χαμένο στη μονόχρωμη ασάφεια της συνοικίας, όπου σπάνιες συντυχίες φέρνουν την περπατησιά του διαβάτη. Απεναντίας, το δρομάκι που λέμε βρίσκεται στην καρδιά της μεγάλης πολιτείας, ακριβώς δίπλα στην κεντρική πλατεία, απ’ όπου δεν υπάρχει συμπολίτης μας που να μην περνάη, μια τουλάχιστο φορά, κάθε μέρα. Μα είναι τόσο παράξενα χωμένο ανάμεσα σε δυο πολύβοους και πολυσύχναστους δρόμους, που δύσκολα το πιάνει το μάτι του καθενός· επειδή το μάτι δεν δουλεύει μονάχα με το νεύρο αλλά και με τη λογική. Και δεν υπάρχει πράμα πιο παράλογο από αυτό το στενοσόκακο με τα παλιά ψηλά σπίτια, τους θλιβερούς ανθρώπους -και την ακόμα πιο θλιμμένη ζωή- μέσα σ’ εκείνο το περίγυρο της άχρωμης
πολυκοσμίας, της βιασύνης και του πυρετού, όπου αναπάντεχη συντυχία το ’ρίξε παράλογα.
Έτσι κι εγώ, χρόνια ολόκληρα περνούσα -τέσσερεις φορές τη μέρα-μπροστά απ’ τη μπούκα του κι ούτε που αντιλήφθηκα να υπάρχη! Μα κι αν έτυχε να το ιδώ, το αντίκρισα με μάτι νεκρό· το κοίταξα σαν μια εικόνα που δεν είχε νόημα κι υπόσταση. Κι άξαφνα, ένα κάποιο πρωινό, κι εγώ δεν ξέρω πώς το ανακάλυψα. Μου φαίνεται πως είχα σταθεί στη γωνιά, ν’ αγοράσω τσιγάρα από ’να γέρο με μάτια τραχωματικά. Καθώς πλήρωνα κι έπαιρνα τα ρέστα, γύρισα αθέλητα τη ματιά μου κατά το στενό μάκρος του δρομάκου. Και τον είδα' και τον ανακάλυψα. Ίσως που το μάτι μου, εκείνη την ημέρα, είχε πρόσκαιρα ξεθολώσει από το βούρκο που γεννάν οι ομοιόμορφες, οι συνηθισμένες εικόνες. Ίσως πάλι που ήταν γραφτό να γνωριστούμε κάποτε εγώ και το δρομάκι. Να ζήσω κάτι απ’ τη ζωή του, εγώ’ κάτι, εκείνο, απ’ τη δική μου.
Ας το πάρουμε όμως από ξαρχής, να το εξετάσουμε. Η αριστερή γω­νιά του είναι ένα μεγάλο κι όμορφο κτίριο -ξενοδοχείο από πάνω, κινηματογράφος στο ισόγειο, καμπαρέ κάτω απ’ τη γη- που η φάτσα του βλέπει περήφανα κι αξιόπρεπα στο μεγάλο δρόμο· για να χωθεί ύστερα, η πλαϊνή του μεριά, όσο δεν παίρνει ύποπτα κι αναξιόπρεπα στην αθλιότητα του σοκακιού. Κι όλο τούτο το συγκρότημα -ξενοδοχείο, κινηματογράφος και καφέ αμάν- είναι κάτι σαν ενδιάμεσο και σύνδεσμος ανάμεσα στην ξέχωρη ζωή του μικρού δρόμου και την κατασταλαγμένη μέση μορφή της πολιτείας. Η άλλη γωνιά είν’ ένα σπίτι νοικιασμένο, γραφεία μικροδικηγόρων, ξεπεσμένων εμποράκηδων κι άλλων μυστήριων ισναφτζήδων. Μόνο που το ισόγειο είναι εστιατόριο. Εστιατόριο στη φάτσα. Όσο όμως βαθαίνει στο σπλάχνο του δρομάκου, ξεφυλλίζεται σε μαγέρικο. Κολλητά, βρίσκεται ένα παλιό δίπατο σπίτι. Στο κάτω πάτωμα κάθονται κορίτσια που δουλεύουν για λογαριασμό τους - το καθένα στη νοικιασμένη καμαρούλα του. Είναι καλές κοπέλες κι εύτακτες, που βγάζουν το ψωμάκι τους χωρίς φασαρίες και νταβατζιλίκια. Το σπίτι είναι σοβαρό, γιατί στ’ απάνω πάτωμα είναι εγκαταστημένο το ιατρείο του κ. Ναούμ Ισμιρλή, αφροδισιολόγου-δερματολόγου. Απέναντι -και πλάι στο ξενοδοχείο- ξαπλώνεται μια μεγάλη μαντρωμένη περιοχή, κάτι σαν αυλή κι οικόπεδο - άγνωστο τι ακριβώς.
Έτσι λοιπόν που περιγράψαμε, συμμορφώνεται το έμπα του δρομάκου. Και παρακάτω τραβάει περίπου παρόμοια. Τα σπίτια που ακολουθούν σε δυο παράλληλες αράδες, είναι όλα το ίδιο παλλαιϊκά -δίπατα ή τρίπατα το πολύ- με φάτσες από πρώην κίτρινο ή τριανταφυλλί σοβά, που ο καιρός και το μούλιασμα του ανήλιαγου δρόμου τον ξεθώριασε σε μουχλιασμένο σταχτί. Κι είναι οι ξύλινες πόρτες που οδηγούν σε μισοσκότεινες αυλές. Και τα παράθυρα με τα ξεχαρβαλωμένα παντζούρια. Και τα μπαλκόνια που το ’να πάει να σμίξη με τ’ άλλο - τόσο στενός είναι ο δρόμος! Σ ’ όλ’ αυτά τα σπίτια κατοικούν κορίτσια. Μα ο Θεός κορίτσια να τα κάνη! Έχει και το συνάφι αυτό την ιεραρχία του, που κανονίζεται από ομορφιά κι αξιοσύνη. Εδώ, στα σπίτια του δρομάκου, ξεπέφτουν όσες κούρασαν την πελατεία των άλλων σπιτιών. Όσες χτυπήηκαν απ’ το χρόνο, τη μιζέρια και την αρρώστια. Κι εκείνες που γεννήθηκαν κακομούτσουνες, κακοσουλούπωτες. Κι οι άλλες που δεν ήξεραν να εμπορευθούν κατά πως πρέπει το κορμί τους, κι άφησαν -από ακαματοσύνη του μυαλού- να τις ξετραβήξη η κατρακύλα. Είναι πανάθλια η ζωή μέσα σ’ αυτά τα σπίτια! Κι ο έρωτας πρέπει να ’χη γεύση πικρότατη, όπως τον κάνουν οι άνθρωποι του στενού δρομάκου...
Τώρα, ανάμεσα στα σπίτια, είναι και καναδυό μαγαζάκια -ψιλικατζίδικα- που πουλούν ό,τι χρειάζεται για τους ανθρώπους του δρομάκου. Και πρώτ’ απ’ όλα, τσιγάρα. Γιατί το τσιγάρο είναι η μόνη και μεγάλη χαρά της πόρνης. Ύστερα, θα βρης εκεί περιοδικά που γράφουν για έρωτες ρω μαντικούς. Πούλτρες φτηνές σε παρδαλά κουτιά. Φουρκέτες για κατσάρωμα των μαλλιών. Κάλτσες από μετάξι φυτικό. Κορδέλες όλα τα χρώματα. Καθρεφτάκια, τσατσάρες, μοσκοσάπουνα, βαζελίνη, τραπουλόχαρτα, καραμέλες, περμαγκανά, περλαντίνα, μυρουδιές σε κακόγουστα μπουκαλάκια, «μπεμπέκες» κι ό,τι άλλο χρειάζεται για τη δουλειά και τη χαρά. Ό,τι βαστάει να πληρωθή απ’ το περισσευούμενο μιας ιερόδουλης.
'Ετσι περίπου ξετραβάει ο δρομάκος, ως την άλλη μπούκα του. Εξόν από μια εξαίρεση - για να μην πούμε ανορθογραφία. Δηλαδή ένα ψηλό καινουργιοφτιαγμένο σπίτι, που θέλει να παραστήση το αξιόπρεπο με την τσιμεντοπασπαλισμένη φάτσα του, καθώς και με την ταμπέλα του μπαλκονιού «Ξενοδοχείον ο Θυρεός και η Θεσπρωτία». Κι όμως, δεν παραλλάζει κι αυτό σε σκοπό από τα πλαϊνά κι απέναντι σπιτάκια. Μόνο που είναι πιο θλιβερό, γιατί περιτριγυρίζει τη μιζέρια της ζωής του με
τοίχους και κουφώματα που άξιζαν καλύτερη τύχη.
Το πιο παράξενο όμως σ’ όλη αυτή την υπόθεση είναι η άλλη άκρη του δρομάκου, αυτή που ξεμπουκάρει σ’ ένα δρόμο πολύ γνωστό της πολιτείας μας. Κι οι δυο γωνιές της είναι χτισμένες με πολυκατοικίες αξιόλογες, όπου κατοικούν άνθρωποι εξίσου αξιόλογοι. Και μάλιστα γιατροί αφροδισιολόγοι, που δεν έχουν καμιάν επαγγελματική σχέση με τους ανθρώπους και τους πελάτες του στενού δρομάκου. Στα πολυτελή τους
ιατρεία συχνάζουν τα πιο επίλεχτα μέλη της κοινωνίας μας -κυρίες, δεσποινίδες και κύριοι- που ατύχησαν αναπάντεχα κι εκπληχτικά, σ’ ερωτικές περιπέτειες όπου το σαρκικό στοιχείο ερχόταν σαν ελάσσον συμπλήρωμα μιας μείζονος ψυχικής συνεννόησης - καθώς αρμόζει στις ιθύνουσες πνευματικές τάξεις μας. Σ ’ ένα μάλιστα από αυτά τα ιατρεία, θα συναντήστε καθημερινά -κι έντεκα ως μία- ό,τι εκλεκτότερο έχει να δείξει η Ελλάδα σε ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο, εικαστικές τέχνες και θέατρο.
Μα θαρρώ πως ξέφυγα απ’ το θέμα που μας απασχολεί, και που βαραίνει πιότερο στη μέση παρά στις άκρες του δρομάκου. Ακούστε όμως να ιδήτε πώς έχει η υπόθεση: αν περάστε βραδάκι από κει, θα καταλάβετε αμέσως το τι γίνεται στα πανάθλια και σαραβαλιασμένα σπίτια. Θα το καταλάβετε από τους ανθρώπους τους σκυφτούς -με το λαιμό χωμένο στον ανασηκωμένο γιακά της καπαρντίνας, το καπέλο βουλιαγμένο ως τα φρύδια- που προχωρούν σα να ήσαν βιαστικοί διαβατάρηδες, με τέρμα της πορείας τους πολύ μακριά από εκεί. Κι έξαφνα, στα καλά καθούμενα, παίρνουν στροφή και τρυπώνουν σε κάποιαν απ’ τις μισάνοιχτες πόρτες· για να έβγουν ξανά, μετά μισήν ώρα, και να εξακολουθήσουν τον περίφροντι βιαστικό δρόμο τους. Ίσως πάλι να το καταλάβετε από τις παρέες των παιδάριων που προχωρούν μποτζάροντας, με το κεφάλι τ’ αψήλου, στόμα μισάνοιχτο και μάτια όλο θολή γυαλάδα· και σταματούν, πόρτα-πόρτα, να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Εδώ να μπουν, ή στο πλαϊ νό, όπου είναι κι η Ρηνιώ, όλο κούνημα και καθαριότη;
Βέβαια, αργά προς τα μεσάνυχτα, χαλάει η υπόθεση, ένεκα που οι μεθυσμένοι των καφέ αμάν παίρνουν τη βόλτα τους κατά κει και μπλέκουνται με τους νταβατζήδες. Γίνεται ανακατωσούρα κι εκνευρισμός -καμιά φορά και μικροφασαρία. Από τη μία όμως κι ύστερα ο δρόμος ησυχάζει. Μπαίνουν οι νταβατζήδες στα κρεβάτια, τα ζεσταμένα από την πελατεία· και «άγγελος προ του παραπετάσματος με τον δάκτυλον εις τα χείλη». Σέβας εις τον έρωτα, κύριοι!
Πρωί-πρωί, φεύγουν οι νταβατζήδες· γιατί έχουν κι άλλες δουλειές, ένεκα που σ’ ένα τέτοιο δρόμο, το επάγγελμα δεν τρέφει ούτ’ έναν καλά-καλά, όχι δυο! Τότε, όλα τα πάντα έρχουνται στην πιο ειδυλλιακή γαλήνη. Πόρτες κλειστές και παράθυρα σφαλιχτά παραφυλάν τον πολύμοχθα κερδισμένο ύπνο των κοριτσιών. Ούτε διαβάτης περνάει από κει,ούτε πουλιού ίσκιος! Αυτό, ως τις εννιά ακριβώς. Ως την ώρα δηλαδή που έρχεται ο άνθρωπος με το φλεμόνι.

Λησμόνησα να σας πω, πως ο στενός δρομάκος ήταν φίσκα στους γάτους. Το πώς και γιατί γίνηκε αυτό, δεν το ξέρω. Αιτία ίσως να είναι τα κορίτσια -τα ορφανεμένα από κάθε στοργή ανθρώπινης ψυχής- που νιώθουν την ανάγκη να ’χουν κάτι ζωντανό και δικό τους πλάι: σκύλο, γάτα ή κανερίνι. Μα πιο πολύ τις γάτες αγαπούν κι επιθυμούν. Γιατί είναι καθαρές και λιγοέξοδες, χαδιάρες κι αποξενωμένες απ’ όλα τα πάντα· διακριτικές στη ζωή τους και σιωπηλές, στοχαστικές. Ύστερα είναι οι ποντικοί, που ζουν λεφούσι στα κατώγια των παλιόσπιτων, και φέρνουν τους ανθρώπους στην ανάγκη να έχουν δυο και τρεις γάτες ειδ’ αλλιώς παν χαμένοι. Ως εδώ, τα πράματα είναι φυσικά και λογικά. Οι γάτοι τρων τους ποντικούς των σπιτιών και τ ’ αποφάγια των ανθρώπων. Κρατούν παρέα, γεμίζουν την αδειανή ψυχή των κοριτσιών. Κάθε όμως χρόνο, έρχουνται ο Γενάρης κι ο Μάρτης - μήνες κρίσιμοι για τη φυλή των γάτων. Τότε, οι νύχτες του στενού δρομάκου γεμίζουν από σπαραγμό κι οιμωγές (γιατί, όπως ξέρετε, έτσι έχουν συνήθειο να κάνουν τον έρωτα οι γάτοι, νταμ-παπαντάμ). Και τα κορίτσια, στριφογυρνώντας αγουροξυπνημένα πλάι στο μαστούρη νταβατζή, αναλογίζονται το τι κουραστικό θα ήταν το επάγγελμα, αν τύχαινε κι οι άνθρωποι να έχουν τη γλύκα των γάτων...
Δυο μήνες είναι αυτοί· περνάν. Όλα ξαναγυρίζουν στη γαλήνη τους. Το πράμα όμως έχει συνέπειες - καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Οι βαρεμένες θηλυκιές κρύβουνται στις πιο μυστήριες γωνιές των σπιτιών για να λευτερωθούν. Ημέρες και βδομάδες να ψάχνης, αδύνατο να τις ανακαλύψης! Όταν, μιαν ωραία πρωία, ξαναπαρουσιάζονται στην κοινωνία σιγοπερπατώντας και σιγονιαουρίζοντας, με την ουρά ψηλά και τη νωχέλεια της καινούργιας μητέρας στα μάτια. Και πίσωθέ τους πεντέξι τρομαγμένοι σβόμπιρες, που μαϊμουδίζουν τη μαμάκα ορθώνοντας προκλητικές ουρίτσες κατά το στερέωμα. Τι να τα κάνης; Να τα πνίξης; Είναι αργά πια! Κι ύστερα, είναι τόσο όμορφα! Τα κορίτσια χιμούν, τ ’ αρπάζουν, τ ’ αγκαλιάζουν, τα χαϊδεύουν, τα φιλάν μέσα σε υστερικά τσιτσιριχτά ξεστρατισμένου μητρικού φίλτρου. Κι αυτό, βαστάει όσο τα ρόδα του Μαϊού. Όσο δηλαδή να γίνουν γάταροι τα γατάκια· όσο να φυλλορροήση η άστατη αγάπη των κοριτσιών. Και ν’ αμολυθούν αδέσποτοι στη ζούγκλα της ζωής - ο καθένας για τον εαυτό του κι ο Θεός για όλους.
Έτσι, σιγά-σιγά, το δρομάκι μας γέμισε από γάτους αδέσποτους, αλήτες, πειναλέους, κλέφτες, παμπόνηρους, υποψιασμένους, ερωτιάρηδες, μαδημένους, ψωραλέους, γρατσουνισμένους, φωνακλάδες, άτιμους, μπαμπέσηδες. Λεφούσι τρομερό, πληγή των Φαραώ κι ακρίδα, που ζούσε στην καμπούρα των ανθρώπων. Και δεν χόρταινε την πείνα του’ και πλήθαινε, κι αυγάταινε. Και ζητούσε επιταχτικά ζωτικό χώρο, θέση κάτω απ’ τον ήλιο, με τόση ξεδιάντροπη καπατσιτά, ώσπου στο τέλος γεννήθηκε κοινωνικό ζήτημα.
Τα πράματα είχαν φτάσει στο νυν και αεί. Όταν παρουσιάστηκε από μηχανής θεός- ο άνθρωπος με το φλεμόνι.

Ήταν κάπου ανάμεσα στα είκοσι πέντε και τριάντα. Φτωχούλης ο κακόμοιρος, και κάπως σα σαστισμένος. Με μάτι ήμερο και στοχαστικό, στόμα όλο άβουλη γλύκα. Και κοντός, και κακοσούσουμος. Από κείνους τους ανθρώπους που περνάν στο δρόμο και κανείς δεν τους βλέπει, γιατί τι να ιδής από δαύτους; Κανείς δεν ξέρει ποια μέρα πρωτόρθε στο δρομάκο. Ποια αφορμή τον έφερε’ ποια αιτία τον έκανε να ’ρχεται κάθε πρωί -στις εννιά ακριβώς- με το καλάθι περασμένο στο ζερβί του μπράτσο. Το βέβαιο είναι πως η Αννούλα τον είδε πρώτη. Είχε ξυπνήσει νωρίς, επειδή κοιμήθηκε νωρίς αποβραδίς (κάποια αδιαθεσία, που την εμπόδιζε να δουλέψη). Καθώς άνοιξε το παράθυρο, τον αντίκρισε να στέκεται στη μέση του δρόμου. Φώναξε «ψι-ψι-ψι»· κι οι γάτες έρχονταν κατά πάνω του από τις πόρτες, πηδούσαν απ’ τα παράθυρα, κατρακυλούσαν απ’ τα κεραμίδια, ξετρύπωναν απ’ τα κατώγια. Ολόκληρο λεφούσι παρδαλό, ψωραλέο, πειναλέο. Τον περικύκλωναν με μάτια στρογγυλά και κάθετες ουρές. Τον περιτριγύριζαν με σιγανές, νωχελικές -μα και νευρικές συνάμα- βόλτες. Τον κοιτούσαν με αγωνία βουλιμική. Τον προκαλούσαν με σιγανά χαϊδευτικά νιαουρίσματα. Αυτός, βούτηξε το δεξί του χέρι στο καλάθι, το περασμένο στο μπράτσο του το ζερβί. Πήρε από μέσα μια φούχτα ψιλοκομμένο φλεμόνι μοσχαρίσιο- και το σκόρπισε στην άσφαλτο, όσο μπορούσε πιο αραιά. Χίμηξαν οι γάτες στη θροφή, και την έκαναν μια χαψιά. Άκουγες τα δοντάκια να τρίζουν, καθώς μασούσαν τη σκληρή σφουγγαρένια σάρκα. Έλαχε δυο γάτες ν’ αρπάξουν το ίδιο κομμάτι από τις δυο άκρες - πράμα που τις ερέθισε. Κι άκουγες μουγκρητά όλο απειλή, και σφυρίγματα μέσα στους καταπιόνες - δίχως να λογάιάσουμε τους χτύπους από τις βελουδένιες νυχωτές πατούσες. Όσες γάτες δεν πρόφταξαν, τριγυρνούσαν γύρα-γύρα, με το μουσούδι κολλημένο στη γη. Ύστερα ανάγερναν την κεφαλή, τον κοιτούσαν στα μάτια και νιαούριζαν παρακαλεστικά. Τότε, αυτός, έχωσε ξανά το χέρι στο καλάθι' και ξανά, και πάλι ξανά. Και σκόρπισε φλεμόνι, μπόλικο φλεμόνι. Ώσπου άδειασε το καλάθι' ώσπου χόρτασαν, όλοι οι γάτοι, την πείνα τους τη χρονική. Κι απέ, κάθισε και κοίταζε τα ζωντανά να τρων. Χαμογελούσε πολύ γλυκά, πολύ ευχαριστημένος· ωσάν να έκανε πράξη ανώτερη, γεμάτη κάλλος κι αρετή, που να πλημμύρισε την ψυχή του μελένια ικανοποίηση. Κι όταν, τέλος, το καλάθι άδειασε -και δεν απόμεινε τίποτα στην άσφαλτο- ξεκίνησε σιγά-σιγά, ταπεινός και σκυφτούλης. Έστριψε στη γωνιά του μεγάλου δρόμου· και χάθηκε μέσα στο πλήθος.
Οι γάτοι απόμειναν κάμποσον καιρό ακόμα, μυρίζοντας τη γη με λαίμαργα ρουθούνια. Και μη βρίσκοντας πια τίποτα, σκόρπισαν ολούθε, με αργή περπατησιά. Ο δρομάκος ξαναβρήκε τη συνηθισμένη πρωινή του ησυχία.
«Τρελός είναι ως φαίνεσθαι!» είπε η Αννούλα· κι έκλεισε το παράθυρο.

Το άλλο πρωί, ο άνθρωπος με το φλεμόνι ήρθε ξανά. Και το παράλλο, και το αντιπαράλλο. Έτσι, καθημερινά, δίχως τίποτα -ούτε μια φορά- να τον εμποδίση. Και καθημερινά γινόταν η ίδια ιστορία. Έτρεχαν δηλαδής οι γάτες μόλις τον μυρίζονταν· χόρταιναν την πείνα τους τη χρονική, με το φλεμόνι που τους μοίραζε. Ύστερα έφευγε, το ίδιο πάντα ταπεινός και σκυφτούλης, με το φέγγος της χαρούμενης ψυχής στα ημερωμένα του μάτια. Όσο για την Αννούλα -κι αυτή δεν ξέρει πώς- συνήθισε, κάθε πρωί, να ξυπνάη λίγο πριν τις εννιά' μόνο και μόνο για ν’ ανοίξη το παράθυρο, και να ιδή το μυστήριο άνθρωπο να μοιράζη φλεμόνι στο γατολόι. Δεν του μιλούσε, μα ούτ’ εκείνος την πρόσεξε ποτέ. Δεν κοιτούσε δεξιά, ζερβά, πάνω, τριγύρω του. Κοίταζε μονάχα προς τα κάτω, λες κι όλος ο κόσμος ήταν μαζωμένος -γ ι’ αυτόν- στις πεινασμένες γάτες του δρομάκου. «Τρελός είναι, ως φαίνεσθαι», είχε πει η Αννούλα. Τίποτα καινούργιο δεν μπορούσε ν’ αλλάξη τη γνώμη της. Μόνο που πρέπει να ήταν από κείνους τους καλούς ψωνισμένους, που πλέουν σε όσμους γεμάτους αγαθοσύνη και γλυκάδα. Από δαύτους που λιγώνουν να σκορπάν την πράξη την καλή. Και πετάει στα σύννεφα η μακάρια ψυχή τους, όταν έχουν το συναίσθημα πως έσπειραν τοσοδούλα καλοσύνη πάνω σε τούτη τη γη. Ένεκα τούτου, η Αννούλα τον συμπάθησε, και δεν είπε τίποτα, σε καμιάν απ’ τις άλλες γυναίκες· γιατί ήξερε πόσο κακές είναι, πόσο δεν καταλαβαίνουν κάτι τέτοια πράματα. Μην τύχη και τον πάρουν στην κοροϊδία, και τον περιγελάν με λόγια αισχρά, κάθε μέρα που θα ερχόταν. Κι ήταν φόβος μην τρομάξη, ο κακόμοιρος, και δεν ματάρθει. Ή κιόλας μήπως ο χλευασμός μεταλλάξει τη γλύκα της τρέλας του σε πίκρα, και γίνει κακός σαν τους φρόνιμους ανθρώπους. Όχι, δεν είπε τίποτα σε κανένα η Αννούλα. Μόνο έσκυβε στο παράθυρο και τον κοίταζε, και τον χαιρόταν. Κι όταν εκείνος έφευγε ταπεινός, σκυφτούλης -μα ευχαριστημένος- ένιωθε κι η κοπέλα κάτι σαν γαλήνη κι αγιοσύνη συνάμα. Πως σε τούτο τον κάτω κόσμο υπάρχουν κι άνθρωποι καλοί. Κρίμα μονάχα που είναι βαρεμένοι από το Ριζικό!
Δεν είπε λοιπόν τίποτα. Κι αυτό βάσταξε καιρό. Μόνο που τι μπορεί να μείνει μυστικό στον κόσμο τούτο; Έτυχε, κάποια μέρα, να ’χη ξυπνήσει η Κατερίνα αμπονόρα -άγνωστο γιατί- και να βγη στο μπαλκόνι να ποτίση τα βασιλικά της, την ώρα που ο άνθρωπος μοίραζε στους γάτους το καθημερινό φλεμόνι τους. Τον κοίταξε λοιπόν καλά-καλά με τα στρογγυλά της βοϊδόμματα. Και του είπε τον παρακάτω λόγο, που μαρτυρούσε όλη τη φιλοσοφία της πάνω στη ζωή και τους ανθρώπους:
«Καλέ συ! Ποιος σε πλερώνει, καλέ, και θρέφεις τα βρωμοκάτσουλα;»
Ο άνθρωπος ταράχτηκε, σαν να μην ήταν συνηθισμένος να του μιλάν. Σήκωσε τα μάτια του κατά το μπαλκόνι· κι αντίκρισε, με κάποιο δέος, τη χοντρή και βάρβαρη πλαγγόνα, που ’χε απομείνει ασάλευτη, με το ποτιστήρι μετέωρο στο χοντρουλό της χέρι.
«Εμένα μιλάς;» τη ρώτησε.
«Εσένα. Και σε ρωτάω: ποιος πλερώνει το φλεμόνι που μοιράζεις στους παλιόγατους;»
«Ποιος το πλερώνει;» απόρεσε αυτός, στρογγυλεύοντας τ ’ απονήρευτα μάτια του. «Εγώ το πλερώνω...»
«Και πού τους βρίσκεις τους παράδες;»
«Δουλεύω και τους βγάζω. Δουλεύω στο τυπογραφείο του Μαγουλέ, στην Καλλιθέα».
«Κι έχεις μεγάλο μιστό;»
«Με πλερώνουν με το μεροκάματο: σαράντα δραχμές τη μέρα. Μα δεν έχει πάντοτε δουλειά. Δεν κάνω πάνω από τέσσερα μεροκάματα τη βδομάδα».
Η Κατερίνα στρογγύλεψε τις χειλάρες της με περιφρόνηση:
«Δηλαδής, εσύ ψωρίτη μου δεν βγάζεις ούτ’ ένα χιλιάρικο το μήνα! Και ξοδεύεις τον παρά σου για να θρέψης τις γάτες του μιανού και τ’ αλλονού;»
Αυτός χαμογέλασε γλυκά - σαν να ’χε πάρει λίγο θάρρος. Κι αποκρίθηκε:
«Δεν είναι του μιανού και τ’ αλλονού. Είναι του κανενού. Γι’ αυτό -είπα- να τις έχω σα δικές μου. Να θρέψω κι εγώ κατιτίς, εξόν απ’ ελόγου μου, πάνω σε τούτη τη γης».
Τότε η Κατίνα γέλασε - άλλο πράμα να το λες, κι άλλο να το ακούς!
Χτύπησε τις παλάμες πάνω στις μπουτάρες της, με θόρυβο πολύ. Κι είπε:
«Μ’ εξακόσες δραμές το μήνα δε θρέφεις τον απατό σου! Γάτες θέλεις να μου θρέψης;»
«Στάσου να ιδής!» την αντίκοψε αυτός. «Εγώ νοίκι δεν πλερώνω· κοιμάμαι τζαμπέ, στο τυπογραφείο. Τσιγάρο δεν πίνω. Ρούχα-παπούτσια μου δίνει ο Μαγουλές, που ’ναι καλόψυχος. Η φασουλάδα ένα τάλιρο κάνει, άλλο τόσο το ψωμί. Χορταίνει κανείς καλά. Το λοιπόν, μου περισσεύει ένα δεκάρικο τη μέρα».
«Και το ξοδεύεις για τις γάτες;»
«Ναι. Τι ήθελες να το κάνω;»
«Να μου το δίνης εμένα! Να ιδής χαρά στα σκέλια σου!»
Αυτός, απόμεινε έτσι. Και σάστισε, και κοκκίνισε. Τόσο χοντρός του φάνηκε ο λόγος!
«Δεν κάνω εγώ τέτοια πράματα», μουρμούρισε.
«Δηλαδή, τι; Είσαι ακόμα δεσποινίς;»
Ο άνθρωπος δεν αποκρίθηκε. Μόνο κατέβασε τα μάτια καταγής, γεμάτος ντροπή. Θα ’θελε να φύγη - είχε μοιράσει το φλεμόνι στο αναμεταξύ. Μα το γέλιο το χοντρό της Κατινάρας της χοντρής, που ξέσπασε και κάλπαζε στο μάκρος του δρομάκου, λες και μούδιασε όλα του τα μυώνια. Και τον άφησε κει, σαν παράλυτο κι άβουλο. Χαμένο, σαστισμένο...
«Καλέ σεις!» ούρλιαζε η Κατερίνα στ’ άλλα κορίτσια του σπιτιού, που ήσαν ξυπνημένα πια. «Καλέ σεις! Ελάτε να δήτε, και τα μάτια σας να μην πιστέψετε! Ένας μαντράχαλος κατέβα να φάμε, που δεν ξέρει ακόμα τι εστί γυνή!»
Μα δεν ήσαν μόνο τα κορίτσια του σπιτιού που άκουσαν το κάλεσμα. Στο στενό και μικρό αυτό δρομάκο, όλα τα σπίτια πες πως κάνουν ένα σπίτι. Αμέσως άνοιξαν παράθυρα, πόρτες, μπαλκονόπορτες, απ’ όπου ξεχύθηκε με μιας, στον καθάριο αγέρα του πρωινού, η μπόχα από τόσες ολονυχτίς κλειστές κάμαρες. Κάτι σα μυρουδιά πούλτρας φτηνής, απλυσιάς και μοσκοσάπουνου, τσιγάρου και πολυφορεμένης κάλτσας, κρεβατιού που πιότερο ξαπλώνουν άνθρωποι λογής-λογής παρά κοιμάται ένας. Κι όπως χίμηξε αυτό το πράμα, άρπαξε τον ανθρωπάκο μας απ’ τα ρουθούνια, του ’κόψε την ανασαιμιά, τον ζάλισε, τον έκανε να σαστίση. Και πρόβαλαν, στα παράθυρα και στις μπαλκονόπορτες, μούτρα χλεμπόνικα, με πετσί αργασμένο απ’ τη σκληρή ζωή, μισοπασπαλισμένο απ’ το χτεσινοβράδινο φτιασίδι - όσο δεν έφαγε ο ύπνος και τα φιλιά της νύχτας. Χείλια λασκαρισμένα από το ψέμα και την κάλπικη ηδονή· ανάκατα μαλλιά στη γλίνα της βρωμοπερλαντίνας· δόντια κιτρινισμένα απ’ το τσιγάρο, σαρακοφαγωμένα από το διάργυρο και το βισμούθιο· μούτρα που θα ’λεγες πως δεν είναι ζωντανά, αν δεν ήταν η γυαλάδα των ματιών -μα κάτι σα γυαλάδα πεθαμένη κι αυτή- που κοίταζαν πάντοτε προς τα έξω, σα μάτια ζώου πρωτόγονου, που το μέσα βάθος της ψυχής δεν το γνωρίζει.
«Τι είναι, Κατινάκι μου; Τι τρέχει;»
Η Κατινάρα άνοιξε τη στοματάρα της, να δώση όλες τις χρειαζούμενες ορμήνιες, που θα ’καναν -το δίχως άλλο- να σπαρταρίσουν τα κορίτσια σαν ψαράκια! Μα δεν πρόφτασε. Γιατί γίνηκε κάτι παράξενο κι αναπάντεχο. Δηλαδή η Αννούλα, αυτό το σιαμαμίδι -δυο σπιθαμές πράμα- που στόμα είχε και μιλιά δεν έβγαζε, το ήσυχο, το γλυκοχαμογέλαστο, το κιοτεμένο (προσόντα που κάνουν τους γέρους να την προτιμούν και να την καλοπλερώνουν), πετάχτηκε με μιας. Κι όπως ήταν σκυμ­μένη στο περβάζι του παράθυρου, κρέμασε το μισό κορμί της απ’ έξω· και φώναξε:
«Σιωπή, Κατινιώ! Κι εσείς οι άλλες, κάντε μπρακ τις βόθροι σας! Τι σας έφταιξε, ο άνθρωπος, και τον περιγελάτε; Επειδήτις ξοδεύει τ’ ωραίο του παραδάκι και θρέφει τις γάτες; Το κέφι του κάνει! Την καλή του καρδιά αποδείχνει! Τι θέλατε, δηλαδής; Ν ’ ακουμπάη, τα ταλαράκια του, απάνω μας; Για να τον γιομίζουμε βρώμιση και σιχασιά; Δεν πάτε να πνιγήτε, λέω ’γω!»
«Μα, Αννούλα μου», την αντίκοψε η Κατερινάρα, «είναι κοτζάμου άντρας. Κι ακόμα δεν...»
«Κι ύστερις; Τι κέρδητο έχουμε εμείς, που είμαστε κοτζά γυναίκες “και” με τον πρώτο τυχών; Θα προτιμούσατε να ’ταν κι αυτός σαν όλους τους άλλους τους ρακοτάγκους, τους σερνικούς; Δεν σας φτάνουν τόσοι και τόσοι που ξανταβλαντίζετε, κάθε μέρα, με την ψυχή στα δόντια, μα θέλετε κι αυτόνα για παραπανιστό; Θα ’πρεπε να χαιρόμαστε, που μέσα στους τόσους σιχαμένους άντρες, βρέθηκε κι ένας καθάριος!
Αφήστε το παιδί στη λόξα του, μια και δεν σας βλάβει...»
«Αν ήσαν όλοι σαν κι αυτόν», είπε η Ευτέρπη, «εμείς τι θα τρώγαμε;»
«Μη φοβάσαι, παλιολιμάρα! Κι ένας μονάχα είναι! Πάντα θα βρεθούν αρκετοί βρωμιάρηδες να σε θρέψουν! Άσ’ τον αυτόν που ’ναι καθαρός, θα θρέψη τους γάτους! Κι ύστερις, δικαιολογίες θα σας δώσω; Δεν θέλω να πειράξη κανείς το παιδί! Ειδ’ αλλιώς, θα ’χη να κάνη μετά μένα!»
Όλες λούφαξαν. Επειδή η Αννούλα -το νιάνιαρο, το σαμιαμίδι, δυο σπιθαμές πράμα- ήταν άλλου είδους ταραχή. Ήσυχη, μαλακιά, καλόβολη, όσο δεν της έμπαινες στη μύτη. Μα ουαί κι αλίμονο όταν την έπιανε το μπουρίνι! Μήπως δε μαχαίρωσε τη Μαριγώ την Παπόρω, στο δεξί ρωγοβύζι, πάνω σε μια παραξήγησις; (Το πράμα σκεπάστηκε τότε, χωρίς ν’ ανακατευτούν οι κουκουβίνοι.) Τη φοβόνταν λοιπόν τα κορίτσια. Και σαν την είδαν μπουρλοτισμένη, κιότεψαν και δεν έβγαλαν μόκο απ’ το στόμα τους. Τότε, ο άνθρωπος με το φλεμόνι, χαμογέλασε γλυκά. Χαιρέτησε με την παλάμη στην καρδιά κι είπε:
«Φχαριστώ, κοπέλα μου! Φχαριστώ! Και για ελόγου μου, και για τις γάτες...»
Η Αννούλα, δίχως να μιλήση, του αντιγύρισε το γλυκό του χαμόγελο.

Την άλλη μέρα, πριν φέξει καλά-καλά, έπιασε βροχή μεγάλη - Νοέμβριος ήταν. Ο ουρανός σκεπάστηκε με σεντόνι από βολύμι, χαμήλωσε, ακούμπησε στα κεραμίδια των σπιτιών’ κι αναλύθηκε σε νερό, που μούσκεψε όλα τα πάντα της πολιτείας. Ήταν καλά πιασμένα, απ’ τον καιρό, όλα τα γύρω θέμελα. Σημάδι αλάθευτο πως το κακό δεν ήταν πρόσκαιρο, μα θα βαστούσε ως το βράδυ - ίσως και πιότερο. Νοέμβριος γαρ...
Η Αννούλα ξύπνησε πολύ πρωινή, κι άκουγε το βροχονέρι να κροταλίζη στις κλειστές γρίλιες. Κι όταν τις άνοιξε, την πήρε κατάμουτρα η βροχή, που αναγκάστηκε να κλείση βιαστικά τα τζάμια.
«Καιρός κι αυτός!» μουρμούρισε. «Κάλλιο να πέσω ξανά στο κρεβάτι. Θα με περουνιάσει η υγρασία...»
Ξάφνου όμως, κάποια συλλογή ανάδεψε στο μυαλό της, κι ανακαθρεφτίστηκε στ’ ανήσυχα μάτια της.
«Θα γίνη μούσκεμα!» είπε.
Αντί να πέση στο κρεβάτι, ξανακόντεψε στο παράθυρο. Ακουμπώντας το μέτωπο στο βροχοδαρμένο τζάμι, κοίταξε το δρόμο με άγρυπνη ματιά. Κάμποση ώρα βάσταξε αυτό. Κι άξαφνα, η κοπέλα τινάχτηκε. Να τος! Ερχόταν όπως πάντα, ταπεινός και σκυφτούλης κάτω απ’ τη βροχή, με την τραγιάσκα χωμένη ως τα φρύδια, το καλαθάκι περασμένο στον αγκώνα το ζερβή. Κι ήταν λούτσα, ο κακομοίρης! Σωστό παπί! Να τον έστιβες, θα ’βγαζες ένα μπουγέλο νερό!
Η Αννιώ άνοιξε το παράθυρο:
«Τρελάθηκες; Με τέτοια βροχή! Δεν μπόραγες να περιμένης λιγάκι;»
Αυτός σταμάτησε. Την κοίταξε με τα μάτια του τα σκυλίσια.
«Είναι οι καημένες οι γάτες», μουρμούρισε.
«Και τι θα πάθουν οι γάτες αν φαν μια ώρα αργότερα, περικαλώ; Με τέτοιονα καιρό, ούτε σκύλος δεν ξεμυτάει. Όχι γάτες!»
Κι ωσάν να ’θελαν να τη βγάλουν ψεύτρα, πρόβαλαν άξαφνα από πόρ­τες, κατωγοπαράθυρα, ντουβάρια και κεραμίδια, ένα σωρό κατσουλοκέφαλα άσπρα, κίτρινα, παρδαλά, με αυτιά τσιτωμένα και μουστάκια τρεμάμενα. Κι οσμίζονταν τον άνεμο’ και σιγονιαούριζαν τη χρονική πείνα των σωθικών τους. Αυτός χαμογέλασε.
«Να τες!» είπε. «Ήρθαν, οι καψερούλες...»
Μα η Αννιώ είχε θυμώσει - ή έκανε, τάχα, πως θύμωσε:
«Σε περικαλώ, λίαν θερμώς, ν’ αφήσης τις γάτες εκεί που βρίσκονται. Και να περάσης μέσα. Θα πλευριτώσης!»
«Μα...»
«Δεν έχει μα και ξεμά. Άκου εμένα που σου μιλώ!»
Δεν είπε τίποτα, ο έρμος. Μόνο δρασκέλισε την ξώπορτα. Και τράβη­ξε κατά την κάμαρα της κοπέλας.

Η βροχή βάσταξε ίσαμε το βράδυ. Κι ίσαμε το βράδυ, οι γάτες έφερναν βόλτα στο στενό δρομάκο μυρίζοντας και νιαουρίζοντας, πολύ απορεμένες που δεν έφαγαν το καθημερινό τους φλεμόνι. Κατόπι, βαρέθηκαν και λάκισαν, μία-μία, για τις ιδιαίτερες ασχολίες τους. Ο δρόμος γαλήνεψε. Οι πελάτες θα έρχονταν πολύ αργότερα. Κι ήσαν πολύ πεινασμένες οι γάτες, γιατί ούτε πόντικας ξεμύτισε να φαγωθή, ούτε άνθρωπος
να τις ταίση. Ως κι αυτά τα σκουπίδια, τα σωριασμένα στ’ αυλάκια του πεζοδρόμιού -κι όπου πάντα κάτι βρίσκει να φάη ένας πεινασμένος γάτσουλας- τα ξετράβηξε η βροχή, και δεν απόμεινε τίποτα. Μα οι γάτες έχουν ένα δικό τους τρόπο να υπομένουν την πείνα, που δεν τον έχουν οι άνθρωποι. Γιατί τις ανθρώπινες καρδιές τις αναδεύει η παντοτινή ελπίδα και παραλογή, η μαύρη απελπισία του θανάτου. Οι γάτοι όμως έχουν φυλάξει μέσα τους -απ’ τον καιρό που ήσαν θεοί- το μυστικό της Μοίρας. Γνωρίζουν να βαστάν στην πείνα όσο δεν παίρνει αξιόπρεπα, δίχως χαμένους σπαραγμούς και βαρυγκώμιες. Γιατί έτσι είναι οι γάτοι. Όσο και να ξέπεσαν σε σκλάβους των ανθρώπων, κρατάν μέσα τους αμόλευτο και σφαλιστό τ ’ απομεινάρι της θεΐκιάς τους υπόστασης.
Αυτά με τους γάτους. Τώρα, αν μπαίναμε περί το βράδυ στην κάμαρα της Αννούλας, ίσως και να μαλάκωνε η αδιάφορη καρδιά μας. Ίσως πάλι κάτι να ’σπάζε μέσα μας. Κι όμως, το πρώτο μάλλον θα γινόταν. Γιατί εμείς δεν νιώθουμε τα πράματα όπως τα νιώθουν οι γάτοι. Γιατί εμείς εγίναμε θεοί σ’ όλα τα πάντα που έχουν -και δεν έχουν- ψυχή πάνω σε τούτη τη γη. Μόνο που η δική μας ψυχή δεν είναι να μας κρίνη για θεούς. Και πώς μπορεί να γίνη αυτό, την ώρα που την κατεβάσαμε ανάμεσα στα σκέλια την ψυχή, και της δώσαμε ένα σωρό ονόματα σπουδαία κι επίσημα;
Πώς να κύλησε η μέρα μέσα στην καμαρούλα; Αυτό, δεν το ξέρουμε. Το μόνο σίγουρο είναι πως η Αννούλα άναψε το μαγκαλάκι της, γιανα ρουφήξη την υγρασία και να στεγνώση τα βρεμένα ρούχα του παλικαριού. Αυτός, ντρεπόταν να ξεντυθή.
«Θα βγω έξω», είπε η κοπέλα, «για να μη σε ιδώ. Γδύσου. Και τρύπωσε στο κρεβάτι, να ζεσταθής».
Έτσι κι έγινε. Όταν η Αννιώ γύρισε στην κάμαρα, τον βρήκε ξαπλωμένο και καλοτυλιγμένο στις κουβέρτες. Αυτή, πήρε τα βρεμένα ρούχα και τ ’ άπλωσε σε μια καρέκλα, πλάι στο μαγκάλι. Κατόπι του ’ψήσε τσάι με κονιάκ και με λεμόνι. Την ώρα που εκείνος το ’πίνε γουλιά-γουλιά, κάθισε κοντά του -πάνω στο κρεβάτι- και τον κοιτούσε, και χαμογέλαγε. Μα κι ο λεγάμενος την κοιτούσε, με καρδιά πολύ μαλακιά' με μάτια πολύ παραξενεμένα.
«Γιατί τα κάνεις όλ’ αυτά για μένα;» τη ρώτησε.
«Κι εσύ; Γιατί τα κάνεις όλ’ αυτά για τις γάτες;» τον αντιρώτησε.
«Έτσι μας έχει πλάσει ο Θεός. Να λαχταρούμε πάντοτε για κάποιον...»
Κι από κει, δε μίλησαν πια με λόγια. Μα τα μάτια τους έλεγαν πολλά. Έτσι, σιγοπέρασε η ώρα. Η βροχή δεν έλεγε να σταματήση. Χάθηκε η πολιτεία σ’ ένα ντουμάνι νερουλιασμένο καπνό. Τα σύγνεφα όλο και χαμήλωναν, όλο και βάραιναν, διωγμένα κατά το βοριά από του νότου τις ανασαιμιές. Έφτασε το μεσημέρι. Η κοπέλα έφερε λίγο φαγάκι σε δυο πιάτα, λίγο κρασί σε δυο ποτήρια.
«Κόπιασε, να μου κάνης συντροφιά...»
Θα ήταν πρόστυχο, από μέρους του, να μη δεχτή. Έφαγαν με σιγανές κι επίσημες μπουκιές, καθώς αρμόζει στους φτωχούς ανθρώπους. Κι ύστερα, μίλησαν. Το τι είπαν, δεν σας ενδιαφέρει. Μόνο συλλογιστήτε πως ήσαν έρμοι κι οι δυο τους στη ζωή. Πως ζούσαν ανάμεσα στους ανθρώπους, κι άνθρωπο δεν είχαν κοντά, να ειπούν τον καημό τους. 'Ετσι που τους έσμιξε η συντυχία, ήρθε η ώρα ν’ ανέβη το βάρος της καρδιάς στ’ αχείλι. Να ειπωθούν οι χαμηλόφωνες κουβέντες, που πορεύονται και βρίσκουν την καρδιά του αλλουνού. Κουβέντες πίκρας και δυστυχίας· κουβέντες απλές και φτωχικές, που είναι ο διακαμός μιας άχρηστης ζωής, σαν όλες τις ζωές που -με μια παραξενιά Του- γέμισε ο Θεός τ’ ανάξιο αστέρι μας. Έτσι, μιλώντας, δεν κατάλαβαν πως ήρθε το σούρουπο, πρώιμο και σκοτεινιασμένο - Νοέμβρης ήταν, και βροχή. Κι ήσαν τώρα
τόσο κοντά οι καρδιές τους, που λες κι οι δυο τους είχαν γίνει ένα. Γυάλιζαν παράξενα, μέσα στο μισοσκόταδο, τα μάτια της κοπέλας. Το στόμα της ήταν σαν καρπός λιοφρυγμένης χώρας. Τα διάφανά της χέρια κρατούσαν τις καυτερές παλάμες του. Του κορμιού της η ευωδιά τον τύλιγε με ζάλη και κομάρα. Σπαθί το πόδι της, κάτω απ’ το κοντό φουστάνι. Το αντιφέγγισμα της μαγκαλίσιας θρακιάς φλόγιζε, σαν κάρβουνο πυρρό, τη ρόδινη γυμνή φτέρνα. Κανείς τους δεν είχε τη δύναμη ν’ ανάψη
το φως..

Όταν στο τέλος άναψαν το φως, το μαγκάλι είχε χωνέψει. Ήσαν μισόκλειστα τα μάτια της Αννούλας, άβουλα τα χείλη της τα ξέβαφα. Παράξενη μυρουδιά πλανιόταν στην κάμαρα.
Αυτός, ανασηκώθηκε απ’ τα στρωσίδια. Κοίταξε τη γδύμνια του με μάτια θλιβερά, σα να ’θελε να ιδή τι έχασε και τι κέρδισε το άθλιο κορμί του. Μα φαίνεται πως το είδε ολόιδιο, όπως πριν. Αναστέναξε με πίκρα. Αυτό ήταν όλο... Τίποτα δεν μετάλλαξε στον κόσμο τούτο, ούτ’ ένας κόκκος άμμου δεν σάλεψε στων θαλασσών τα βύθη. Όλα τα πλάσματα εξακολουθούν να τραβούν την ίδιαν άχρωμη ζωή. Κι απόμεινε η χαρά-χαρά, κι ο πόνος-πόνος. Ήταν να χάση ένα διαμάντι, απόψε, από μέσα του- να κερδίση ένα ρουμπίνι. 'Εξω, στο δρόμο, οι γάτες ούρλιαζαν την πείνα τους. Η βροχή είχε σταματήσει.
Όχι, τίποτα δεν άλλαξε! Τίποτα δεν ήταν δυνατό ν’ αλλάξη. Ούτε ο Θεός δεν ξεχωρίζει τον καθάριο απ’ το μαγαρισμένο, αφού ο νόμος κι η βουλή Του προστάζουν να γεννιέται, ο άθρωπος, με μόλεμα αθρώπου. Δεν είναι μονάχα η ζωή που ανοίγεται μπροστά σ’ αυτούς που μόλεψαν τη σάρκα τους, μα κι η Παράδεισο. Όχι, τίποτα δεν άλλαξε! Κι ούτε ήταν δυνατό ν’ αλλάξη...
Φόρεσε βιαστικά τα στεγνωμένα ρούχα του. Πήρε το καλαθάκι με το φλεμόνι. Και στάθηκε, για μια στιγμή, ασάλευτος.
«Πηγαίνω», είπε.
Η κοπέλα τον κοίταξε, με μάτια γλυκά:
«Κάθισε λίγο ακόμα...»
«Είναι οι γάτες που πεινάν... δεν τις ακούς;»
«Ναι. Είναι οι γάτες που πεινάν...»
Αυτός, δεν είπε άλλο λόγο. Και με σιγανή περπατησιά -σκυφτούλης, ταπεινούλης- βγήκε από την κάμαρα.
Οι γάτες τον περίμεναν. Ήσαν όλες μαζεμένες κάτω απ’ το σπίτι. Σιγοπεριδιάβαζαν, στη μουσκεμένη άσφαλτο, με πόδια βελουδένια και ρεμάμενες ουρές ολόρθες. Έριχναν, κάθε τόσο, ματιές σπαραχτικές κατάτο παραθύρι της Αννούλας. Μιαούριζαν το θρήνο της πείνας, την ελπίδα του χορτασμού. Κι ήταν τόση η πείνα, εκείνη τη μέρα, που δεν απόμεινε γάτος στη γειτονιά να μη δώση το παρόν στο γενικό γατοσυμμάζωμα. Ήρθαν όλοι. Κι οι μαύροι, κι οι άσπροι, κι οι κίτρινοι, κι οι ψαροί, κι οι παρδαλοί, κι οι κακοζωισμένοι, κι οι γδαρμένοι, κι οι κοκαλιάρηδες, κι οι μισοψοφισμένοι. Λεφούσι ασιτίας, ταξιαρχία αληταριού, πανάθλιο προλεταριάτο της γατίσιας κοινωνίας.
Μόλις τον ένιωσαν να ’ρχεται, μόλις άκουσαν τη μαλακιά περπατησιά του, μόλις οσμίστηκαν -με ανήσυχα ρουθούνια- τη μυρουδιά του φλεμονιού, ταράχτηκαν βαθιά. Με μιας, χίμηξαν στην πόρτα. Στριμώχτηκαν σε όγκο πολύχρωμο. Ανασηκώθηκαν στα πόδια τους τα πισινά. Κι ανάδωσαν ύμνο νιαουριχτό. Ύμνο υπέρτατης ελπίδας κι απελπισίας!
Και να, η πόρτα άνοιξε. Στο άνοιγμά της, πρόβαλε ο άνθρωπος με το φλεμόνι. Κοίταξε τις γάτες, με μάτι αγαθό. Και χαμογελούσε, όπως ήξερε αυτός να χαμογελάη.
«Πεινάτε, καψερούλες!» είπε. «Τώρα, θα σας δώσω εγώ να φάτε...»
Και βούτηξε το χέρι στο καλάθι.
Μα τότε, γίνηκε κάτι παράξενο. Οι γάτες, με μιας, ησύχασαν. Σα να είδαν, απάνω του, κάτι αλλιώτικο' κάτι που δεν το περίμεναν. Πρώτος, ένας γάτος κολοβός και μπουμπουνάτος, τέντωσε το λαιμό του κατ’αυτόν, και τον οσμίστηκε με ρουθούνια γεμάτα υποψία. Μια σταχτιά γατούλα έκανε το ίδιο. Ύστερα ένας κοκαλιάρης παρδαλός. Κι ύστερα κι άλλος, κι άλλος. Ώσπου δεν απόμεινε κανείς που να μη τον μυρίση. Κι αφού γίνηκε αυτό, στάθηκαν όλοι ασάλευτοι. Τον κοίταζαν στα μάτια.
Κι ήσαν, τα γατίσια μάτια τους, γεμάτα δυσπιστία κι επιτίμηση.
Αυτός, σαστισμένος καθώς ήταν, δεν κατάλαβε. Βούτηξε το χέρι στο καλάθι. Έβγαλε μια φούχτα ψιλοκομμένο φλεμόνι' και το σκόρπισε ανάμεσα στο γατομάνι, πάνω στην άσφαλτο. Περίμενε πως θα χιμούσαν -πεινασμένοι καθώς ήσαν- ν’ αρπάξουν την τροφή με μουγκρητά και καβγαδάκια. Να την τραγανίσουν με δόντια κοφτερά' να την χάψουν με λιμασμένους καταπιόνες. Μα τίποτα παρόμοιο δεν έγινε. Οι γάτοι γύρισαν το κεφάλι κι οσμίστηκαν, όσο δεν παίρνει δύσπιστα, τα κομμάτια της σφουγγαρένιας σάρκας. Ζάρωσαν τα ρουθουνάκια τους με σιχασιά. Και με μιας, παίρνοντας στροφή, έφυγαν. Ναι, έφυγαν όλοι! Με περπασιά νωχελική μα σίγουρη, τραβώντας καθένας κατά κει που του ’κάνε κέφι. Κατά κει που θα περνούσε καλύτερα την πεινασμένη του νύχτα.
Ο δρόμος απόμεινε άδειος. Τα λιγοστά φωτάκια των παράθυρων αντικαθρεφτίζονταν στη μουσκεμένη μαύρη άσφαλτο, όπου τα περιφρονημένα από τους γάτους φλεμονοκόμματα φάνταζαν σαν λουλούδια κοραλιού στη μελανή έκταση νυχτερινού ωκεανού. Η νύχτα έπεφτε στην πολιτεία, μαζί με τουλούπες από μολυβένια σύννεφα. Κάποια γυναίκα τραγουδούσε τους καημούς της.
Αυτός, απόμεινε ασάλευτος, με την παλάμη του δεξιού χεριού γεμάτη κόκκινες σάρκες. Ήταν η δεύτερη χούφτα φλεμόνι, που δεν πρόφτασε να ρίξη. Τα μάτια του έπαιζαν άχρωμα μέσα στο ερχόμενο σκότος. Στην άκρη των χειλιών του ανάδευε κάτι σαν κλάμα και χαμόγελο μαζί. Ανοίγοντας την παλάμη, άφησε να πέση καταγής η άχρηστη τροφή. Κι ύστερα με περπατησιά σιγανή, μαλακιά, τράβηξε το μάκρος του δρομάκου - σκυφτούλης, ταπεινούλης. Και χάθηκε πέρα, στο πέλαγο της νύχτας.
Τίποτα δεν τάραξε πια τη γαλήνη του στενού δρομάκου ως τις εφτά, που ήρθαν οι πρώτοι πελάτες.
Κατά τις οχτώ, η βροχή άρχισε ξανά.

Μ. Καραγάτσης
Μ. Καραγάτσης (1908 - 1960)

φιλολογικό ψευδώνυμο του Δημήτρη Ροδόπουλου, έλληνας συγγραφέας. («Γιούγκερμαν», «Συνταγματάρχης Λιάπκιν»)

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ