Βρέχει απ’ το πρωί.
Βρέχει στ’ αυτοκίνητα, στα πλαστικά υπόστεγα των δρόμων.
Στο δράκο καπνοσυλλέκτη ψηλά στην ταράτσα
στο λεπρό δάσος με τις αντένες.
Βρέχει και δε βλέπεις τη βροχή
στο γραφείο 405 από βροχή δεν ξέρεις.
Βρέχει έξω από τις αίθουσες των μυστικών συσκέψεων
τους κύλινδρους των στεγνοκαθαριστηρίων έξω.
Βρέχει και δε βρέχεσαι, αδύνατο να βραχείς
να ’ρθεις να περπατήσεις κάτω απ’ τη βροχή μαζί μου.
Βρέχει στον τελευταίο σταθμό της βενζίνης, στο χαλασμένο
λάστιχο του φορτηγού
στο νεκροταφείο της ακτής, στην κρεμασμένη θάλασσα
στους πεθαμένους ουρανούς των διυλιστηρίων
στις τρομερές σημαίες των διεθνών εταιριών.
Βρέχει στους σκοπιδότοπους.
Στ’ ασθενοφόρο που σε παίρνει.
Βρέχει συνέχεια.
Μήτε φωνές γυναικών
Μήτε τίποτα.