Το Φθινόπωρον

(Ποίημα εις γλώσσαν δημώδη)

Το βουρκωμένο σύννεφο τον ουρανὸ μαυρίζει.
Ψιλὴ ψιλὴ αρχίνησε βροχὴ να ψηχαλίζῃ·
Είναι η φύσις που θρηνεῖ,
Τα δάκρυά της είν’ αυτὰ οπού πυκνοσταλάζουν,
Τα σύννεφα οπού βογγούν και βαρειαναιστενάζουν
Είν’ η θλιμμένη της φωνή.

Είναι πουρνό· τι καταιχνιὰ λευκὴ σαν Ναϊάδα!
Δεν βλέπεις μήτε το βουνὸ, μήτε την πεδιάδα.
Του χρόνου τα γεράματα !
Για δες τον ήλιο· έκρυψε τα χρύσινα μαλλιά του,
Χλωμὸ φεγγάρι έγεινε, κ’ είν' όλο η θωριά του
Παράπονο και κλάματα!

Να! βράχηκε και το ξερὸ της ερημιάς ποτάμι.
Ακούς τι κρότο το νερὸ μέσ’ στα χαλίκια κάμει;
Βλέπεις τον άσπρο τον αφρό;
Σταις λυγαριαίς ανάμεσα ήταν πουλιὰ κρυμμένα·
Τον κρότο καθὼς άκουσαν, εφύγαν τρομαγμένα
Μ’ ένα τους πέταγμ’ αλαφρό.

Ψυχὴ δεν βλέπεις· έρημος ο τόπος κ’ αφειμένος.
Ο γέρος μόνος χωρικὸς πηγαίνει φορτωμένος
Με τα κομμένα ξύλα του.
Κ’ εγὼ μονάχος κάθομαι στην ρίζα του πλατάνου,
Κ’ ακούγω την πυκνὴ βροχὴ οπού χτυπά επάνου
Στα μαραμμένα φύλλα του.

Δεκαοχτὼ φθινόπωρα ως τώρα μόλις είδα·
Αλλ’ αν και τόσο ενωρὶς γυρίσω παρ’ ελπίδα
Στην γην οπού μ’ εγέννησε,
Ας θάψουν χέρια φιλικὰ το άψυχο κορμί μου
Κοντὰ στὴ ρίζα της ιτιάς που τόσαις στην ζωή μου
Φοραίς μ’ εφιλοξένησε.

Τους κλώνους της τους λιγυροὺς ο ζέφυρος να κλίνῃ,
Και ίσκιο μελαγχολικὸ στον τάφον μου να χύνῃ
Την ώραν του καλοκαιριού.
Και πάλιν όταν ο καιρὸς αρχίζη να κρυόνῃ,
Να πίπτῃ εις το μάρμαρο η χάλαζα, το χιόνι
Και η βροχὴ του Γενναριού.

Ιωάννης Καρασούτσας
Ιωάννης Καρασούτσας (1824 - 1873)

έλληνας ποιητής της Α’ Αθηναϊκής Σχολής.

Βιογραφία

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ