Η Φυλακή

Το νοσοκομείο μοιάζει, λίγο πολύ με φυλακή. Όχι τόσο τα στοιχισμένα κρεβάτια κι η ομαδική κατάκλιση, όσο η γενικότερη πειθαρχική διαβίωση, τακτική ώρα για τη θερμομέτρηση και τις ενέσεις, αλλάζουν βάρδια οι νοσοκόμες όπως κι οι φύλακες, το επισκεπτήριο, ψεύτικο κουράγιο που συνοδεύεται με βυσσινάδα, απαράλλαχτο με φυλακίστικο. Κι έπειτα είναι που οι άνθρωποι σκέφτονται όλο το έξω, ακόμα κι αυτοί που δεν έχουν ελπίδα, μελλοθάνατοι με ανέκκλητη την καταδίκη στην πλάτη, που έχουν τελειώσει, τι εξετάσεις, τι συμβούλιο χαρίτων, τα πάντα, κι αυτοί γραπώνονται από μπλούζες γιατρών κι από στολές, από θρησκευτικά φυλλάδια και εικονάκια που δίνουν όλα, αυτές τις στιγμές της απελπισίας, τη στερεότυπη απάντηση: Ο Θεός.
Φυσικά τα νοσοκομεία χρειάζονται περισσότερο από τις φυλακές, αν και δουλεύουν για τον ίδιο σκοπό, να σώσουν μερικούς για την κοινωνία, κι άλλοτε πάλι να προστατέψουν την κοινωνία από επιδημίες, απ’ αυτούς που μπορεί να τη βλάψουν, λέπρα, χολέρα, ιδεολογίες κι εγκλήματα.
Παρ’ όλες τις τρομερές ομοιότητες, εκεί που βρίσκω βασική διαφορά είναι ο τρόπος που το νοσοκομείο σου συνειδητοποιεί την ανθρώπινη μοίρα, η λειτουργία του σαν προθάλαμος για την αναχώρηση, για τον τελικό προορισμό, πράγμα που δε συμβαίνει με τη φυλακή, γιατί εκεί τα πάντα φιλτράρονται μέσ’ απ’ τη σήτα, όλα έχουν σχέση με τα σίδερα, αυτά σου φταίνε, η κλεισούρα, «αν ήμουν ελεύθερος», λες, κι αυτή είναι η αγωνία και το άγχος σου. Έχεις να παλέψεις με κάτι στη φυλακή, να κερδίσεις το χρόνο, τα σίδερα και το τσιμέντο. Έχεις κάποιο προορισμό, να βγεις κάποτε έξω για ν’ αναπνεύσεις το χώμα.
Στο νοσοκομείο είσαι όπως ο οπαδός του καθεστώτος, του οποιουδήποτε καθεστώτος. Άπαξ και είσαι οπαδός μιας κατάστασης δεν μπορείς να την κατακρίνεις. Με ποιον να τα βάλεις, με τον εαυτό σου τον ίδιο; Μακαρίζω τους αντιπάλους των καθεστώτων. Αυτοί, όπως και φυλακισμένοι, έχουν μια διέξόδο, μπορούν και μεταθέτουν το θέμα. Περνάνε μια ζωή σε διαρκή αντίθεση και στο τέλος πολλοί καταφέρνουν να πέσουν απ’ τ’ αντίπαλα βόλια.
Στο νοσοκομείο είσαι υποχρεωμένος ν’ αντιμετωπίσεις αυτή την παλιοϋπόθεση κατάματα. Κι αν έστω δίνεται μια μάχη, έχεις την εντύπωση πως δίνεται στην αμμοδόχο. Σ τ’ αληθινά δεν πολεμάς ποτέ. Μόνο στα χαρτιά, οι άλλοι, εντελώς επιτελικά, στα σχέδια και στις προβλέψεις. Η έκβαση της μάχης είναι προκαθορισμένη. Τελικά οι τυφεκιοφόροι του εχθρού θα νικήσουν. Εσύ οφείλεις να κρατάς το νεκροταφείο μ’ ένα πλήθος άλλα σπιρτόξυλα που τσακίζονται στ’ αλλεπάλληλα κύματα των αντιπάλων. Επίδεση πρόχειρη σε σχήμα σταυρού και σε μπήγουνε ξανά στην άμμο. Διαρκώς λιγοστεύουμε μέσα στα μνήματα και σωτηρία δεν έχει έτσι που είμαστε κυκλωμένοι, αργά ή γρήγορα σαρωνόμαστε, ευτελή κτίσματα πάνω στην άμμο.
Καμιά μετάθεση δε χωράει σ’ αυτόν τον χώρο. Οι γιατροί κάνουν ό,τι μπορούν, όμως ο πυρετός επιμένει κι εκείνος ο πόνος στην πλάτη γίνεται όλο και πιο άγριος. Ο πόνος, ο πυρετός, οι γιατροί, Πρέπει να τα βγάλεις μόνος σου πέρα. Ε, ρε παπα-Θανάση, τι ωραία που τα καταφέρνεις, κάνεις την προσευχή σου κι αναθέτεις εκεί την ευθύνη. Χαμογελάει γαλήνια από το διπλανό κρεβάτι. Μου στέλνει ένα εικονάκι με τον άγιο της ενορίας του, κι απέ, νίπτει τας χείρας του. Αρνούμαι να τον ευχαριστήσω, «πάρ’ το πίσω, παπά μου», του ψιθυρίζω. Είναι ένα καλό παιδί ίσαμε τριάντα χρονώ, ήρεμο πρόσωπο, τριμμένα ράσα, από κείνους τους παπάδες του χωριού που καλλιεργούν μερικά χωραφάκια, κάνουν μια στάνη παιδιά και παραμένουν αμόλυντοι από θεολογίες και φανατισμούς. Παρόλο που ξέρω την τελική καταδίκη του (θα επιστρέψει στο χωριό του στο μισάνοιχτο πορτ-μπαγκάζ μιας κούρσας, ο μισός μέσα κι ο άλλος μισός έξω), δεν του κάνω το χατίρι. Τόσο είμαι γυμνός από προφάσεις και σκόπιμες σκέψεις, σα να πρόκειται να πεθάνω αύριο κιόλας.
Και δε θέλω. Δε θέλω ν’ αρχίσει το ξήλωμα, να καμφθώ την τελευταία στιγμή σαν και, μερικούς που το γυρίζουνε στο Θεό προς το τέλος.Ένα τόσο μικρό και ασήμαντο περιστατικό, σαν το εικονάκι του παπα-Θανάση, μπορεί να σταθεί αιτία της αποδοχής της κατάστασης. Ο φόβος βαφτίζεται αποκάλυψη, πελαγωμένος μπροστά στο χάος, ανοίγεις το στόμα και παίρνεις μετάληψη. Όμως το δηλώνω από τώρα: Για μένα αυτό δεν ισχύει, κι αν από θολούρα το ρίξω στη θρησκεία να μη ληφθεί καθόλου υπόψη. Ακόμα και τώρα αν θέλω να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι και να πάω στο σπίτι, είναι για να σβήσω από την ταυτότητα εκείνη την ένδειξη που με υποχρεώνει να θαφτώ με παπάδες και ψάλτες. Το ξέρω πως είναι μια συμβατικότητα κι είτε απαλειφθεί είτε παραμείνει δεν έχει νόημα, αλλά έτσι, για την τάξη και μόνο, να μη με συνοδεύει αυτό το τυπικό ψέμα. Θα πείτε, γιατί μέχρι τώρα δε φρόντισα για τη διόρθωση. Να, γιατί είναι θέμα αστυνομίας και γιατί βαριέμαι τις διατυπώσεις. Όμως αυτή τη φορά, αν γίνω καλά, θα κατανικήσω την απέχθεια για μερικούς χώρους και θα λήξει κι αυτή η εκκρεμότητα.
Θέλω να ’μαι ολομόναχος. Αυτή την τροπή πήραν για μένα τα πράγματα, παπα-Θανάση, αλλιώς είχα Θεό να λατρέψω, τότε που είχε η γη κρικέλια και θα τη σήκωνα επάνω. Τα εγκατέλειψα όλα: Πίστη, φυλακή, κι ένα βόλι καλό για το τέλος. Όλα, σου λέω, ήλιο, ιστορία, τροχό, μες στη λάσπη.
Αν ήμουνα τώρα φυλακή, αγωνία μηδέν. Αυτό το μέτριο φαλακρό κεφάλι θα το ’βλεπα από τώρα σε χρυσοποίκιλτη θήκη. Κάρα για να τρομάζει στους αιώνες όσους αρνήθηκαν να γίνουν πέτρες. Ή έστω, μπηγμένο σε παλούκι να ξορκίζει αυτούς που θα ’θελαν να γίνουν πέτρες. Δεν έχει καμιά ιδιαίτερη σημασία ούτε το ’να ούτε τ ’ άλλο. Το σημαντικό είναι πως έτσι ή αλλιώς θα ’χε έναν προορισμό για μένα τον ίδιο και θα δεχόμουνα το θάνατο σα θυσία για κάποιο σκοπό.
Είμαι πέραν σκοπών και επιδιώξεων. Ένα σώμα που ολοένα φυραίνει μέχρι να γίνει απολειφάδι. Δεν κρατιέμαι πια από πουθενά. Απ’ όπου κι αν πιάστηκα, σπάσανε ξερά κλαδιά. Η ανθρωπότητα αδιαφορεί για την ύπαρξή μου κι εγώ άλλο τόσο για κείνη. Οι ιδεολογίες δεν είναι πια στρογγυλές, τόσα ρήγματα και τόσα μπαλώματα.
Κι εσύ, παπα-Θανάση, από χωρίον Χαλκιάδες Άρτης, ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει (αν και μετά από τόσα χρόνια και τόσες βροχές είναι πρόβλημα και σχήμα λόγου), είχες τη φυλακή σου κι ωραία τα βόλευες. Εγώ είχα μια φυλακή και την έχασα. Κι έχει τόσες διαφορές η φυλακή από το νοσοκομείο κι ας φαίνεται πως μοιάζουνε τόσο.

Μάριος Χάκκας
Μάριος Χάκκας (1931 - 1972)

Πεζογράφος και ποιητής, από τους σημαντικότερους έλληνες διηγηματογράφους.

Βιογραφία

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ