Γλυκό είναι το τριαντάφυλλο,
το γιούλι χαϊδεμένο,
το γιασεμί τ’ ολόλευκο
απ’ όλους ζηλεμένο·
αλλά στα τόσα ανάμεσα,
που τρέφ’ η γης φυτά,
εσέ μόνον αγάπησα,
φτωχό μου ρεζεντά.
Άλλοι φορούν στα στήθη τους
γαρούφαλο, γαζία·
άλλοι σ’ αγγειό αλαβάστρινο
φυτεύουν ακακία·
μα εγώ, αφ’ τα πρώτα χρόνια μου,
που δεν θε νά ’λθουν πιά,
ένα φορώ και φύτεψα
άνθος - το ρεζεντά.
Θυμούμαι, ήμουν παιδόπουλο -
δεν σβηέται απ’ την καρδιά μου -
κοράσι συνομήλικο
διαβαίνει από σιμά μου·
αγγέλου είχε χαμόγελο,
αστέρινη ματιά,
κι εις τ’ απαλό το στήθος του
φορούσε ρεζεντά.
Της κορασιάς δεν ήξερα
ποιό ήταν τ’ όνομά της·
οι φίλοι μου την έκραζαν
Χρυσή — απ’ τα μαλλιά της.
μα εγώ που δεν της έβρισκα
ονομασία καμιά,
πρώτη φορά στενάζοντας
την είπα ρεζεντά.
Εσβήστηκε σα σύγνεφο,
έφυγε σαν αχτιδα,
μου εφάνη που ήτον όνειρο,
πλιό άλλο δεν την είδα·
αλλά στα ξεφαντώματα,
στα γέλια, στη χαρά,
στο νου μου η κόρη ερχότουνα
πού ’χε το ρεζεντά.
Στρεφόμουν, μα δεν έβλεπα
τα μαγικά της κάλλη·
τη ζήτησα στα σύγνεφα,
στους κάμπους, στ’ ακρογιάλι·
ελάμψανε στα μάτια μου
κοράσια αγγελικά,
αλλ’ εις τ’ αθώο στήθος τους
δεν είδα ρεζεντά.
Μιάα αυγούλα την εξάνοιξα
αφ’ το σχολείο να βγαίνη·
το βλέμμα μου σκοτίδιασε,
κι εκείθε που διαβαίνει:
«Ω, σ’ αγαπώ!» ψιθύρισαν
τα χείλη μου δειλά,
κι αυτή με χέρι ολότρεμο
μου δίνει ρεζεντά.
Η κορασιά μ’ αγάπουνε!
Ω, χρόνια ευτυχισμένα,
μ’ εσάς μαζί αν επέταξε
κι η ευτυχία από μένα,
στη γάστρα μου σα μέλισσες
γυρίζετε ελαφρά,
όσες φορές τ’ ολόδροσο
μυρίσω ρεζεντά.
Του κήπου σας, κοράσια μου,
τα άνθη δεν ζηλεύω·
ναρκίσσους και τριαντάφυλλα
εγώ δεν σας γυρεύω·
κρατείτε σεις τ’ αγιόκλημα,
εσείς την πασχαλιά,
για με μόνον μαζεύετε
λιγάκι ρεζεντά.
Κι όταν το φως μου ο θάνατος
με την πνοή του σβήση·
όταν στη μαύρη αγκάλη του
έλθή να με κοιμήση·
εις το ψυχρό το χώμα μου,
σ’ ένα σταυρό σιμά,
το εσπλαχνικό το χέρι σας
ας σπείρη ρεζεντά.