Ο Άκης και οι άλλοι

Όταν γιορτάζουμε, έχουμε επισκέψεις κι έρχονται οι κύριοι με τα καλά και τα λυπητερά τους ρούχα κι οι κυρίες με τα χαρούμενα και τα ταγέρ. Αυτό γίνεται μόνο όταν γιορτάζει ο μπαμπάς. Η μαμά δε γιορτάζει ποτέ γιατί το γιατί το όνομά της δεν έχει γιορτή, ούτε η θεία Γαζία γιορτάζει, ούτε η Δωροθέα. Εγώ, μου λένε οι μεγάλοι, πως έχω γιορτή κάθε μέρα. Οι κύριοι και οι κυρίες λένε χρόνια πολλά στον μπαμπά και στη μαμά να τον χαίρεστε και σε μένα να χαίρεσαι τον μπαμπά. Η μαμά τους λέει μερσί κι εγώ τους λέω φχαρστώ. Η Δωροθέα πηγαίνει κι έρχεται με το δίσκο κι εγώ όλο δίνω το καλό χεράκι, όπως λέει η μαμά μου το δεξί μου χέρι, κι άμα δε θέλω να το δώσω στις κακές κυρίες, η μαμά μου λέει έλα μην ντρέπεσαι και μου κάνει νοήματα και στις κυρίες λέει πως το κάνω για πρώτη φορά αυτό κι ότι εγώ πάντοτε χαιρετάω και δεν ξέρει τι έπαθα σήμερα. Μερικοί φίλοι του μπαμπά τού φέρνουν ένα δωράκι κι εκείνος τους λέει δεν ήταν ανάγκη βρε αδερφέ κι η μαμά πηγαίνει και τ' αφήνει πάνω στο κρεβάτι μαζί με τις άλλες γραβάτες, τα μπουκάλια, τα ξενόκουμπα, τις τιράντες και τα άλλα πράματα που του έφεραν και γράφει σ'ένα μικρό μπλοκάκι μ'ένα μελανί μολύβι.
Εγώ δεν περνώ ωραία στη γιορτή του μπαμπά γιατί όλοι είναι νευριασμένοι και δε με προσέχουν κι ασ με ρωτούν μόλις έρθουν:
- Πόσο χρονώ είσαι;
(Τους λεώ).
- Μπράβο! Ποιον αγαπάς περισσότερο, τον μπαμπά ή τη μαμά;
Και πριν του πω, μου λένε:
-Μπράβο!
Μετά με ρωτάνε:
-Θα ήθελες να έχεις μια αδελφούλα;
-Όχι!
Αλλά εκείνοι δεν προσέχουνε και μου ξαναλένε μπράβο.
Όταν έρχονται μερικές κυρίες που δεν τις χωνεύω, τους βγάζω τη γλώσσα και τραβάω τα αυτιά μου και τις κοροϊδεύω και μια φορά η κυρία Χατζηλουλούδα με είδε και είπε στον κύριο Χατζηλουλούδα «το σκατόπαιδο» κι η μαμά έκανε πως δεν το άκουσε και είπε "τη γαϊδούρα" και η κυρία Χατζηλουλούδα το άκουσε αλλά έκανε πως δεν το άκουσε και για να δούμε, θα έρθουν σήμερα;
Την πόρτα μας όλη την ημέρα της γιορτής την αφήνουμε μισάνοιχτη για να μπαίνουν οι επισκέψεις χωρίς να χτυπάνε το χτυπητήρι και γι' αυτό εγώ δεν τρέχω στο μπαλκόνι για να κοιτάζω κάτω και να ρωτάω ποιος; Αλλά εγώ που φοβάμαι μήπως έρθει κανένας κλέφτης ή κανένα παιδί που δεν είναι φίλος μου και μου πάρει τα παιχνίδια μου τώρα που η πόρτα μας δεν είναι κλειστή, κλειδώνω όλα τα παιχνίδια μου και καλύτερα που τα κλειδώνω κι ας μην έχω όλη μέρα να παίζω κανένα.
Κάθε χρόνο που γιορτάζει ο μπαμπάς, η εφημερίδα γράφει το όνομά του αλλά γράφει πως δε γιορτάζει: "Σήμερον, εορτήν του Αγίου Σπυρίδωνος, ο κύριος (εδώ γράφει το όνομα του μπαμπά μου), δεν εορτάζει ούτε δέχεται". Αυτό είναι ψέμα κι ο μπαμπάς μου έχει δίκιο που λέει πως οι εφημερίδες τελευταία γράφουν όλο ψέματα, γιατί και γιορτάζει και δέχεται κι η μαμά έφτιαξε γλυκά και οι επισκέψεις θα έρθουν και θα τα φάνε. Ο κύριος Θόδωρος που ήρθε, αλλά δεν έφαγε γλυκά γιατί είπε πως δεν είναι φίλος των γλυκών, εξήγησε πως αυτό γίνεται γιατί όσοι γιορτάζουν γράφουν μόνοι τους στην εφημερίδα τάχα πως δε γιορτάζουν για να το θυμίζουν έτσι στους φίλους τους και να έρχονται, γιατί οι φίλοι είναι φίλοι και δεν πιστεύουν στα ψέματα που γράφουν οι εφημερίδες και είπε μάλιστα, σιγανά για να μην τον ακούσουν, πως ο κύριος Παύλος και η κυρία Αντιγόνη, που δεν αγοράζουν εφημερίδα γιατί είναι τσιγκούνηδες, μια φορά ξέχασαν και δεν πήγαν στης κυρίας Βάσως να της πουν χρόνια πολλά κι εκείνη και ο άντρας της είναι τόσοι μήνες τώρα που δεν τους μιλάνε και γι' αυτό τώρα ενώ κάθονται κοντά κοντά, δε μιλάνε μεταξύ τους και κάνουν πως δε γνωρίζονται.
Μετά τον κύριο Θόδωρο και την κυρία Στέλλα που ήρθαν, άρχισαν να έρχονται πολλοί μαζί, Όλοι είχαν διαβάσει την εφημερίδα, εκτός βέβαια από τον κύριο Παύλο, και θυμήθηκαν πως ο μπαμπάς μου έχει τη γιορτή του. Μετά τους πρώτους επισκέπτες, ήρθαν οι δεύτεροι που έφυγαν τέταρτοι. Οι τρίτοι, έφυγαν έκτοι. Οι τέταρτοι έφυγαν πέμπτοι, μαζί με του τρίτους, γιατί είχαν πολλές επισκέψεις ακόμη να κάνουν. Οι έκτοι έπιασαν την κουβέντα και έφυγαν δωδέκατοι, μαζί με τους δέκατους και τους ένατους. Οι όγδοοι είχαν έρθει μετά τους ένατους γιατί οι έβδομοι, που κανονικά θα έρχονταν πριν από τους όγδοους, καθυστέρησαν στην είσοδο με τους τρίτους, που είχαν καιρό να τους δουν και έφθασαν δέκατοι κι εγώ έτσι έχασα τη σειρά και τους μπέρδεψα και σταμάτησα το μέτρημα και τώρα κάθομαι στη γωνία και μετράω τα γλυκά που τρώνε.
Αυτοί που έρχονταν κάθονταν στις καρέκλες γύρω γύρω. Είχαμε φέρει και τις καρέκλες της τραπεζαρίας και είχαν γίνει πολλές και ήταν στρυμωγμένες. ’μα ήταν πολλοί άνθρωποι μαζί και δεν έβρισκαν θέση, χάζευαν στο διάδρομο κι όταν άδειαζε καμία, έτρεχαν πρώτα οι κυρίες και μετά οι κύριοι και τις πιάνανε. Ο μπαμπάς έδειχνε του καινούργιους στους παλιούς και φώναζε τα ονόματά τους και στους καινούργιους φώναζε τα ονόματα των παλιών κα όλοι μαζί έλεγαν χαίρω πολύ και μια φορά ο μπαμπάς ξέχασε ένα όνομα και είπε πως η μνήμη του άρχισε να τον εγκαταλείπει και τότε του είπαν το λέτε αυτό για να σας πούμε πως είσθε μια χαρά κύριε Σπύρο και τι να πούμε εμείς... και μ' αυτό ο μπαμπάς χάρηκε πάρα πολύ και χτύπησε το δάχτυλο στην πόρτα που ήταν ξύλινη γιατί μία κυρία του είπε να κάνει έτσι. Όλο το βράδυ αυτό γινόταν. Έρχονταν. Έλεγαν χαίρω πολύ. Καθίστε. Κάθονταν. Λικεράκι; Μερσί. Ήρθε ο κύριος και η κυρία Παρασκευοπούλου, κι ο κύριος Καραχαραλάμπους τους είπε μα θαρρώ πως κάπου έχουμε συναντηθεί κι ο κύριος Παρασκευόπουλος του είπε δε νομίζω και μπορεί να του είπε αλήθεια γιατί ο κύριος Καραχαραλάμπους έλεγε σε όλους πως θαρρούσε ότι κάπου έχουν ξανασυναντηθεί. Η κυρία Παπαντωνίου ήρθε μόνη της, ο σύζυγος; ασθενεί. Περαστικά. Μερσί. Και κάθισε δίπλα στην κυρία Νταή και στον κύριο Νταή που δεν ασθενεί και έτρωγε τον μπακλαβά του. Και όλο έρχονταν και όλο έφευγαν και έλεγαν τα ίδια με τον ίδιο τρόπο κι εμένα με ρωτούσαν με τον ίδιο τρόπο τα ίδια και τους απαντούσα τα ίδια κι όλο μπράβο και μπράβο. Οι κύριοι πήγαιναν στο μέσα δωμάτιο και μιλούσαν δυνατά και γελούσαν και κάθε τόσο ακούγονταν και μερικά λατινικά. Εγώ ήμουνα στο σαλόνι με τις κυρίες που ήταν πολύ αστείες. Κουβέντιαζαν όλες μαζί και όταν η μαμά ή η θεία Γαζία έβγαιναν, κοίταζαν με πολύ προσοχή τα χαλιά μας, τα πιάτα μας, τα ανθοδοχεία μας και τα σταχτοδοχεία μας και έσκυβαν κάτω από τις καρέκλες και το τραπέζι. Αλλά η μαμά, η θεία Γαζία και η Δωροθέα, που είναι πολύ έξυπνες, είχαν σκουπίσει πολύ καθαρά, τα είχαν γυαλίσει όλα και είχαν ξεσκονίσει καλά και οι κυρίες που έσκυβαν και ακουμπούσαν τα δάχτυλά τους παντού, δεν είχαν βρει ούτε μια σκονίτσα. Μου έχει πει η μαμά -γιατί κι εκείνη με τις φίλες της κάνουν το ίδιο- ότι αυτό είναι συνήθεια στις επισκέψεις.
Μία κυρά έσκυψα κοντά σε μιαν άλλη και της έδειξε μιαν άλλη κυρία που καθόταν απέναντί της και της είπε κάτι στ' αυτί όχι δυνατά αλλά εκείνη άκουσε και κούνησε το κεφάλι και έκανε νόημα σε μιαν άλλη που καθόταν κοντά στον μπουφέ για κείνη την κυρία που της είχε πει η άλλη κάτι στο αυτί κι οι τρεις μαζί μετά την κοίταζαν και δεν έλεγαν τίποτα ώσπου εκείνη που την έδειχναν στην αρχή οι άλλες και έλεγαν γι' αυτήν έσκυψε στη διπλανή της και της είπε κάτι στο αυτί όπως η άλλη κι έδειξε τις πρώτες κι οι δυο μαζί όλο κάτι έλεγαν κι οι πρώτες δε μιλούσαν τώρα και περίμεναν να κοιτάξει αλλού κι όταν κοίταξε αλλού είπαν όλες μαζί κάτι και γέλασαν κι η πρώτη γύρισε από τη μεριά του κάδρου με τις ανεμώνες και δεν τις ξανακοίταξε και ρώτησε τη μαμά πως είχε φτιάξει τον μπακλαβά κι η μαμά της υποσχέθηκε αύριο να της φέρει τη συνταγή στην πλατεία. Και τώρα οι μισές κοιτούσαν τις άλλες μισές και περίμεναν να δουν τι νοήματα θα κάνουν μεταξύ τους και δεν έλεγαν τίποτα και προσπαθούσαν να καταλάβουν τι θα έλεγε όποια θα άνοιγε το στόμα της να πει κάτι αλλά εκείνη δεν το έλεγε γιατί περίμενε να κοιτάξει η άλλη πρώτα αλλού για να το πει. Έτσι έγινε ξαφνικά μεγάλη ησυχία κι επειδή δεν τους άρεσε αυτό άφησαν τα νοήματα και σταμάτησαν τα ψου-ψου και άρχισαν πάλι να μιλούν και να κουβεντιάζουν δυνατά και να λένε για τους άλλους που είχαν φύγει ή δεν είχαν έρθει ακόμη.
Μια στιγμή που είχε γίνει πάλι σιωπή, μία χοντρή κυρία που είχε φάει τέσσερα γλυκά και η μαμά της δίπλωσε και στο χαρτί άλλα τρία, σηκώθηκε να φύγει, αλλά ξανακάθισε γιατί είχε χάσει το παπούτσι της που είχε βγάλει κάτω από το κάθισμα επειδή είχε πρηστεί το πόδι της και προσπαθούσε με το άλλο να το βρει και χαμογελούσε για να μην καταλάβουν οι άλλες τίποτα. Αλλά εκείνες είχαν καταλάβει και παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον. Ο κύριός της περίμενε στην πόρτα και έλεγε και ξαναέλεγε καληνύχτα σας και του χρόνου, ώσπου έχασε την υπομονή του και της έκανε ένα απότομο νόημα. Η κυρία φοβήθηκε και έσκυψε γρήγορα κάτω από την καρέκλα της και βρήκε το παπούτσι που είχε χάσει. Τώρα προσπαθούσε να το φορέσει αλλά ήταν δύσκολο γιατί το πόδι της ήταν πρησμένο και κρατούσε και το πακέτο με τα τρία γλυκά. Οι άλλες κυρίες γύριζαν τα μάτια στο ταβάνι και παρατηρούσαν τα κάδρα μας και τις κουρτίνες και έστριβαν τα κεφάλια τους προς όλες τις μεριές χωρίς να αναζητούν κάτι. Τότε η χοντρή ζήτησε από τη μαμά ένα κοκαλάκι και μέχρι να το φέρει η Δωροθέα, ακούμπησε το παπούτσι στο τραπέζι κοντά στο γλυκό της κυρίας Ντουλάπογλου και τότε οι άλλες κυρίες έπιασαν τη μύτη τους κι η Δωροθέα που μπήκε με το κοκαλάκι, φώναξε δυνατά "κυρία το κοκαλάκι σας" και όλες μαζί έβαλαν τα γέλια κι η Δωροθέα, νόμισε πως την κορόιδευαν και αρχίζει να κλαίει και να λέει πως είναι ένα φτωχό κορίτσι και πως έχει τρία αδέρφια μεγαλύτερα να θρέψει γιατί η μάνα της είναι γριά κι ο προκομμένος ο πατέρας της το έσκασε μ' εκείνη την αφορεσμένη κακό χρόνο να' χει κι όλο έκλαιγε και έλεγε. Αλλά οι καλές κυρίες της είπαν πως δεν γελούσαν γι' αυτήν και της έδειξαν τη χοντρή κυρία και τότε η Δωροθέα άρχισε να γελάει πολύ και να κλαίει από τα γέλια. Τα άκουσαν και οι κύριοι και ήρθαν κι αυτοί και γελούσαν χωρίς να τους πει κανείς γιατί να γελούν. Ο κύριος της χοντρής κατάλαβε γιατί γελούσαν όλοι και πρώτα σταμάτησε να γελάει και μετά κοκκίνησε πολύ, κι όταν είδε το παπούτσι πάνω στο τραπέζι είπε της χοντρής πως χωριάτα γεννήθηκε χωριάτα θα πεθάνει και τότε η κυρία έβγαλε και το άλλο παπούτσι κι έφυγε ξυπόλυτη.
Τελευταία ήρθε και τελευταία έφυγε η Αθανασία. Η Αθανασία ήταν μοδίστρα και όλες οι κυρίες μόλις την είδαν άρχισαν να τη φωνάζουν να καθίσει κοντά τους κι εκείνη ήταν όλο υπερηφάνεια γιατί ήταν σοφή και όσα ήξερε τα έλεγε στις κυρίες που όλο ρωτούσαν. Η Αθανασία πήγαινε στα σπίτια των κυριών για να τις ράβει και μάθαινε πολλά και όλες οι κυρίες ήθελαν να τα μαθαίνουν κι αυτές. Κάθε φορά που ερχόταν σπίτι μας μάς έπαιρνε το ψαλίδι κι η μαμά την άλλη μέρα με έστελνε σπίτι της που έγραφε στην πόρτα «Λα μοδ δε Παρί», να της πω έχετε την καλημέρα από τη μαμά μου και λέει, μήπως πήρατε το ψαλίδι μας κατά λάθος; κι εκείνη έλεγε ουουουου, μια στιγμούλα να πάω να κοιτάξω, κάπου εδώ θα είναι και γύριζε και μου το έδινε και η μαμά σπίτι μας το σήκωνε ψηλά και έλεγε θριαμβευτικά: βλέπεις; την κατσίκα που θα μου φάει εμένα το ψαλίδι! Αμ, δε! Και τώρα που ήρθε, εγώ για να μη με στείλει αύριο η μαμά σπίτι της και της το ζητάω, φώναξα μόλις την είδα:
-Μαμά, μαμά, έκρυψες το ψαλίδι μη μας το πάρει πάλι η Αθανασία;
Και δεν κατάλαβα γιατί η μαμά έκανε πως δεν άκουσε και γιατί η Αθανασία με αγριοκοίταξε και γιατί οι άλλες κυρίες είπαν όλες μαζί:
-Το χρυσό μου...

Κυριάκος Ντελόπουλος
Κυριάκος Ντελόπουλος (1933 - 2020)

έλληνας πεζογράφος, βιβλιοθηκονόμος, βιβλιογράφος και μεταφραστής. Αφιέρωσε μεγάλο μέρος του συγγραφικού και ερευνητικού του έργου στη θεωρία της Βιβλιοθηκονομίας και της Βιβλιογραφίας, ενώ ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μελέτη της παιδικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα.

Βιογραφία

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ