Διάφανο χνούδι στο πηγούνι
με μια φάλτσα ξυραφιά στην άκρη.
Βολεύει τα χέρια του όπως όπως
και το τρυπημένο δέρμα
λάμπει μέσα από τα μανίκια.
Ένα κατοστάρικο ζητά
και το βλέμμα των περαστικών παγώνει.
Το ακουμπώ δειλά στην παλάμη
κι αποτολμώ: Τι θα το κάνεις;
Να πάρω ένα κουλούρι, πεινάω.
Και κοινοτυπίες και μονοσύλλαβα.
Μικρός πολύ και ντρέπεται
την πείνα του θανάτου να ονομάσει.