«Δεν τον φοβάμαι το χρόνο»
μου είπε ο χασάπης
κόβοντας, λιανίζοντας, κρεμώντας.
«Δεν πρόκειται να μείνω στον ουρανό,
εδώ, στα χαμηλά θα κατοικώ για πάντα.»
Με κοιτούσε σκουπίζοντας
τα ματωμένα χέρια
στο άσπρο τής ποδιάς.
«Το σπίτι μου είναι κοντά στη λίμνη.
Όλη τη νύχτα ψαρεύω
χέλια και φεγγάρια.»
Τραβάει μαχαιριά
— ευθεία σαν σιωπή —
και αδειάζει την κοιλιά του αρνιού.
«Τα μεσημέρια, όταν βρέχει,
ζωγραφίζω το ίδιο τοπίο.»
Ξεχωρίζει συκώτια από εντόσθια.
«Διαβάζω και ποιήματα.
Μια φορά διάβασα Χαίλντερλιν.»
Του ξέφυγε η καρδιά από τον πάγκο.
Έσκυψε, την πήρε και την κρέμασε
μαζί με τα άλλα.