Ο Μιθριδάτης, ένδοξος και κραταιός,
μεγάλων πόλεων ο κύριος,
κάτοχος ισχυρών στρατών και στόλων,
πηγαίνοντας προς την Σινώπην πέρασε από δρόμον
εξοχικόν, πολύ απόκεντρον,
όπου ένας μάντις είχε κατοικίαν.
Έστειλεν αξιωματικό του ο Μιθριδάτης
τον μάντι να ρωτήσει πόσα θ’ αποκτήσει ακόμη
στο μέλλον αγαθά, πόσες δυνάμεις άλλες.
Έστειλεν αξιωματικό του- και μετά
προς την Σινώπην την πορεία του ξακολούθησε…
Ο μάντης αποσύρθηκε σ’ ένα δωμάτιο μυστικό.
Μετά περίπου μισήν ώρα βγήκε
περίφροντις, κ’ είπε στον αξιωματικό:
«…Ικανοποιητικώς δεν μπόρεσα να διευκρινίσω-
κατάλληλη δεν είν’ η μέρα σήμερα…
Κάτι σκιώδη πράγματα είδα- δεν κατάλαβα καλά…
Μα ν’ αρκεσθή, φρονώ, με τόσα που έχει ο βασιλεύς-
τα περισσότερα εις κινδύνους θα τον φέρουν…
Θυμήσου να τον πεις αυτό, αξιωματικέ:
με τόσα που έχει, προς θεού, ν’ αρκήται!
Η τύχη ξαφνικές έχει μεταβολές…
Να πης στον βασιλέα Μιθριδάτη:
Λίαν σπανίως βρίσκεται ο εταίρος του προγόνου του
ο ευγενής, που εγκαίρως με την λόγχην γράφει
στο χώμα επάνω το σωτήριον Φεύγε Μιθριδάτα!..