O Γουίλλη, ο μαύρος θερμαστής απ' το Τζιμπουτί
όταν από τη βάρδια του τη βραδινή σχολούσε
στην κάμαρα μου ερχότανε γελώντας να με βρει
κι ώρες πολλές για πράγματα περίεργα μιλούσε.
Μου 'λεγε πως καπνίζουν στο Αλγέρι το χασίς
και στο Άντεν πως, χορεύοντας, πίνουν την άσπρη σκόνη,
κ’ έπειτα πως φωνάζουν και πως μονολογούν
όταν η ζάλη μ' όνειρα περίεργα τους κυκλώνει.
Μου 'λεγε ακόμα ότ’ είδ' αυτός μια νύχτα που 'χε πιεί
πως πάνω σ’ άτι εκάλπαζε στην πλάτη της θαλάσσης,
και πίσωθέ του έτρεχαν γοργόνες με φτερά.
—Σαν πάμε στο Άντεν, μου ’λεγε, και συ θα δοκιμάσεις
Εγώ γλυκά του χάριζα και λάμες ξουραφιών
και του ’λεγα πως το χασίς τον άνθρωπο σκοτώνει,
και τότε αυτός συνήθιζε, γελώντας τρανταχτά.
με το ’να χέρι του ψηλά πολύ να με σηκώνει
Μεσ’ στο τεράστιο σώμα του είχε μι’ αθώα καρδιά.
Κάποια νυχτιά, μέσα στο μπαρ Ρετζίνα —στη Μαρσίλια,
για να φυλάξει εμένανε από έναν Ισπανό,
έφαγε αυτός μιαν αδειανή στην κεφαλή μποτίλια.
Μια μέρα τον αφήσαμε στυγνό απ’ τον πυρετό,
πέρα στην Άπω Ανατολή να φλέγεται, να λειώνει.
Θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ
και δόστου εκεί που βρίσκεται λίγη απ' την άσπρη σκόνη.