Η Κυριακή των Βαΐων

Ξημερώματα ξύπνησε η πόλη και πλύθηκε
με την άχραντη δρόσο
Επίσημα ντύθηκε
τα τριμμένα της φτώχειας της ρούχα
καθώς του Υμηττού το θυμάρι αξιοπρεπής.
Και του Γραίγου γνέφοντας-
του Έλληνα εκ των ανέμων-
να σημάνει «Ευλογητός ο λαός» εξεκίνησε

Ασκεπής η εκκλησία των δρόμων

Πέτρα ορθή της ψυχής που επιστρέφει στο φως
Της αυλής μας βαγιόκλαρο πριν απ’ τη δόξα
Από χρόνους παλιούς των ανέμων οικεία
τα λάβαρα

Ω ποτάμι από λάδι
που τρέφει που καίει που πληγές ημερώνει!

Ξεχύνεται αστείρευτη η πόλη

Από μέρες πολλές το στοχάζονταν
Και τις νύχτες κρυφά το προετοίμαζε
από πόρτα σε πόρτα χτυπώντας
κι από στόμα σ’ αυτί κι από λάμπα σε λάμπα- κρυφά
Οι μητέρες σιδέρωναν των παιδιών τους τα ρούχα
Οι κοπέλλες ελόγιαζαν δυόσμο
και πεύκο τ’ αγόρια-δοκίμαζαν
της γροθιάς τους το μέταλλο

Από υπόγεια βαθιά και σοφίτες παράνομες
Από σπίτια εργαστήρια σχολειά
Από τις φυλακές νοερά δραπετεύοντας
Απ’ τα νοσοκομεία οι ανάπηροι βγαίνοντας
Από τάφους νωπούς εγειρόμενοι
χτεσινοί εχτελεσμένοι με τα αίματα
και τις σφαίρες ακόμα καυτές μες στη σάρκα
κ’ οι πρισμένοι απ’ την πείνα νεκροί
κ’ οι παλιότεροι
απ’ την Πίνδο το Αρκάδι και το Μεσολόγγι – γιατί
στ’ αυτιά τους ηχούσε του Γραίγου η σάλπιγγα
που καλούσε στη Δεύτερη εδώ Παρουσία.

Σε φωλιές πολυβόλων μπροστά και σε τανκς
με τις κάννες στραμμένες απάνω της
να χτυπούν στο ψαχνό
λειτουργήθηκε η πόλη
Με των τοίχων της την
πιστή συμπαράσταση
Με των δέντρων την άκρα συμμετοχή
Με των αναπήρων τα δίτροχα στις πρώτες γραμμές
Με τον έφηβο Μανωλκίδη να σκαρφαλώνει
στο τεθωρακισμένο των Γερμανών -κι ανεμίζουνε
πύρινη ρομφαία τα δεκαοχτώ του χρόνια
Με τον έφηβο Προβατά με τον έφηβο Ηλία, με τον έφηβο
Βλάση με τον Τίτο παιδί- μορφές ισοϋψείς Αρχαγγέλων
Με την Πάτρα, την Καλλισθένη την Πολυτίμη, τη Νόη
τη Νίτσα ν' αστράφτουν ψηλά ως ιερά εξαπτέρυγα ενώ
ο λαός ο τρισμέγιστος ψάλλοντας
«Ωσανά ευλογημένη η ερχόμενη Ελευθερία».

Κυριακή των Βαΐων ποιεί την εργάσιμη μέρα

Και σ’ όλα τα μέτωπα λάμπει η εξαγγελία της Ανάστασης

Καταντίκρυ του εχθρού
ιερούργησε η πόλη
Θανάτω πατήσατε Θάνατον

Με την πίστη στου δίκιου τη δύναμη
μεταβάλλει το νερό σε αγίασμα
Μοναχή της προσφέρει
το σώμα της άρτον
το αίμα της οίνον

Μετά θάρρους και πίστεως και αγάπης προσέρχεστε
οι γενιές των Ελλήνων
ΙΙ

Έκτοτε πολλές οι φορές που λειτούργησε
η Εκκλησία των δρόμων
και μετάλαβε η πόλη

Κ’ η λειτουργία σχολιάζοντας
γυρνούσεν η πόλη στα σπίτια
να θρηνήσει αυτούς που θυσιάστηκαν

Και μάζευε δύναμη για την άλλη φορά

Και την κάθε φορά μεγαλύτερο
το πλήθος των κοινωνούντων

Κι απορούσαν οι ακοινώνητοι. Κρύβαν
το πρόσωπο τρέμοντας οι δούλοι του εχθρού
γιατί ζύγωνε η ώρα της κρίσεως
Και μελέταγαν τρόπους να την αποφύγουν

Και το μόνο που δύνονταν πια ο εχθρός
ήταν να φυλακίζει και να σκοτώνει

Ενώ η πόλη περνούσε από πάνω του
Πλατυτέρα ουρανών και υδάτων.

Κώστας Κουλουφάκος
Κώστας Κουλουφάκος (1924 - 1994)

έλληνας ποιητής, μεταφραστής και εκδότης.

Βιογραφία

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ