Η μάνα του Χριστού

Πως οι δρόμοι ευωδάνε με βάγια στρωμένοι 
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρω μπαξέδες! 
Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει 
και μακριάθε βογκάει και μακριάθε ανεβαίνει. 

Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα, 
των αλλώνε τα μίση καιρό τηνε θρέφαν 
κι αν η μαύρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα, 
να που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα! 

Α! πώς είχα σα μάνα κεγώ λαχταρήσει 
(ήταν όνειρο κ’ εμεινεν, άχνα και πάει) 
σαν και τ’ άλλα σου αδέρφια να σ’ είχα γεννήσει 
κι από δόξες αλάργα κι αλάργαπό μίση! 

Ένα κόκκινο σπίτι σαυλή με πηγάδι... 
και μιά δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι... 
νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδυ, 
το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι. 

Κι άμανοίγεις την πόρτα με πριόνια στο χέρι, 
με τα ρούχα γεματα ψιλό ροκανίδι, 
(άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι 
ν’ ανασαίνει βαθιά τ’ όλο κέδρον αγέρι. 

Κι αφού λίγο σταθείς και το σπίτι γεμίσει 
τον καλό σου τον ίσκιο, Πατέρα κι Αφέντη, 
η ακριβή σου να βγαίνει νερό να σου χύσει, 
ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν’ αρχίσει. 

Κι ο κακόχρονος θάνατος θα ’φτανε μέλι 
και πολλή φύτρα θ’ άφηνες τέκνα κι αγγόνια 
καθενού και κοπάδι, χωράφι κι αμπέλι, 
τ’ αργαστήρι εκεινού, που την τέχνη σου θέλει. 

Κατεβάζω στα μάτια τη μαύρη ομπόλια, 
για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει... 
Ξεφαντώνουν ταηδόνια στα γύρω περβόλια, 
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια. 

Φεύγεις πάνου στην άνοιξη, γιέ μου καλέ μου, 
Άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν εχεις. 
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη γιέ μου, 
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου! 

Καθώς κλαίει, σαν της παίρνουν το τέκνο, η δαμάλα, 
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια. 
Στύλωσέ μου τα δυό σου τα μάτια μεγάλα: 
τρέχουν αίμα τα στήθια, που βύζαξες γάλα. 

Πως αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου 
στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας να ’μπεις! 
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!) 
δεν ηξέραν ακόμα ούτε ποιό τόνομά σου! 

Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη... 
Δολερά ξεσηκώσανε τ’ άγνωμα πλήθη, 
κι όσο ο γήλιος να πέσει και να’ ρθει το δείλι, 
το σταυρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κ’ οι φίλοι. 

Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα, 
σα ρωτήσανε: «Ποίος ο Χριστός;»  τι’πες «Να με»! 
Αχ! δεν ξέρει, τι λέει το πικρό μου το στόμα! 
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!

Κώστας Βάρναλης
Κώστας Βάρναλης (1884 - 1974)

Ποιητής, συγγραφέας, κριτικός, μεταφραστής και εν γένει διανοούμενος της Αριστεράς, ο Κώστας Βάρναλης μας κληροδότησε ορισμένα σημαντικά έργα, όπως τις ποιητικές συνθέσεις «Το φως που καίει» (1922) και οι «Σκλάβοι Πολιορκημένοι» (1927), τη ριζοσπαστική μελέτη «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική» (1925) και το πολύκροτο αφηγηματικό έργο « Η αληθινή απολογία του Σωκράτη» (1931).

Βιογραφία

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ