Σχολή Πολέμου

Δεν είχε ξημερώσει καλὰ καλὰ και ο λοχαγὸς με εσήκωσε να μαζέψω τους φαντάρους. Έβρισα, έδειρα, συγχύστηκα και τους κατάφερα να μπούνε σε κύκλο με την εξάρτηση.Ο λοχαγὸς από 'να έγγραφο μας διάβασε τα μαντάτα: ο λόχος εφέδρων μετοίκων διαλυότανε κι είμασταν λεύτεροι μετὰ το συσσίτιο να τα μαζεύουμε και στο καλό. Όποιος πάντως ήθελε να παραμείνει στο στράτευμα, υπήρχε δυνατότητα να μονιμοποιηθεί σε καμιὰ αρχοντεία στο Σαλονίκι. Για τίποτα χρήματα, τσιμουδιά. Δυο ζωηρούτσικοι απ' το Λόγγο άρχισαν να φωνάζουν. Μου 'κανε σήμα ο λοχαγὸς και μπροστὰ σ' όλη τη φανταρία τους δίνω ένα μπερντάχι ξύλο με τη ζωστήρα. Αυτὸ χειροτέρεψε τα πράματα. Ο κύκλος άρχισε να σαλεύει επικίνδυνα. Μάταια η ευγένειά μας βάζοντας χωνὶ τα χέρια τους φωνάζαμε πὼς η πατρὶς ήταν φτωχὴ και αρκετὰ τους τάιζε τόσους μήνες.
Μας φέρθηκαν πολὺ ευγενικά. Αφού μας δέσαν πλάτη με πλάτη βούτηξαν τα κλειδιὰ απὸ το λαιμό μου και ρήμαξαν τις αποθήκες του στρατώνα. Πήραν γυλιούς, καινούργιες κάμες και ρούχα, νά 'χουνε τίποτα για πούλημα άμα γυρίζανε στα σπίτια τους. Σε καμιὰ ώρα φύγανε όλοι παίρνοντας και τ ̓ άλογα.
Λυθήκαμε. Με τα πόδια κατεβήκαμε στο Πράβι και επιτάξαμε δυὸ αλόγατα απ' τους μπακάληδες. Γινότανε το σώσε. Όταν έμαθε ο κόσμος ότι αποστρατεύτηκε ο Λόχος, άρχισαν να τα μαζεύουν και να φεύγουν σ ̓ όποιο κάστρο τύχαινε. Μάθαμε ότι όλη η περιοχὴ έμεινε απροστάτευτη γιατὶ περίπου πεντακόσιοι φαντάροι απολύθηκαν. Εμείς απὸ το Γενάρη που μας περίλαβε το 265 Διάταγμα περὶ επιστρατεύσεως μετοίκων λόγω εκτάκτου ανάγκης καθόμασταν σ' αυτὰ τα κατσάβραχα και πολεμούσαμε μὲ τις χελώνες.Έκτακτες ανάγκες και κολοκύθια με τη ρίγανη.
Απ ̓ το Πράβι αναχωρήσαμε την επομένη, έντεκα Νοεμβρίου. Σταθήκαμε στο χάνι τον άγιο Νικόλα. Οι κυράτζες μας είπαν ότι πολλοὶ φαντάροι απὸ την πολλὴ φτώχεια βγήκαν στο κλαρί κατὰ Βαρβάρα και Σδραβίκι και να προσέχουμε: μακριὰ από διαγουμίσματα και τέτοια γιατί οι χωροφύλακες μας έχουν στο μάτι και κρεμούνε απ' τα πλατάνια με το παραμικρό. Στο χάνι είδα κι έναν παλιό συμμαθητή μου, τον πρώην επαρχιακό έφορο Σερρών επὶ Σερβοκρατίας, τσανάκι πρώτης και ξηλωμένον απ' την αποκατάσταση του '55. Αυτὸς καλὰ πληροφορημένος μας έδωσε χαιρετισμοὺς πως το μέτωπο πήγε κατὰ διαόλου σ' όλη τη γραμμὴ απὸ Στυπείο σε Χριστόπολη και η Τουρκία μας πλακώνει μιὰ και καλή. Τα ταχτικὰ τμήματα, μας είπε, της περιφερείας Ζαβαλτίας, υποχώρησαν στο Γυναικόκαστρο, ενώ εμείς οι μέτοικοι θεωρηθήκαμε απειροπόλεμοι κι επιζήμιοι στη Ρωμανία.
Αντὶ να πάμε κατὰ Ρεντίνα, ανεβήκαμε Στεφανινά. Εκεί μάθαμε ότι η Τουρκιὰ την έφαγε την Γκουμουλτζήνα και ο Γαζής είναι τώρα με καλό φουσάτο στης Ξάνθειας τον κάμπο.
Να που ο προκομένος ο πρωτοστάτορας πάλι κουταμάρες έκανε και μας απόλυσε μια χαρὰ φαντάρους. Και τώρα που θα τους βρει; Με τους χαντούμηδες της σχολής πολέμου Βεροίας έγινε ποτέ προκοπή;
Ψυχανεμιστήκαμε, κι ο λοχαγός μαζί, ότι θα μάζευαν τις ευγένειές μας ως εκπαιδευτὲς και συμφωνήσαμε ντούκου πρώτα τον παρὰ κι έπειτα βάζουμε τα γαλόνια. Μας θέλαν κι οι πρωτόγεροι να βάλουμε μπροστὰ καμιά τριανταριὰ γύφτους να διορθώσουμε τὸ πυργὶ που ήταν στ' αμπέλια, αλλὰ δίναν μόνον «σάγιν και κάμισιν» οπότε βράστους.
Βγήκαμε Λαγκαδά που ο λοχαγὸς είχε σπίτι και αποθήκη με όπλα. Καθήσαμε καμιὰ βδομάδα και τα πουλήσαμε σε Αθωνίτες, σε παλαιοὺς Κατακουζηνικούς, σε Βουλγαρόφρονες και σ' άλλους, που η Ρωμανία δεν επέτρεπε είσοδο στα καστέλια της, λόγω ανατρεπτικών ιδεών. Έτσι αυτοὶ πιστεύανε ότι θά 'σωζαν το τομάρι τους και μεις πήξαμε στο άσπρο.
Ανεβήκαμε Σαλονίκι, πήγαμε στην γραμματεία πολεμικού υλικού. Εξηγήσαμε την περίπτωσή μας και ζητήσαμε δουλειά. Ο υπάλληλος είπε απλώς ότι εκκρεμούσε και για τους δυό μας καταγγελία επὶ πωλήσει στρατιωτικού υλικού, αγωγὴ του κράτους για εγκατάλειψη πολεμικού υλικού και παρότρυνσιν αλλοτρίων εις αρπαγὴν και τελικὰ σύστησε να παρουσιαστούμε με γερὸ μπαχτσίσι την άλλη μέρα στο δικαστὴ οπωσδήποτε, αλλιώς θα μας φόρτωνε και την κατηγορία ως βαρλααμικῶν.Όσο για δουλειὰ εκπαιδευτή, υπήρχαν έμπειροι της σχολής πολέμου Βεροίας και δεν ήταν τρελοὶ να προσλάβουν χωριάτες απ' τη Μπομπόλιανη, όπως ελόγου μας.
Βγήκαμε απὸ το Σαλονίκι και κάναμε τσαρδάκι στους Αποστόλους. Άμα φτάσαν οι προφυλακὲς του Γαζή εκεί, δηλώσαμε υποταγή. Ο Γαζής είναι έξυπνος άνθρωπος και καλὸς και μας έδωσε τριάντα γυμνούς κι είπε πως για να μας δεχτή να πηγαίναμε να τους ντύναμε. Βαρέσαμε κι εμείς τ' οψαρατίκιο στο Σταυρό και ντύσαμε πενήντα. Τότε μας έβαλε στ' ἀριστερά του με τους άλλους χριστιανοὺς και μεις του πήραμε σε μιὰ μέρα το Βαρδάρι, πού 'χε ογδόντα σιδερωμένους Ρωμαίους απ' τη σχολὴ πολέμου Βεροίας. Την αράξαμε μετὰ εκεί. Ο λοχαγὸς άνοιξε ένα χάνι κι εγὼ πουλάω κι αγοράζω άλογα στο φόρο.

Πάνος Θεοδωρίδης
Πάνος Θεοδωρίδης (1948 - 2025)

έλληνας λογοτέχνης και αρχιτέκτονας.

ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ