Αποχαιρετισμός

Μην κλαις, μην απελπίζεσαι, μητέρα
που βγήκα στα βουνά κι έγινα κλέφτης,
ένας χαϊντούκος, μάνα, ένας αντάρτης
και σ’ άφησα να κλαις τον πρωτογιό σου.
Οι Τούρκοι φταιν’ αν κλαιν’ τόσες μητέρες
κ’ άτιμες κ’ οι μαύρες τους φοβέρες.
Κι αυτούς να καταριέστε απ’ την καρδιά σας
αυτοί να ξενητεύουν τα παιδιά σας
και σπρώχνουνε παληκαράκια τίμια
στις ερημιές να ζούνε σαν αγρίμια,
και μισητοί ψωμί να διακονεύουν
στα ξένα βαριά χώματα,ωιμένα!
Ξέρω, μητέρα, λαχταράς, τι νέος
μπορώ να σου πεθάνω ενώ περνάω
το Δούναβη τον άσπρο κολυμπώντας.
Μα πες μου εσύ, σαν τι μπορώ να κάνω
με την καρδιά που μου ’βαλες στα στήθια,
καρδιά λεβέντη, από τα παραμύθια!
Κι αυτή η καρδιά, μητέρα, συ το ξέρεις
τον Τούρκο δεν αντέχει να υποφέρει
αφέντη στ’ αγιασμένο μας καλύβι
όπου μέσα μεγάλωσα με τ’ άλλα
τ’ αδέλφια, και το πρώτο σού ‘πια γάλα.
Εκεί που η ομορφοπρόσωπη καλή μου
εσήκωνε τα μαύρα της μάτια
και στην αλαφιασμένη την καρδιά μου
τα κάρφωνε γλυκά χαμογελώντας.
Κει που ’δα τον πατέρα μου να κλαίει
για μένα και τ’ αδέλφια μου μαζί του!
Συχώρεσέ με συ, λεβεντομάνα,
συχώρα με και δος μου την ευχή σου!
Με το τουφέκι μου στον ώμο ακούω
του αγαπημένου μου λαού τους βόγγους
και τις κραυγές του για τον δόλιο
τον άπιστο εχτρό και τύραννό μας.
Για σε, για τον πατέρα, για τα αδέλφια,
π’ άλλο δεν έχω πιο ακριβό στον κόσμο,
κι ακόμα, μάνα μου, για τον λαό μου
θα χτυπηθώ κει πάνω με τον Τούρκο.
Θα γίνει τότε εκείνο που προστάζει
του ήρωα η τιμή και το σπαθί του.
Και συ, όταν ακούσεις και σφυρίξει
μες στο χωριό για σύνθημα μια σφαίρα
και στο γιουρούσι ευθύς να ξεσηκώνει
τα παληκάρια, μάνα, έβγα και ρώτα
να μάθεις τι απόγινεν ο γιος σου.
Κι αν λάχει και σου πουν πως σκοτωμένος
έπεσε από μολύβι, να μην κλάψεις,
κι ούτε ν’ ακούς τον κόσμο που θα λέει
πως είμ’ ένας ανάξιος και τεμπέλης!
Ασ’ τους, μητέρα, γύρισε στο σπίτι
και διηγήσου τ’ άδικα τους λόγια
στα πιο μικρά μου αδέλφια, για να μάθουν
πως είχαν αδελφό, που το κεφάλι
δεν το ’σκυψε να προσκυνήσει Τούρκους
και δε μπορούσε αδιάφορος να βλέπει
τα βάσανα των καταφρονεμένων.
Όλα να τους τα πεις,τι θέλω, μάνα,
να με θυμούνται πάντα όπως τα αξίζω.
Πες τους να ’ρθουνε, μάνα, να ζητήσουν
τ’ άσπρο μου κρέας στων βουνών τις ράχες,
στα στουρνολίθια και στο μαύρο χώμα
το αίμα μου σταλαγματιές χυμένο!
Να ψάξουνε να βρούνε τ’ άρματά μου
κ’ ύστερα το εχτρό σαν απαντούνε
με τουφεκιές να τόνε χαιρετούνε
και με σπαθιές γερές να τον χαϊδεύουν…
Κι αν από οίκτο δεν μπορείς, μητέρα,
αυτά να κάνεις,τότε κάμε τούτο:
Σαν έρθουνε ομάδι τα κορίτσια,
κ’ οι σύντροφοι μου για να τραγουδήσουν,
έβγα με τ’ αδελφάκια μου στην πόρτα
ν’ ακούσεις το τραγούδι, που για μένα
τον ήρωα γιό σου, μάνα μου, θα ψάλλουν.·
Τότε γιατί σκοτώθηκα θα μάθεις
στους συντρόφους τι είπα, ως ξεψυχούσα!
Άκουσ’ το μάνα, κύττα το χορό τους
τον εύθυμο· κι όσο σκληρό κι αν σου ’ναι
κύτταζε, μάνα, αγόρια και κορίτσια.
Και σαν τα μάτια σου τα συναντήσουν
της άμοιρης καλής σου, αχ, τότε δύο
καρδιές μου αγαπημένες θα σπαράξουν:
κείνη της όμορφης μου κ’ η δική σου
και δάκρυα θα κυλήσουνε στ’ αφράτα
στήθη της και στα γέρικα δικά σου.
Τ’ αδέλφια μου όμως σαν θα μεγαλώσουν
ραγιά ζωή κι αυτοί δεν θα σηκώσουν
και σαν τον αδελφό τους θ’ αγαπήσουν
μ’ όμοια δύναμη και κείνοι θα μισήσουν…
Μα ξέρε, αν λάχει, μάνα μου, και θα ζήσω
ήρωας στο χωριό μας θα γυρίσω
κρατώντας τη σημαία μας στο χέρι
και θ’ ακλουθάν κάτω απτα λάβαρά τους
τα παληκάρια μου ντυμένα στρατιώτες
με κεντητό στο σκούφο τους λιοντάρι
κι όπλα στους ώμους με τις λόγχες
και θα ’χουν στο πλευρό τους τότε, μάνα,
στενόμακρα σπαθιά ίδια με φίδια.
Ω τότε, μάνα, λεβεντομητέρα,
και συ γλυκειά μου, όμορφη μου αγάπη,
θα βγείτε στο περβόλι και θα κόψτε
πράσινα κισσοκλώναρα, γεράνια,
κι άλλα λουλούδια για να μας στολίστε
τα όπλα ολονών και τα κεφάλια!
Έλα τότε μανθούς και με κλωνάρια,
μάνα, να μ’ αγκαλιάσεις·έλα τότε
τ’ όμορφο μέτωπό μου να φιλήσεις
και να μου πεις τις δυο αγιασμένες λέξεις:
«Ελευθερία ή Θάνατος!»
Ω τότε
και την καλή μου θα σφιχταγκαλιάσω
με ματωμένο χέρι από τους ώμους,
για να αιστανθεί πως η καρδιά χτυπάει
του ήρωα και πως σφυροκοπάει!
Τα δάκρυα της εγώ θα της σφουγγίσω
φιλώντας την θα πιώ τα δάκρυά της
μ’ αυτά τα διψασμένα μου τα χείλη!
Τώρα, μάνα, σ’ αφήνω, πες μου αντίο,
αγάπη μου γλυκειά, μη με ξεχάσεις!
Τα παληκάρια μου κινούνε, πάνε,
φοβερός είν’ ο δρόμος που τραβάμε,
μα και γι’ αυτό και τόσο δοξασμένος.
Εγώ μπορεί και να πεθάνω νέος,
μα έχω παρηγοριά πως κάποια μέρα
θα λένε:για τη λευτεριά, το δίκιο
επέθανε ο καημένος Χρίστο Μπότεφ.

Χρίστο Μπότεφ
Χρίστο Μπότεφ (1847 - 1876)

βούλγαρος ποιητής, από τους ήρωες της ανεξαρτησίας της Βουλγαρίας κατά των Οθωμανών.

Βιογραφία

ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ