Μες από το σπασμένο γυαλί του χρόνου
πρόβαλε το χέρι του Θεού
με τ’ αλάθευτο χέρι
και τον τροχό του ποδηλάτου
τριγύρω στο κεφάλι Του — αθάνατε δαίμονα!
Ξεμεθυσμένος απ’ τη θεληματική
βλακεία Του
αντιμετρά το μασκάρεμα
της γήινης σφαίρας.
Και να η Παρθένος,
η θυγατέρα Του απ’ την Άννα,
στο χέρι της ζυγιάζει
την όψη και σκιά Του.
Θα μπορούσαν οι μνήμες αυτές
που τώρα κρεμώνται
απάνω από τις κεφαλές μας
να γίνουν καλά περιστέρια
ειδήσεων ή συνδαυλίσματα
της φωτιάς που θ’ ανοικοδομούμε.
Μέγας υδάτινος ναός
θα τρώγει τις σάρκες του
επικαλούμενος
την τρομακτική πανδαισία.
Το άγαλμα του Αγίου Μαμωνά
επιτηρούμενο από τον Μολώχ
κραυγάζει λέγοντας «Παιδιά μου».
Τά λίγα ελπίζουμε αυτά παραδείγματα
μαζί με τις εικόνες
παρέχουν μιαν ιδέα
του επερχομένου αύριον.
Φάγατε, πίετε· αύριον γάρ
την ψυχή σας αφαιρούνε
οι πεταλιδοφάγοι.
Η πόλη στ’ αζήτητα του Λεοντιάδη
θα μένει θαμμένη απ’ τον Κρονίδη
που δεν τηνε τίμησε μ’ ένα τουλάχιστον κεραυνό!
Κάτω από τις παλιαρίες
και τις κρεουργημένες πολυθρόνες
με τις άσπρες αχυρένιες σάρκες,
τόσο φτωχές για λύπηση και πούληση.
Η πόλη ξεχασμένη πόρνη
ματοβαμμένη στα χείλια
με μάτια βαμμένα στα μπλε
και την κόκκινη απόχρωσή τους.
Εσύ από το κέντρο
της θαρραλέας ακτίνας σου
κοιτώντας το αλλήθωρο χέρι
του παστεριωμένου θεού
στ’ ατλάζι ντύνεις και στο πολυμάλαμα
την αγαπητικιά σου θυγατέρα.
Και τώρα εγώ, φτασμένος νάνος,
ένα μάτσο λάχανα,
στην αγορά γυρνώ με τα χλαμυδοπέδιλα.
Η αυλαία μου σκουπίζει το πρόσωπο·
ένας φροντιστής
από τα παρασκήνια παίρνει το σταυρό μου.
Ελεύθερος να φύγω ή να πεθάνω
διαλέγω να προσκαρτερώ την έλευσή μου.