Γύρω του ανοιγοκλείναν στόματα
Ουρλιάζανε μεγάφωνα
Χέρια κτυπούσαν παλαμάκια.
Σε μια γωνιά το μάτι του πήρε κάποιον πού ’κλαιγε ·
Προχώρησε αργά, δήθεν αδιάφορα
Και στάθηκε μ’ αφέλεια πλάι του.
Είπε να του μιλήσει,
Να τον αγγίζει αδελφικά οτόν ώμο·
Του ’ρχόταν όμως δύσκολο
Δεν πήγαινε το χέρι του
Κι έμεινε μόνο κι άκουγε.
Είχε καιρό ν’ ακούσει άνθρωπο να κλαίει,
Και του ’κανε καλό.