Ο Νικόλαος Στορνάρης (απαντάται και ως Στουρνάρης και Στουρνάρας) υπήρξε αρματολός της περιοχής του Ασπροποτάμου και οπλαρχηγός της Επανάστασης 1821. Βρήκε ηρωικό θάνατο κατά την Έξοδο του Μεσολογγίου.
Ο Νικόλαος Στορνάρης, όπως υπέγραφε τις επιστολές του, γεννήθηκε το 1775 και ήταν γιος του Θύμιου Στουρνάρη, αρματολού της περιοχής του Ασπροποτάμου, που κάλυπτε χονδρικά τη δυτική Θεσσαλία. Ο πατέρας του κατά τη διάρκεια τού επαναστατικού κινήματος των Βλαχαβαίων στη Δυτική Ελλάδα (1808) ανέλαβε να καταλάβει την περιοχή του Μετσόβου και των Καλαρρυτών για να εμποδίσει την αποστολή στρατού του Αλή Πασά στη Θεσσαλία, την οποία όμως τελικά δεν απέτρεψε.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1812, ο Νικόλαος Στορνάρης, ανέλαβε το αρματολίκι, που περιλάμβανε 120 περίπου χωριά και 750 οικογένειες. Ήταν ιδιοκτήτης 8.000 αιγοπροβάτων, ενώ η διευρυμένη οικογένειά του κατείχε περίπου περίπου 500.000 ζώα, τα οποία νοίκιαζε σε βοσκούς. Η στρατιωτική του ισχύς έφθανε τους 400 περίπου πολεμιστές, όλοι τους κοντινοί ή μακρινοί συγγενείς του.
Ο μετέπειτα γραμματικός του Νικόλαος Κασομούλης γράφει στα «Ενθυμήματα Στρατιωτικά» ότι ο καπετάνιος του «Νέος την ηλικία και άπειρος έως τότε επαινούμενος όμως μάλλον δια την φρόνησίν του παρά δια τον πολεμικόν του χαρακτήρα, έλαβεν την διεύθυνσιν συναισθανόμενος τον εαυτόν του…».
Στα τέλη Ιανουαρίου του 1821 συμμετείχε στη Συνέλευση της Λευκάδας μαζί με άλλους οπλαρχηγούς της Στερεάς Ελλάδας για την προετοιμασία του Αγώνα, και στις 5 Ιουλίου, κήρυξε με άλλους οπλαρχηγούς – μεταξύ αυτών τον γαμπρό του Γρηγόρη Λιακατά και τον Χριστόδουλο Χατζηπέτρο – την επανάσταση στη δυτική Θεσσαλία. Αναγκάστηκε όμως να εγκαταλείψει τον αγώνα για να αποτρέψει αντίποινα των Τούρκων εναντίον του πληθυσμού.
Όταν ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β’ κήρυξε τον Αλή Πασά αποστάτη, ο Στορνάρης διευκόλυνε τα σουλτανικά στρατεύματα να περάσουν από το αρματολίκι του και να πολιορκήσουν τα Γιάννενα. Όταν οι Τούρκοι του ζήτησαν υποταγή, κατέφυγε στο Μεσολόγγι το 1823 και υπηρέτησε υπό τις διαταγές του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου έλαβε μέρος στη συνέλευση των οπλαρχηγών της δυτικής Στερεάς.
Τον Μάρτιο του 1824 ήταν μέλος της ανακριτικής επιτροπής που συνεδρίασε στο Αιτωλικό και κήρυξε ένοχο προδοσίας τον Γεώργιο Καραϊσκάκη. Κατά τη διάρκεια της δίκης, στην οποία μέλος της δικαστικής επιτροπής ήταν ο γαμπρός του Γρηγόρης Λιακατάς, δεν αποδείχθηκαν οι επαφές του Καραϊσκάκη με τους Τούρκους. Το δικαστήριο δεν εξέδωσε απόφαση, αλλά προκήρυξη με την οποία ζητούσε από τον Καραϊσκάκη να δηλώσει μετάνοια και να ζητήσει συγγνώμη από την κυβέρνηση. Βάρυνε στην απόφαση η γνώμη που είχε εκφράσει ο Στορνάρης ότι έπρεπε να τον καταδικάσουν μόνον αν έχουν αποδείξεις και όχι με λόγια.
Το καλοκαίρι του 1824 διορίστηκε «αρχηγός των αρμάτων» στην περιοχή των Αγράφων.
Στη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου (1825-1826) ήταν επικεφαλής της φρουράς της πόλης και αγωνίστηκε ηρωικά για να αποτρέψει το μοιραίο. Όταν αποφασίστηκε η Έξοδος, έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα γυναικόπαιδα και ο Κασομούλης αναφέρει τη σχετική στιχομυθία μεταξύ του Στορνάρη και του Νότη Μπότσαρη, που με άπρεπα λόγια αντέκρουσε τη σχετική πρόταση του Στορνάρη.
Από τους 76 στρατιώτες που του είχαν απομείνει, οι 26 ήταν άρρωστοι. Από τους 44 που πήραν μέρος στην Έξοδο, σώθηκαν μόνο οι 17. Οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν, όπως και ο ίδιος ο Νικόλαος Στορνάρης, στις 10 Απριλίου 1826.